1..Με την 1439/2020, απόφασή της η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας αποφάσισε πως η διαγνωσθείσα αντισυνταγματικότητα, των νόμων 4051/12 και 4093/12, θα έχει αναδρομικό χαρακτήρα μόνον για τους ενάγοντες και για όσους άλλους έχουν ασκήσει ένδικα μέσα ή βοηθήματα μέχρι 10-6-2015 που είναι ο χρόνος δημοσίευσης των αποφάσεων 22872015 και 2288/2015.
2. Εκτιμάται πως η αναμενόμενη, εντός των προσεχών ημερών,απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, που είναι το καθ΄ύλην αρμόδιο Ανώτατο Δικαστήριο, για τους Δημοσίους υπαλλήλους, θα είναι παρόμοια με αυτή της Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, δηλαδή ότι αναδρομικά δικαιούνται ΜΟΝΟ όσοι είχαν ασκήσει αγωγές
3. Τα αναδρομικά θα καλύπτουν την περίοδο από 1-8-2012, χρονική περίοδος που ξεκίνησαν οι μειώσεις, μέχρι 12 - 5 - 2016, δηλαδή 46 μήνες
4. Δυστυχώς η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, ξέχασε(;), μια περίοδο 31 μηνών!!
Διαβάστε τις επίμαχες παραγράφους 3, 15 και 20
3. Επειδή, η υπό κρίση
αγωγή εισήχθη στο Συμβούλιο της Επικρατείας κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 1
του ν. 3900/2010 (Α΄ 213), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 40 παρ. 1 του ν.
4055/2012 (Α΄ 51), στο οποίο ορίζονται τα εξής: «Οποιοδήποτε ένδικο βοήθημα ή
μέσο ενώπιον οποιουδήποτε τακτικού διοικητικού δικαστηρίου μπορεί να εισαχθεί
στο Συμβούλιο της Επικρατείας με πράξη τριμελούς Επιτροπής, αποτελούμενης από
τον Πρόεδρό του, τον αρχαιότερο Αντιπρόεδρο και τον Πρόεδρο του αρμόδιου καθ’
ύλην Τμήματος, ύστερα από αίτημα ενός των διαδίκων ή του Γενικού Επιτρόπου των
διοικητικών δικαστηρίων, όταν με αυτό τίθεται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος
που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων. ... Μετά την επίλυση του
ζητήματος, το Συμβούλιο της Επικρατείας μπορεί να παραπέμψει το ένδικο μέσο ή
βοήθημα στο αρμόδιο τακτικό διοικητικό δικαστήριο.
Η απόφαση του Συμβουλίου της
Επικρατείας δεσμεύει τους διαδίκους της ενώπιόν του δίκης, στους οποίους
περιλαμβάνονται και οι παρεμβάντες. Στη δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της
Επικρατείας μπορεί να παρέμβει κάθε διάδικος σε εκκρεμή δίκη, στην οποία
τίθεται το ίδιο ζήτημα, και να προβάλει τους ισχυρισμούς του σχετικά με το
ζήτημα αυτό. ...». Ειδικότερα, με την 21/2019 πράξη της τριμελούς Επιτροπής του
άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010, η κρινόμενη αγωγή, η οποία είχε ασκηθεί στις
11.9.2019 ενώπιον του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών ως δικαστηρίου
αρμοδίου για την εκδίκασή της (άρθρο 1 παρ. 2 εδαφ. η΄ του ν. 1406/1983),
εισήχθη στο Συμβούλιο της Επικρατείας, κατόπιν αίτησης του Ε.Φ.Κ.Α.,
προκειμένου να κριθούν τα ακόλουθα γενικοτέρου ενδιαφέροντος ζητήματα που έχουν
συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων:
«α) Αν η θεσπισθείσα με τη διάταξη του
άρθρου 14 παρ. 2α του ν. 4387/2016 ρύθμιση της συνέχισης καταβολής των
συντάξεων, όπως είχαν διαμορφωθεί την 31.12.2014, δηλαδή με τις μειώσεις που
επήλθαν με τους ν. 4051/2012 και 4093/2012 για το χρονικό διάστημα από την
έναρξη ισχύος του νόμου 4387/2016, ήτοι από 12.5.2016 και εφεξής, είναι σύμφωνη
με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ.
β) Αν η παραπάνω διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2α του
ν. 4387/2016 έχει την έννοια ότι καταλαμβάνει ρυθμιστικά και το διάστημα από
1.1.2013 έως την 11.5.2016 και, σε καταφατική περίπτωση, εάν η ρύθμιση για το
διάστημα αυτό αντίκειται στο Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ.
γ) Αν ο χρονικός
περιορισμός της ισχύος των αποτελεσμάτων που έθεσαν οι 2287-2288/2015 αποφάσεις
της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας αφορά μόνο τη διαπίστωση της
αντίθεσης προς το Σύνταγμα των διατάξεων των νόμων 4051/2012 και 4093/2012 ή
καταλαμβάνει και τη διαπιστωθείσα αντίθεση αυτών προς το άρθρο 1 του 1ου
Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και δ) Αν με βάση τις κρίσεις της ΣτΕ 1891/2019
Ολομ. και των ΣτΕ 2287-8/2015 Ολομ. οι παραπάνω μειώσεις των συντάξεων για το
χρονικό διάστημα από 1.1.2013 έως 11.5.2016 είναι δυνατό να κριθούν σύμφωνες με
το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ εφόσον από εμπεριστατωμένη επιστημονική μελέτη,
μεταγενέστερη των αποφάσεων ΣτΕ 2287-8/2015 Ολομ., προκύπτει ή θα προκύψει ότι
οι μειώσεις των συντάξεων βάσει των ν. 4051/2012 και 4093/2012 από την έναρξη
επιβολής τους (1.1.2013) ήταν κατ’ ουσίαν σύμφωνες με το Σύνταγμα και την
ΕΣΔΑ».
15. Επειδή, οι
τελευταίες περικοπές των συντάξεων, που επήλθαν, κατ’ εφαρμογή του δεύτερου
Μνημονίου Συνεννόησης (ν. 4046/2012), με τους ανωτέρω νόμους 4051/2012 και
4093/2012, κρίθηκαν αντισυνταγματικές με τις 2287 και 2288/2015 αποφάσεις της
Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας για το λόγο ότι δεν προηγήθηκε των εν
λόγω περικοπών, οι οποίες θεσπίσθηκαν σε συνέχεια των περιγραφόμενων ανωτέρω
προηγούμενων περικοπών των συντάξεων - οι οποίες κρίθηκαν συνταγματικές - και
ενώ είχε παρέλθει διετία από τον πρώτο αιφνιδιασμό της οικονομικής κρίσης, η
ειδική μελέτη που περιγράφεται στις ως άνω αποφάσεις.
Ειδικότερα, με τις
αποφάσεις αυτές κρίθηκε ότι σε περιπτώσεις εξαιρετικά δυσμενών δημοσιονομικών
συνθηκών δεν αποκλείεται, κατά το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, η επέμβαση
του νομοθέτη για τη μείωση και των απονεμηθεισών ακόμη συντάξεων εφεξής, σε
κάθε περίπτωση, όμως, η περικοπή των συντάξεων δεν μπορεί να παραβιάζει τον
συνταγματικό πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού δικαιώματος, τη χορήγηση, δηλαδή,
στον συνταξιούχο τέτοιων παροχών που να του επιτρέπουν να διαβιώνει με
αξιοπρέπεια.
Προκειμένου, δε, να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος των
οικείων νομοθετικών μέτρων από τις ανωτέρω συνταγματικές απόψεις, κρίθηκε ότι ο
νομοθέτης, όταν λαμβάνει μέτρα συνιστάμενα σε περικοπή συνταξιοδοτικών παροχών,
οφείλει, εν όψει και της γενικότερης υποχρεώσεώς του για «προγραμματισμό και
συντονισμό της οικονομικής δραστηριότητας για την εδραίωση της κοινωνικής
ειρήνης» (άρθρο 106 παρ. 1 του Συντάγματος), να έχει προβεί σε ειδική,
εμπεριστατωμένη και επιστημονικά τεκμηριωμένη μελέτη, από την οποία να
προκύπτει αφ’ ενός μεν ότι τα συγκεκριμένα μέτρα είναι πράγματι πρόσφορα αλλά
και αναγκαία για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος βιωσιμότητας
των φορέων κοινωνικής ασφαλίσεως, εν όψει και των παραγόντων που το προκάλεσαν,
έτσι ώστε η λήψη των μέτρων αυτών να είναι σύμφωνη με τις συνταγματικές αρχές
της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη, αφ’ ετέρου δε ότι οι
επιπτώσεις από τα μέτρα αυτά στο βιοτικό επίπεδο των πληττομένων προσώπων,
συνδυαζόμενες με άλλα τυχόν ληφθέντα μέτρα (φορολογικά κ.ά.), αλλά και με το
σύνολο των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών της δεδομένης συγκυρίας, δεν έχουν,
αθροιστικά λαμβανόμενες, αποτέλεσμα τέτοιο που να οδηγεί σε ανεπίτρεπτη
παραβίαση του πυρήνα του συνταγματικού δικαιώματος σε κοινωνική ασφάλιση.
Κατόπιν τούτων, κρίθηκε με τις ανωτέρω αποφάσεις ότι οι διατάξεις των νόμων
4051/2012 και 4093/2012 που θέσπισαν τις προσβληθείσες ενώπιον του Συμβουλίου
της Επικρατείας περικοπές στις συντάξεις αντίκεινται στις διατάξεις των άρθρων
2 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 5, 22 παρ. 5, 25 παρ. 1 και 4, και 106 παρ. 1 του
Συντάγματος, καθώς και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της
Ε.Σ.Δ.Α. και ότι είναι, ως εκ τούτου, ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες.
Και τούτο
διότι, όπως έγινε δεκτό, με τις διατάξεις αυτές επιχειρήθηκε νέα, για πολλοστή
φορά, περικοπή συνταξιοδοτικών παροχών της ίδιας ομάδας θιγομένων, χωρίς να
έχει προηγηθεί εμπεριστατωμένη μελέτη, με την οποία να διαπιστώνεται και να
αναδεικνύεται τεκμηριωμένα ότι η λήψη των συγκεκριμένων μέτρων ήταν σύμφωνη με
τις σχετικές συνταγματικές δεσμεύσεις που απέρρεαν, μεταξύ άλλων, από το θεσμό
της κοινωνικής ασφαλίσεως, τις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας και
την προστασία της αξίας του ανθρώπου.
Με τις ίδιες αποφάσεις 2287 και 2288/2015
της Ολομελείας του, οι οποίες δημοσιεύθηκαν στις 10.6.2015, το Δικαστήριο
όρισε, μετά στάθμιση του δημοσίου συμφέροντος, αναφερομένου στην οξυμένη
δημοσιονομική κρίση και στην κοινώς γνωστή ταμειακή δυσχέρεια του ελληνικού
Κράτους, ότι οι συνέπειες της αντισυνταγματικότητας των επίμαχων διατάξεων θα
επέλθουν μετά την δημοσίευση των αποφάσεων αυτών και ότι η διαγνωσθείσα
αντισυνταγματικότητα θα έχει αναδρομικό χαρακτήρα μόνον για τους ενάγοντες και
όσους άλλους έχουν ασκήσει ένδικα μέσα ή βοηθήματα μέχρι το χρόνο δημοσιεύσεως
των αποφάσεων.
Κατά συνέπεια δε, όπως ρητώς ορίζεται στις αποφάσεις αυτές, δεν
μπορεί να γίνει επίκληση της αντισυνταγματικότητας των διατάξεων αυτών για τη
θεμελίωση αποζημιωτικών αξιώσεων άλλων συνταξιούχων, που αφορούν περικοπείσες,
βάσει των εν λόγω διατάξεων, συνταξιοδοτικές παροχές τους, για χρονικά
διαστήματα προγενέστερα του χρονικού σημείου δημοσιεύσεως των αποφάσεων αυτών.
20. Επειδή, οι προαναφερόμενες 2287-2288/2015 αποφάσεις της Ολομέλειας του
Δικαστηρίου, οι οποίες εκδόθηκαν σε πιλοτικές δίκες του άρθρου 1 παρ. 1 του ν.
3900/2010 επί αγωγών, αφού έκριναν, κατά τα εκτεθέντα, ότι οι διατάξεις των
νόμων 4051/2012 και 4093/2012, με τις οποίες επιβλήθηκαν οι επίμαχες περικοπές,
αντίκεινται στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 5, 22 παρ. 5, 25
παρ. 1 και 4, και 106 παρ. 1 του Συντάγματος, καθώς και στο άρθρο 1 του Πρώτου
Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, δέχθηκαν, περαιτέρω, ότι η διάταξη της παρ. 3β
του άρθρου 50 του π.δ. 18/1989, όπως η παρ. αυτή προστέθηκε με το άρθρο 22 παρ.
1 του ν. 4274/2014 (Α΄ 147), με την οποία δόθηκε η δυνατότητα στο Συμβούλιο της
Επικρατείας, υπό προϋποθέσεις τις οποίες το ίδιο σταθμίζει, να αποκλίνει, σε
εξαιρετικές περιπτώσεις, από τον κανόνα της αναδρομικής ακυρώσεως και να
καθορίσει μεταγενέστερο χρόνο επελεύσεως των συνεπειών της ακυρώσεως,
εφαρμόζεται αναλογικά επί αγωγών και άλλων διαφορών ουσίας που άγονται προς
εκδίκαση στο Συμβούλιο της Επικρατείας μέσω του δικονομικού θεσμού της πρότυπης
δίκης.
Κατ’ εφαρμογή της διατάξεως αυτής το Δικαστήριο όρισε, στη συνέχεια, ότι
οι «συνέπειες της αντισυνταγματικότητας των επιμάχων διατάξεων» θα επέλθουν
μετά τη δημοσίευση των πιο πάνω αποφάσεων, η οποία έλαβε χώρα στις 10.6.2015.
Στην κρίση αυτή κατέληξε το Δικαστήριο, ύστερα από στάθμιση του δημοσίου
συμφέροντος, αναφερόμενου στην οξυμένη δημοσιονομική κρίση και στην κοινώς
γνωστή ταμειακή δυσχέρεια του ελληνικού κράτους, αφού έλαβε υπόψη του ότι «η,
κατά τα ανωτέρω, διάγνωση της αντισυνταγματικότητας των πιο πάνω διατάξεων» θα
συνεπαγόταν την υποχρέωση της Διοίκησης να συμμορφωθεί με αναδρομική καταβολή
των συνταξιοδοτικών παροχών που περιεκόπησαν, βάσει των αντισυνταγματικών αυτών
διατάξεων, όχι μόνον στους ενάγοντες αλλά και σε ιδιαιτέρως ευρύ κύκλο
προσώπων, που αφορούσαν οι πρότυπες δίκες.
Με τις ίδιες αποφάσεις έγινε ακόμη
δεκτό ότι «Οίκοθεν νοείται ότι για τους ενάγοντες και όσους άλλους έχουν
ασκήσει ένδικα μέσα ή βοηθήματα μέχρι το χρόνο δημοσίευσης των αποφάσεων αυτών,
η διαγνωσθείσα αντισυνταγματικότητα θα έχει αναδρομικό χαρακτήρα».
Κατά
συνέπεια, όπως ρητώς ορίζεται στις εν λόγω αποφάσεις, δεν μπορεί να γίνει
επίκληση της αντισυνταγματικότητας των διατάξεων αυτών για τη θεμελίωση
αποζημιωτικών αξιώσεων άλλων συνταξιούχων, που αφορούν περικοπείσες, βάσει των
εν λόγω διατάξεων, συνταξιοδοτικές παροχές τους, για χρονικά διαστήματα
προγενέστερα του χρονικού σημείου δημοσίευσης των αποφάσεων αυτών (10.6.2015).
Περαιτέρω, κρίθηκε ότι η πιο πάνω άποψη δεν προσκρούει ούτε στο άρθρο 20 παρ. 1
του Συντάγματος περί της αξιώσεως δικαστικής προστασίας αλλ’ ούτε και στο άρθρο
6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής,
διότι αφ’ ενός μεν η αναδρομικότητα των συνεπειών των αποφάσεων του Συμβουλίου
της Επικρατείας δεν είναι αυτονόητη και αποκλειστική κάθε άλλης ρύθμισης, αφ’
ετέρου δε με τον ως άνω τιθέμενο περιορισμό δεν διαταράσσεται η δίκαιη
ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος και της προστασίας των
δικαιωμάτων των διοικουμένων, εφόσον αυτοί δεν αποστερούνται των δικαιωμάτων
τους, τα οποία απλώς περιορίζονται, για τους προαναφερόμενους λόγους
επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος (ΣτΕ 2287/2015 Ολομ. σκ. 26, 2288/2015 Ολομ.
σκ. 25).
Οι ανωτέρω αποφάσεις 2287-2288/2015 της Ολομέλειας του Δικαστηρίου, οι
οποίες αναφέρονται ρητώς, κατά τα ανωτέρω, στον περιορισμό των συνεπειών της
διαγνωσθείσης αντισυνταγματικότητας των επίμαχων περικοπών έκριναν, μολονότι
δεν διατυπώνεται σε αυτές όμοια ρητή κρίση, εμμέσως πλην σαφώς και ότι οι
συνέπειες της διαγνωσθείσας με τις ίδιες αποφάσεις αντιθέσεως των εν λόγω
περικοπών στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ περιορίζονται
στο χρόνο μετά τη δημοσίευση των αποφάσεων αυτών, δεδομένου, άλλωστε, ότι το
τελευταίο αυτό άρθρο δεν παρέχει μείζονα προστασία του κοινωνικοασφαλιστικού
δικαιώματος σε σχέση με τις πιο πάνω συνταγματικές διατάξεις. Αντίθετη
ερμηνευτική εκδοχή κατ’ ουσίαν θα αναιρούσε τον, σύμφωνα με τις πιο πάνω
αποφάσεις της Ολομελείας, επιβληθέντα για λόγους δημοσίου συμφέροντος
περιορισμό των συνεπειών της διαγνωσθείσας αντισυνταγματικότητας των επίμαχων
διατάξεων των νόμων 4051/2012 και 4093/2012.
Πράγματι, ο σκοπός για τον οποίο
το Δικαστήριο επέβαλε, κατά τα ανωτέρω, τον περιορισμό αυτό, ύστερα από
στάθμιση του δημοσίου συμφέροντος, δεν επιτυγχάνεται χωρίς ταυτόχρονο
περιορισμό και των συνεπειών της διαπιστωθείσας παράλληλα αντίθεσης των
διατάξεων αυτών προς το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.
Άλλωστε, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων παγίως αναγνωρίζει
τη δυνατότητα που έχουν τα εθνικά δικαστήρια να περιορίζουν το αναδρομικό
αποτέλεσμα των αποφάσεών τους με βάση επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος,
ιδίως σε υποθέσεις με τις οποίες άγονται ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων
ζητήματα συνταγματικότητας διατάξεων του εθνικού δικαίου [βλ. ΕΔΔΑ απόφαση επί
του παραδεκτού (déc.) της 12.2.2019, Κ. Φραντζεσκάκη κατά Ελλάδας, σκ. 38-44,
πρβλ. απόφαση επί του παραδεκτού (déc.) της 18.10.1995, ΕΕΔΑ J.R. κατά
Γερμανίας, απόφαση επί του παραδεκτού (déc.) της 26.6.1996, ΕΕΔΑ Mika κατά
Αυστρίας, πρβλ. ΕΔΔΑ, απόφαση της 13.6.1979, Marckx κατά Βελγίου, σκ. 58• απόφαση
της 26.5.2011, Legrand κατά Γαλλίας, σκ. 35, 38• πρβλ. σχετικώς και ΔΕE απόφαση
της 8.4.1976, C-43/75, Defrenne κατά Sabena, σκέψεις 69-75, απόφαση της
2.2.1988, C-24/86, Vincent Blaizot σκ. 28-35, απόφαση της 17.5.1990, C-262/88,
Barber, σκέψεις 40-45• πρβλ. ακόμη Conseil d' État, n. 291545, 16.7.2007
Société Tropic, Conseil Constitutionnel, 20.6.2014 2014-404 QPC σκ. 13 και
14.6.2013 2013-323 QPC σκ. 10-12]. Ενόψει δε του ανωτέρω περιορισμού της ισχύος
των αποτελεσμάτων που έθεσαν οι 2287-2288/2015 αποφάσεις της Ολομελείας του
Δικαστηρίου, τη διαγνωσθείσα αντισυνταγματικότητα των επίμαχων διατάξεων των
νόμων 4051/2012 και 4093/2012 και την διαπιστωθείσα αντίθεση αυτών προς το
άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου, για χρονικά διαστήματα προγενέστερα του
χρόνου δημοσιεύσεως των αποφάσεων αυτών μπορούν να επικαλεσθούν μόνον όσοι
έχουν ασκήσει ένδικα βοηθήματα μέχρι τη δημοσίευση των εν λόγω αποφάσεων
(10.6.2015).
22. Επειδή, μετά την επίλυση των ζητημάτων για τα οποία εισήχθη στο
Συμβούλιο της Επικρατείας, η κρινόμενη αγωγή πρέπει, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1
του ν. 3900/2010, να παραπεμφθεί προς εκδίκαση, ως προς το παραδεκτό και το
βάσιμο αυτής, στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών ως προς όλους τους ενάγοντες,
πλην των με αριθμό δικογράφου 15 και 33, ως προς τους οποίους πρέπει να απορριφθεί
(σκέψη 6) και, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων, να μην επιβληθεί δικαστική
δαπάνη.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Απορρίπτει την αγωγή ως προς τους ενάγοντες με αριθμό δικογράφου 15 και 33.
Επιλύει τα εισαχθέντα στο Συμβούλιο της Επικρατείας ζητήματα, σύμφωνα με το
σκεπτικό.
Παραπέμπει, κατά τα λοιπά, την αγωγή προς εκδίκαση στο Διοικητικό
Πρωτοδικείο Αθηνών, σύμφωνα με το σκεπτικό.
Δέχεται εν μέρει τις υποβληθείσες παρεμβάσεις, κατά τα εκτιθέμενα στο
αιτιολογικό.
Απαλλάσσει τους διαδίκους από τη δικαστική δαπάνη.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 10 Μαρτίου 2020
Ο Πρόεδρος Η Γραμματέας
Αθ. Ράντος Ελ. Γκίκα
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 14ης Ιουλίου 2020.
Η Πρόεδρος Η Γραμματέας
Ε. Σάρπ Ελ. Γκίκα