Αποκλειστικό! Στα σκαριά νέα στρατηγική συμφωνία με τις ΗΠΑ
■ Η προηγούμενη υπεγράφη πριν από 29 χρόνια
Κρίσιμη η διασφάλιση της εθνικής ασφάλειας, βολική η συγκυρία
■ Αρχισαν οι συνομιλίες για αναθεώρηση της Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας
■ Η προηγούμενη υπεγράφη πριν από 29 χρόνια
Κρίσιμη η διασφάλιση της εθνικής ασφάλειας, βολική η συγκυρία
■ Αρχισαν οι συνομιλίες για αναθεώρηση της Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας
Από τον
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ ΤΑΡΚΑ*
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ ΤΑΡΚΑ*
Διερευνητικές συνομιλίες για την αναθεώρηση της Συμφωνίας Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας (MDCA) πραγματοποίησαν λίγο πριν από τις βουλευτικές εκλογές της 7ης Ιουλίου η Ελλάδα και οι Ηνωμένες Πολιτείες, με στόχο το νέο -προς υπογραφή- κείμενο να αντανακλά τη σύγχρονη πραγματικότητα και τις στρατηγικές προκλήσεις στην ανατολική Μεσόγειο και την ευρύτερη περιοχή.
Η ισχύουσα MDCA υπεγράφη πριν από ακριβώς 29 χρόνια, στις 8 Ιουλίου 1990, από τον τότε υπουργό Εξωτερικών Αντ. Σαμαρά και τον τότε υπουργό Αμυνας των ΗΠΑ Ντ. Τσένι, και ετέθη σε ισχύ τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς.
Είχε διάρκεια οκτώ ετών και από το 1998 έως σήμερα οι δύο πλευρές ακολουθούν την πρακτική της ανταλλαγής απλών ρηματικών διακοινώσεων για την -κάθε φορά- ετήσια μόνον ανανέωσή της, ώστε η εκάστοτε κυβέρνηση να αποφεύγει το πολιτικό κόστος και το ρίσκο της κύρωσης στη Βουλή των Ελλήνων.
Ωστόσο η καινούργια πολιτική πραγματικότητα, με την κατάρρευση των μύθων της Αριστεράς κατά της συνεργασίας με το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ, όπως και οι ποικίλες απειλές στα σύνορα της Ελλάδας και πέραν αυτών, μεταβάλλουν τα δεδομένα.
Η απελθούσα κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είχε δεχτεί η αναθεωρημένη MDCA να έχει πολυετή διάρκεια και να κατατεθεί προς κύρωση στη Βουλή. Στην ίδια κατεύθυνση θα κινηθεί η νεοεκλεγείσα κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και η ελληνοαμερικανική συνεργασία θα ενταθεί.
Χαρακτηριστικό πρώτο παράδειγμα αποτελούν οι σε χρόνο-ρεκόρ σημερινές συναντήσεις του υπουργού Εξωτερικών Ν. Δένδια με τον ομόλογό του Μ. Πομπέο και τον σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας Τζ. Μπόλτον.
Το δε κείμενο της MDCA δεν θα αναφέρεται μόνον σε τεχνικά ζητήματα, όπως η βάση της Σούδας, αλλά και σε πιο περίπλοκα, όπως η υποστήριξη μεταφοράς δυνάμεων και η εκπαίδευση στρατιωτικού προσωπικού.
Ταυτόχρονα, ενδιαφέρουσα είναι η στροφή της Ουάσινγκτον, που επίσης προτιμούσε τις ετήσιες ανανεώσεις, είτε επειδή δεν ήθελε να ριψοκινδυνεύσει μια πολιτική κρίση είτε επειδή δεν είχε καταλήξει στις στρατηγικές επιλογές της για την αναβάθμιση του ρόλου της Ελλάδας.
Πέρυσι τον Απρίλιο η αμερικανική αντιπροσωπία στη σύνοδο της Συμβουλευτικής Επιτροπής Υψηλού Επιπέδου (HLCC) είχε προφασιστεί πως δεν υπήρχε επαρκής χρόνος για τη νομική επεξεργασία και την υπογραφή επικαιροποιημένης συμφωνίας έως τα τέλη του 2018.
Ακολούθησε η -διά της καθυστερήσεως- απόρριψη του αιτήματος που υπέβαλε τον Δεκέμβριο ο τότε αρχηγός ΓΕΕΘΑ, ναύαρχος Ευ. Αποστολάκης για τη σύγκληση νέας συνόδου της HLCC, που θα συζητούσε και τη νέα συμφωνία, στο πρώτο τρίμηνο του 2019.
Ως επικρατέστερα αίτια για την αλλαγή στάσης της Ουάσινγκτον εκτιμώνται, αφενός, η πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα, με τη συναίνεση Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ για την MDCA και, αφετέρου, η ραγδαία επιδείνωση των σχέσεων ΗΠΑ - Τουρκίας.
Ωστόσο, μετά την ολοκλήρωση των προκαταρκτικών διερευνητικών συνομιλιών, θα πρέπει να διευκρινιστούν τουλάχιστον τρία θέματα:
Πρώτον, αν οι ουσιαστικές διαπραγματεύσεις θα πραγματοποιηθούν μέσω των πρεσβειών στις αντίστοιχες πρωτεύουσες ή με συγκρότηση ειδικής επιτροπής, όπως το 1982-1983 για τις αμερικανικές βάσεις (επικεφαλής, ο υφυπουργός Εξωτερικών Ι. Καψής και ο πρέσβης Ρ. Μπαρτόλομιου) και το 1987-1990 για την MDCA (πρέσβεις Χρ. Ζαχαράκις και Α. Φλάνιγκαν).
Συγγενές είναι το ζήτημα της σύνθεσης της ελληνικής αντιπροσωπίας με εκπροσώπους, πέραν του υπουργείου Εξωτερικών, και του υπουργείου Εθνικής Αμυνας υπό τον Ν. Παναγιωτόπουλο και του ΓΕΕΘΑ.
Δεύτερον, αν η ελληνική πλευρά θα επιδιώξει να εντάξει στη συμφωνία συγκεκριμένες διατάξεις ή, εναλλακτικά, να λάβει συνοδευτικές επιστολές για την εγγύηση της ασφάλειας της χώρας έναντι επίθεσης (από την Τουρκία, χωρίς να κατονομάζεται). Αυτό είχε επιτευχθεί το 1976, με την επιστολή του Χ. Κίσιντζερ προς τον υπουργό Εξωτερικών Δ. Μπίτσιο, και το 1992, με εγγυήσεις για την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας μέσω επιστολής του προέδρου Τζ. Μπους προς τον ομόλογό του Κων. Καραμανλή.
Τρίτον, αν η Αθήνα θα επιδιώξει να λάβει χρηματοδοτική ενίσχυση ή πλεονάζον στρατιωτικό υλικό. Η MDCA του 1990 προέβλεπε πλήθος τέτοιων ανταλλαγμάτων (και, παράλληλα, οι ΗΠΑ είχαν ευνοήσει μεγάλες παραδόσεις στην Ελλάδα από τις συμφωνίες αφοπλισμού CFE στην κεντρική Ευρώπη), αλλά σήμερα υφίστανται περιορισμοί στην αμερικανική νομοθεσία, αφού η χώρα είναι αναπτυγμένη και μέλος της ευρωζώνης. Πρόσφατα, η Ουάσινγκτον άφησε να εννοηθεί ότι ίσως υπάρξουν κάποιες ευκαιρίες μέσω των προγραμμάτων FMS.
Πάντως, εκτός του καθεαυτό κειμένου της MDCA, ιδιαίτερη σημασία θα έχουν οι διαβουλεύσεις για άλλα θέματα, όπως έχει υπαινιχθεί πολλές φορές η Ουάσινγκτον για τις συνέπειες των οικονομικών σχέσεων της Αθήνας με τη Μόσχα και το Πεκίνο.
*Εκδότης του περιοδικού
«Αμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος
ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη
«Αμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος
ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη