Στο άρθρο αυτό θα αναφερθώ σε τρεις ιστορικές ευκαιρίες να αλλάξει η χώρα, οι οποίες χάθηκαν. Λέγοντας ‘Μεταπολίτευση’ εννοώ ολόκληρο το διάστημα από το 1974 μέχρι σήμερα. Ακόμη να διευκρινίσω ότι δεν περιλαμβάνω ελάσσονες χαμένες ευκαιρίες τις οποίες όλοι αναγνωρίζουν, π.χ. τη ματαίωση της επίλυσης του ασφαλιστικού ή του ανοίγματος σε ιδιωτικά πανεπιστήμια κ.ά. Τέτοιες επί μέρους αποτυχίες υπάρχουν αναρίθμητες.
Θα περιοριστώ σε ευκαιρίες στρατηγικού χαρακτήρα, δηλαδή δυνατότητες να αλλάξει ο διάχυτος τρόπος σκέψης και πράξης της χώρας, μεταβολές τις οποίες οι ηγεσίες μας υπήρξαν πολύ ‘μικρές’ για να εφαρμόσουν. Εννοείται ότι όσα γράφω αποτελούν υποκειμενική αποτίμηση. Άλλος θα εντόπιζε χαμένες ευκαιρίες που γι’ αυτόν θα ήταν σημαντικότερες.
Α) Η πρώτη χρονολογικά ευκαιρία παρουσιάστηκε το 1980, με την είσοδο της χώρας στην τότε ΕΟΚ. Η συγκυρία έφερε την ανάληψη της εξουσίας μόλις ένα χρόνο μετά από το κόμμα το οποίο ανήγαγε τον λαϊκισμό σε επιστήμη.
Γιατί συσχετίζω τα δύο γεγονότα; Ως γνωστόν η Ελλάδα είχε ανέκαθεν πολύ καλούς θεσμούς αλλά φτωχή θεσμική συνείδηση. Ένα από τα θεμελιώδη (και μοιραία, όπως αποδείχθηκε) προβλήματά μας υπήρξε η ελλιπής εσωτερίκευση των θεσμών. Η καθολική ψηφοφορία (θεσπισμένη αρκετά νωρίτερα σε σύγκριση με πολλά δυτικοευρωπαϊκά κράτη), το Σύνταγμα, η ανεξαρτησία των δικαστών, το Συμβούλιο της Επικρατείας, είναι μερικοί από τους θεσμούς αυτούς, τους οποίους οι πολιτικοί μας κάνουν ό,τι μπορούν για να τους υπονομεύσουν. Πρόκειται για σημαντικούς κρίκους οι οποίοι συνδέουν τη χώρα μας με το Ευρωπαϊκό σύστημα πολιτικής και δικαίου˙ αν σε αυτά προστεθούν και οι καίριες πολιτικές επιλογές να συνταχθούμε με τις υγιείς δυνάμεις κατά τους δύο Παγκοσμίους Πολέμους, διαμορφώνεται με σαφήνεια η διαχρονική φιλοευρωπαϊκή και συνταγματική φιλοσοφία της πολιτικής ελίτ.
Έτσι, η ανέλπιστη (και ‘χατιρική’, από πολλές πλευρές) είσοδος στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα διέθετε την δύναμη να ολοκληρώσει τον εν λόγω προσανατολισμό, εμπεδώνοντας και ψυχολογικά τους θεσμούς. Με άλλα λόγια, η εναρμόνιση της νομοθεσίας και η συμμετοχή στα ευρωπαϊκά όργανα αποτελούσαν άριστη ευκαιρία να ξεφύγει η χώρα από τον πολιτικάντικο λαϊκισμό και από την βαλκανική μιζέρια. (Επρόκειτο για εποχές, ας θυμηθούμε, που δεν είχε εμφανισθεί ο λαϊκισμός στην Ευρώπη όπως σήμερα). Και έγινε ακριβώς το αντίθετο. Η Ελλάδα βυθίστηκε σε μια ανεπίτρεπτη πολιτική παλινδρόμηση,διασπάθισε το ευρωπαϊκό χρήμα, και μόλυνε ευρύτατα τις συνειδήσεις με τη νοοτροπία της ήσσονος προσπάθειας, της ασυδοσίας των δικαιωμάτων, του τερατώδους συνδικαλισμού.
Για να αντιληφθούμε ότι χάθηκε μια ιστορικού μεγέθους ευκαιρία θα πρέπει να θυμηθούμε (και οι νεότεροι να μάθουν) πως η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας του 1977-81 διέθετε έναν κεντροδεξιό και ευρωπαϊκό προσανατολισμό. Αν και το κόμμα αυτό είχε κληρονομήσει και τα φαυλοκρατικά στοιχεία της δεξιάς του παρελθόντος, η προετοιμασία για την είσοδο στην ΕΟΚ ανέδειξε τα πιο φιλοευρωπαϊκά και εκσυγχρονιστικά του στελέχη (εκτός του ότι επιστράτευσε και μη κομματικούς). Να θυμίσω μόνο ότι ο τότε υπουργός Υγείας Σπύρος Δοξιάδης είχε αρχίσει εκστρατεία περιορισμού του καπνίσματος, κάτι που υλοποιήθηκε τελικά 30 χρόνια αργότερα!1
Έτσι λοιπόν, κατά την εκτίμησή μου, αμέσως μόλις άνοιξε ένας δρόμος ιστορικής σημασίας υπονομεύθηκε από μέσα με αυτοκαταστροφικές πρακτικές, οι οποίες είχαν εξωραϊσθεί με τη ρητορική της εθνικής υπερηφάνειας και της λαϊκής κυριαρχίας, για μερικούς δε και με την επίκληση της ελληνικής ιδιαιτερότητας…
Β) Η δεύτερη ιστορική στιγμή παρουσιάσθηκε αρκετά αργότερα, το 2004, με την ευκαιρία των Ολυμπιακών Αγώνων. Και άλλοι έχουν τονίσει την δυναμική την οποία τότε απέκτησε η χώρα και στην οποία δεν δόθηκε συνέχεια.
Κατ’ εμέ η έμφαση της ατμόσφαιρας των Ολυμπιακών Αγώνων δεν βρίσκεται, όπως συνήθως γράφεται, στην ανάκτηση της αυτοπεποίθησης ή στον κοσμοπολιτισμό ή στην διεθνή προβολή της χώρας. Προσωπικά θα έδινα προτεραιότητα στην καλλιέργεια του εθελοντισμού. Πρόκειται για έναν τομέα στον οποίο ως λαός είχαμε υστερήσει ανεπίτρεπτα.
Ο εθελοντισμός σχηματίζεται από δύο σημαντικούς άξονες, την αλληλεγγύη και την συνεργασία. Στην πρώτη έχουμε ανέκαθεν γενικά καλές επιδόσεις, αλλά σε βάση παρορμητική και ασυντόνιστη. Στη δεύτερη επικρατεί άθλια κατάσταση˙ η χώρα μας αποτελεί παράδειγμα προς αποφυγή.
Δεν θα εκλείψει ποτέ η αλληλεγγύη από τους Έλληνες, το είδαμε και στην κρίση και στο προσφυγικό. Όσο και αν μας παρηγορεί, παρ’ όλα αυτά, απέχουμε ακόμη από το να δημιουργήσουμε δομές αλληλεγγύης οι οποίες να είναι οργανωμένες, μακροπρόθεσμες, και χωρίς διακρίσεις. Σε ό,τι αφορά, όμως, στη συνεργασία, υφίσταται χρόνιο ενδημικό πρόβλημα: ο ατομικισμός, η ασυνεννοησία, η διχόνοια, η ζηλοφθονία, η φιλοπρωτεία, κατατρώγουν κάθε καλή προσπάθεια και σπαταλούν τις άφθονες δυνάμεις που διαθέτει ο λαός μας.
Μια πολιτική ηγεσία η οποία έχει όραμα θα άρπαζε την ευκαιρία που της πρόσφερε ο ούριος άνεμος του ολυμπιακού εθελοντισμού (ο οποίος κυρίως διεκπεραιώθηκε από τη νέα γενιά, κάτι ακόμη πιο ελπιδοφόρο) προκειμένου να εμφυσήσει ένα νέο πνεύμα μέσω της παιδείας αλλά και κοινωνικών πρωτοβουλιών. Τέτοιες ευκαιρίες δεν παρουσιάζονται συχνά, όταν μάλιστα συνοδεύονται από ένα γενικότερο κλίμα ευφορίας. Αν είχε αξιοποιηθεί αυτή η ‘προίκα’, θα συμπορευόταν και η κτηθείσα αυτοπεποίθηση. Αλλά όταν η αυτοπεποίθηση δεν συνοδεύεται από κουλτούρα συνεργασίας, αποβαίνει κούφια καύχηση, ‘αέρας’, επικίνδυνη αυθάδεια.
Γ) Η τρίτη χαμένη ευκαιρία άρχισε το 2010, όταν η ελληνική πολιτική τάξη βρέθηκε αντιμέτωπη με την ανάγκη μέτρων για την οικονομία. Γράφω ‘άρχισε’ επειδή υπήρξε ευκαιρία διαρκείας. Κανείς από τους πρωθυπουργούς της κρίσης δεν την άρπαξε για να αλλάξει τη χώρα.
Και εννοώ εδώ αυτό που πολλοί συμπολίτες ήλπιζαν, την διακομματική ή υπερκομματική κυβέρνηση. Η συγκεκριμένη κατάσταση της οικονομίας ήταν φανερό ότι ξεπερνούσε τις δυνατότητες οποιασδήποτε κυβέρνησης. Μόνο με συναινετικά μέτρα μπορούσε να αλλάξει η χώρα. Διότι, όπως έχει γίνει σαφές και στον πλέον αδαή, το ζητούμενο δεν ήταν η θεραπεία της οικονομίας, αλλά η αλλαγή της χώρας ολόκληρης.
Σε αντίθεση με τους απαισιόδοξους φρονώ πως οι νοοτροπίες του λαού μας αλλάζουν, όταν όμως συνοδεύονται από ξεκάθαρες και αποφασισμένες ηγεσίες. Αλλά στην πολιτική μας κουλτούρα είναι άγνωστη η συναίνεση.
Επιπλέον τα κόμματά μας είχαν ‘άνομο συμφέρον’ να μην σχηματίζουν κυβέρνηση συνεργασίας. Αν, με την βοήθεια ειδικών και εξωκομματικών, διορθωνόταν η δημόσια διοίκηση, βελτιωνόταν η αξιοκρατία στην δικαιοσύνη, εξυγιαινόταν η πανεπιστημιακή κοινότητα από τις αθλιότητές της κ.ο.κ., πώς θα μπορούσε να ‘κάνει παιγνίδι’ το όποιο κόμμα θα επανερχόταν στην εξουσία μετά την θητεία της κυβέρνησης συνεργασίας; Μια ‘θεραπεία’ της χώρας θα απογύμνωνε τα κόμματα από τα ‘πατήματα’ τα οποία διέθεταν για να κάνουν πράξη το πελατειακό κράτος.
Ουσιαστικά τα κόμματα που κυβέρνησαν κατά την διάρκεια της κρίσης ήθελαν όσο γίνεται πιο μακριά την αντιπολίτευση, αφού είχαν ήδη να αντιμετωπίσουν τους ενοχλητικούς δανειστές. Η εντύπωση την οποία εγώ αποκόμισα ήταν ότι από την αρχή της κρίσης προσέβλεπαν σε ένα ‘μακροβούτι’: προσδοκούσαν μια γρήγορη έξοδο από τα μέτρα λιτότητας για να συνεχίσουν αυτό που ήξεραν πάντα να κάνουν. Δεν ήθελαν μια καλύτερη χώρα επειδή κατόπιν θα αναγκάζονταν να αλλάξουν και τα ίδια, ώστε να μην τη χρησιμοποιούν ως λάφυρο. Και η έξοδος από τα μέτρα δεν ερχόταν ακριβώς επειδή σκέφτονταν έτσι!
*
Οι ιστορικές ευκαιρίες δεν επανέρχονται συχνά. Και όταν χάνονται ‘τιμωρούν’. Ένα αυτοκαταστροφικό κράτος δεν μπορεί να ελπίζει ότι θα του χαρίζονται συνεχώς ευκαιρίες τις οποίες το ίδιο δεν δημιουργεί. Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος είχε πει ότι «κανείς δεν μπορεί να βλάψει εκείνον ο οποίος δεν βλάπτει ο ίδιος τον εαυτό του».
Παρ’ όλα αυτά οι καιροί είναι ρευστοί. Τίποτε δεν μπορούμε να προβλέψουμε. Ο λαός μας διαθέτει εξαιρετικές ιδιότητες τις οποίες ξεδιπλώνει όταν βρεθεί εκτός Ελλάδος. Προσδοκούμε και εργαζόμαστε για αλλαγή νοοτροπίας ώστε όταν προκύψουν άλλες ευκαιρίες να τις αρπάξουμε. Ή και να αλλάξουμε χωρίς ευκαιρίες πλέον. Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία.
1 Το ΠΑΣΟΚ ακύρωσε κάθε αντικαπνιστικό βήμα επειδή ήθελε να στηρίξει τα συνεταιριστικά καπνά… Να προσθέσω εδώ την ανάμνησή μου όταν φοιτητής το 1979 επισκέφθηκα την Φινλανδία. Στον σταθμό του τραίνου τα εισιτήρια εκδίδονταν σε υπολογιστές, με ρώτησαν δε αν προτιμώ θέση καπνιζόντων ή μη! Στην Ελλάδα οι δεκαετίες του 80 και του 90 πέρασαν μέσα στους ασφυκτικούς καπνούς των δημόσιων χώρων, ακόμη και των νοσοκομείων…