ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΛΙΣΤΑΣ ΣΕΛΙΔΩΝ

Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2024

Στρατηγός Γεώργιος Στανωτάς: - "Ένας Πιστός και Φιλότιμος Έλληνας Στρατιώτης" - Πολέμησε σε ΕΠΤΑ πολέμους - 14 Διακρίσεις


 

Βιογραφία

Πατέρας του ήταν ο Ιωάννης Στανωτάς και μητέρα του η Σταματίνα Στανωτά. Ο Γεώργιος Στανωτάς, που είχε τρία αδέλφια τον Στανωτά Στανωτά, τον Νικόλαο Στανωτά και τον Σπυρίδωνα Στανωτά καθώς και μια αδελφή την Σταματούλα Στανωτά-Αλειφεροπούλου, διακρίθηκε από μικρός για της μαθητικές του επιδόσεις και σύντομα εγκαταστάθηκε στην Αθήνα όπου φοίτησε στη Βαρβάκειο Σχολή από την οποία και αποφοίτησε.

Στρατιωτική σταδιοδρομία

Στις 6 Δεκεμβρίου 1909 ο Στανωτάς κατατάχθηκε στις τάξεις του Ελληνικού στρατού ως απλός ιππέας στο 2ο Σύνταγμα Ιππικού, εμπνεόμενος από τον ηρωικό θάνατο του Παύλου Μελά και τον αγώνα για την απελευθέρωση της Μακεδονίας. Την 1η Μαΐου του 1910 προήχθη σε Δεκανέα και την 1η Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου σε Λοχία, ενώ την 1η Δεκεμβρίου του 1911 προήχθη στο βαθμό του Επιλοχία. Πήρε μέρος στον 1ο Βαλκανικό πόλεμο και συμμετείχε σε όλες σχεδόν τις μάχες, Ελασσόνα, Σαραντάπορο, Γιαννιτσά, Οστροβο, Κορυτσά, Ιωάννινα, για την απελευθέρωση της Μακεδονίας και της Ηπείρου.

Βαλκανικοί & Α' Παγκόσμιος Πόλεμος

Στις 28 Ιουνίου του 1913 προήχθη στο βαθμό του Ανθυπασπιστή, ύστερα από την εισαγωγή του στη Στρατιωτική Σχολή Υπαξιωματικών το 1913 και πήρε μέρος στο Β' Βαλκανικό πόλεμο εναντίον των Βουλγάρων στις μάχες του Κιλκίς-Λαχανά, Μπέλες και Κρέσνας-Τζουμαγιάς. Στις 28 Φεβρουαρίου 1914 κλήθηκε να φοιτήσει στην Σχολή Υπαξιωματικών, ενώ στις 25 Μαρτίου του ίδιου χρόνου προήχθη σε Ανθυπίλαρχο και μετατέθηκε στην Ημιλαρχία του Γενικού Στρατηγείου της Μεραρχίας Αρχιπελάγους. Προήχθη σε Υπίλαρχο στις 4 Ιουνίου 1916 και συμμετείχε στις επιχειρήσεις του Ελληνικού Στρατού στο Μακεδονικό Μέτωπο. Όταν υπηρετούσε στο 3ο Σύνταγμα Ιππικού στην Αθήνα τέθηκε σε αυτεπάγγελτη διαθεσιμότητα από τις 5 Σεπτεμβρίου μέχρι τις 7 Δεκεμβρίου 1917 που επανήλθε στις τάξεις του Στρατού. Λίγες μέρες αργότερα, στις 13 Δεκεμβρίου, προήχθη σε Ίλαρχο και τοποθετήθηκε στο 1ο Σύνταγμα Ιππικού στην Αθήνα.

Μικρασιατική εκστρατεία

Στις 29 Αυγούστου 1918, ο Στανωτάς μετατέθηκε στην Πεζοπόρο Επιλαρχία της Ταξιαρχίας Ιππικού στη Θεσσαλονίκη και στις 8 Ιανουαρίου 1919 μετακινήθηκε στην νεοσυγκροτηθείσα Μεραρχία Αρχιπελάγους στην περιοχή της Θράκης, ως Διοικητής Ημιλαρχίας, με αποστολή την ανασυγκρότηση και επιχειρησιακή προετοιμασία της. Ως Ίλαρχος συμμετείχε στη Μικρασιατική εκστρατεία και στις 10 Ιουλίου 1919, στην Πέργαμο της Μικράς Ασίας, του απονεμήθηκε ο Πολεμικός Σταυρός Γ’ Τάξεως, από τον Διοικητή της Μεραρχίας Αρχιπελάγους Χρήστο Τσερούλη. Στις 2 Αυγούστου του 1919, στην Πέργαμο, μετά από πρόταση του 5ου Συντάγματος Αρχιπελάγους, έλαβε εύφημο μνεία και στις 31 Ιανουαρίου 1920 μετατέθηκε στο 3ο Σύνταγμα Ιππικού, στην Πέργαμο, όπου ανέλαβε την διοίκηση της 4ης Ίλης. Πολέμησε στην αιματηρή μάχη του Παζάρκιοι στην οποία διακρίθηκε, συμμετείχε σε όλες τις εκεί επιχειρήσεις και τιμήθηκε με τον Πολεμικό Σταυρό Β’ Τάξεως, ενώ προτάθηκε για προαγωγή επ' ανδραγαθία.

Στις 8 Μαΐου 1921 ο Στανωτάς προτάθηκε, από τον Ταξίαρχο Π. Νικολαΐδη, για το Χρυσό Αριστείο Ανδρείας και τον Ιούνιο του 1921, ενώ ήταν ακόμη Ίλαρχος, ανέλαβε καθήκοντα Διοικητού της Ι Επιλαρχίας, αναγνώριση της αξίας και γενναιότητας του. Στις 16 Νοεµβρίου 1921 η Στρατιά της Μικράς Ασίας εξέδωσε, µε αριθμό 247/93, διαταγή, µε την οποία η Ταξιαρχία Ιππικού μετατρέπονταν σε Μεραρχία µε τίτλο «Μεραρχία Ιππικού". Η Διοίκηση της Μεραρχίας ανατέθηκε στον Υποστράτηγο Ανδρέα Καλίνσκη, μέχρι εκείνη τη στιγμή ∆ιοικητή της IX Μεραρχίας. Επιτελάρχης ορίστηκε ο Αντισυνταγµατάρχης Αλέξανδρος Παπάγος ενώ ο Στανωτάς συμμετείχε στο Επιτελείο της και από κοινού με τον επίσης Ίλαρχο Αθανάσιο Ιατρίδη είχαν την ευθύνη της λειτουργίας του 1ου Επιτελικού Γραφείου της.

Μεσοπόλεμος

Το Φθινόπωρο του 1922, μετά την Μικρασιατική Καταστροφή επέστρεψε στην Ελλάδα και προήχθη σε Επίλαρχο στις 26 Αυγούστου 1923, όμως τον ίδιο χρόνο αποτάχθηκε από το στράτευμα ως υποστηρικτής του θεσμού της Βασιλείας. Το 1924, εγγράφηκε στην Φαρμακευτική σχολή, που αποτελούσε τότε τμήμα της Φυσικομαθηματικής, στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το 1925, όταν ανακλήθηκε στο στράτευμα και ανέλαβε υποδιοικητής του 3ου και διοικητής του 4ου Συντάγματος Ιππικού, το 1925 και 1926 αντιστοίχως, ενώ το 1927 με χρέη επιτελάρχη της Μεραρχίας Ιππικού με έδρα τη Λάρισα, έλαβε ευαρέσκεια. Ως επιτελάρχης της Μεραρχίας Ιππικού προήχθη στις 17 Οκτωβρίου 1927 στο βαθμό του Αντισυνταγματάρχη και ανέλαβε την διοίκηση του Σχολείου Εφαρμογής Ιππικού επί διετία. Τον Αύγουστο του 1929 επανήλθε ως διοικητής του 3ου Ιππικού Συντάγματος και στις 20 Δεκεμβρίου του 1930 προήχθη στο βαθμό του Συνταγματάρχη  Τον Απρίλιο του 1931 φοίτησε στο Κέντρο Τακτικών Σπουδών Πυροβολικού και από τις 28 Ιουλίου 1931 ανέλαβε εκ νέου την διοίκηση του 3ου Ιππικού Συντάγματος με έδρα την Λάρισα.

Από τον Ιανουάριο μέχρι τον Ιούνιο 1932 του ανατέθηκαν προσωρινά καθήκοντα διοικητού της Ταξιαρχίας Ιππικού, λόγω απουσίας του διοικητού της Συνταγματάρχου Τσαγγαρίδη. Στο τέλος του 1933 τοποθετήθηκε επικεφαλής της Ταξιαρχίας Ιππικού και τον Μάρτιο του 1935 επικεφαλής της μονάδος του αντιμετώπισε το κίνημα των Βενιζελικών στην περιοχή του Στρυμώνα κοντά στην πόλη των Σερρών στη Μακεδονία, το οποίο κατέστειλε στις 10 Μαρτίου, ανακτώντας τον έλεγχο της πόλεως, υποχρεώνοντας τον Στρατηγό Καμμένο να καταφύγει προς την Βουλγαρία για να σωθεί μαζί με τους πιστούς σε αυτόν αξιωματικούς, υπαξιωματικούς και οπλίτες. Παρέμεινε στη θέση του Διοικητού της Ταξιαρχίας Ιππικού μέχρι τον Οκτώβριο του 1938, οπότε φοίτησε στο Κέντρο Ανωτέρας Στρατιωτικής Εκπαιδεύσεως, την μετέπειτα Ανώτατη Σχολή Πολέμου. Στις 20 Δεκεμβρίου 1938 προήχθη σε υποστράτηγο και τον επόμενο χρόνο ανέλαβε τη διοίκηση της Μεραρχίας Ιππικού με έδρα τη Θεσσαλονίκη, θέση στην οποία βρέθηκε με την κήρυξη του Β' Παγκοσμίου πολέμου.

Β' Παγκόσμιος Πόλεμος

Ο Ελληνικός Στρατός κατά την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου διέθετε δύο σχηματισμούς ιππικού: τη Μεραρχία Ιππικού και την Ταξιαρχία Ιππικού. Η Μεραρχία Ιππικού, που είχε έδρα τη Θεσσαλονίκη, την 28η Οκτωβρίου επιστράτευσε τις μονάδες που ανήκαν στη δύναμη της στο Λαγκαδά, ενώ την 1η Νοεμβρίου άρχισε να συγκεντρώνεται στην περιοχή ανάμεσα στο Μέτσοβο και την Καλαμπάκα. 

Ο Στανωτάς υπηρέτησε και συμμετείχε ως Υποστράτηγος-Διοικητής της Μεραρχίας Ιππικού στις επιχειρήσεις της Πίνδου ενώ εξέφρασε επανειλημμένως την ικανοποίηση του για την προθυμία με την οποία οι πολίτες παραχωρούσαν τα άλογά τους. Ως τομέας ενεργείας της Μεραρχίας του Στανωτά ορίστηκε η περιοχή του Μετσόβου. Με την άφιξη της στην Καλαμπάκα η Μεραρχία ενισχύθηκε με το 4ο Σύνταγμα Πεζικού -μείον ένα τάγμα- με ένα τάγμα του 7ου Συντάγματος Πεζικού και με μία πυροβολαρχία των 155 χιλιοστών. Αποστολή της ήταν να εξασφαλίσει ότι η Ιταλική Μεραρχία Αλπινιστών «Τζούλια», που είχε διεισδύσει βαθιά στον ορεινό όγκο της Πίνδου, δεν θα κατάφερνε να αποκόψει τη σκληρά δοκιμαζόμενη VIIIη Mεραρχία Πεζικού από το Β' Σώμα Στρατού. Την 1η Νοεμβρίου το στρατηγείο της Μεραρχίας Ιππικού εγκαταστάθηκε στο Μέτσοβο. Οι μονάδες της μόλις συμπλήρωναν στοιχειώδη δύναμη στέλνονταν στο μέτωπο με όση ταχύτητα ήταν δυνατόν την ίδια ώρα που η Ιταλική αεροπορία βομβάρδιζε ανεπιτυχώς την οδό Καλαμπάκα-Μέτσοβο.

Οι Ιταλοί, στις 2 Νοεμβρίου κατέλαβαν το χωριό Δίστρατο και κινήθηκαν νοτιότερα προς Βωβούσα, ένα μικρό χωριό πάνω από το Μέτσοβο. Την πληροφορία αυτή η Μεραρχία την έλαβε από τον 3/51 Λόχο του Αποσπάσματος Πίνδου υπό τον Λοχαγό Αναστάσιο Παππά, που στρατοπέδευε στο χωριό. 

Στις 3 Νοεμβρίου, οι μονάδες της Μεραρχίας υπό συνεχή και ραγδαία βροχή και χωρίς μεταφορικά ή μεταγωγικά μέσα κινήθηκαν στη διάρκεια της νύχτας στην περιοχή, όπου ενεπλάκησαν με τα Ιταλικά τμήματα. Στις 4 Νοεμβρίου, οι δυνάμεις της Μεραρχίας ανακατέλαβαν την Βωβούσα εξαναγκάζοντας τους Ιταλούς να υποχωρήσουν προς το Δίστρατο, με σοβαρές απώλειες καθώς άφησαν πίσω 35 νεκρούς ενώ 50 Ιταλοί συνελήφθησαν αιχμάλωτοι. 

Η Μεραρχία Ιππικού με υψηλό επιθετικό πνεύμα, όρμησε από την περιοχή του Μετσόβου προς βορρά. Αποστολή της ήταν να εξασφαλίσει τον άξονα Ιωάννινα-Καλαμπάκα, να επιτεθεί στην κατεύθυνση Ελεύθερο-Κόνιτσα και να αποκαταστήσει σύνδεσμο με τη σκληρά δοκιμαζόμενη VIII Μεραρχία και το Β' Σώμα Στρατού. Η Μεραρχία Ιππικού κατατρόπωσε τους Ιταλούς αλπινιστές της Μεραρχίας «Τζούλια» τους οποίους απώθησε πέραν των Ελληνικών συνόρων. 

Όπως παρατηρεί ο στρατηγός Στανωτάς, σε επιστολή του προς την οικογένειά του ο απλός λαός ήταν ο πραγματικός ήρωας, όχι οι στρατευόμενοι, οι οποίοι επιτελούσαν το καθήκον τους και είχαν εκπαιδευθεί γι’ αυτό ενώ αναφέρει ότι συγκλονίζει η αυτοθυσία των γυναικών, που συμπαραστάθηκαν δίπλα στους συζύγους τους, οι οποίοι υπηρετούσαν την πατρίδα.

Την περίοδο της Γερμανικής επιθέσεως εναντίον της Ελλάδος η μεραρχία του Στανωτά διατάχθηκε να δημιουργήσει μια γραμμή άμυνας από τη λίμνη Πρέσπα στην πόλη Αμύνταιο, όπου βρέθηκε αντιμέτωπη με την επίλεκτη 73η Μεραρχία Πεζικού στο Πισοδέρι στην περιοχή της Φλώρινας. Η επιτυχίες της Μεραρχίας δεν επέτρεψαν στους Γερμανούς να αποκόψουν τις Ελληνικές δυνάμεις στην Αλβανία από τις συμμαχικές βρετανικές δυνάμεις στη δεύτερη γραμμή άμυνας στις 11 Απριλίου. 

Ο Στανώτας διέταξε το 1ο σύνταγμά του να αναλάβει την επίθεση και να πάρει τον έλεγχο του δρόμου Φλωρίνης-Πισοδερίου. Η γερμανική πλευρά αναγνωρίζει τις επιτυχίες του ελληνικού ιππικού: «Η 12η Απριλίου ήταν η πιο καθοριστική μέρα της επιχείρησης... Η ελληνική μεραρχία ιππικού, που υπερασπίστηκε τη γραμμή από την Πρέσπα μέχρι την Κλεισούρα, αμύνθηκε με τέτοιο πείσμα που έπεσε το πέρασμα στο Πισοδέρι, μόνο στις 14 Απριλίου ...». Στις 20 Απριλίου του 1941, μετά την κατάρρευση του Μετώπου, όταν άρχισαν οι διαπραγματεύσεις για συνθηκολόγηση του Ελληνικού Στρατού, 

Ο Στανωτάς αντιτάχθηκε στην παράδοση του Ελληνικού Στρατού και στην υπογραφή πρωτοκόλλου ανακωχής μεταξύ του αντιστρατήγου Γεωργίου Τσολάκογλου και του Γερμανού στρατηγού Ζεπ Ντήτριχ. 

Διατήρησε τον σχηματισμό του και οδήγησε τους στρατιώτες με πλήρη τάξη στην περιοχή της Καλαμπάκας, όπου αφού συγκρότησε ομάδες στρατιωτών ανά τόπο διαμονής ή καταγωγής, τοποθέτησε επικεφαλής αξιωματικούς και στις 23 Απριλίου, με την πλήρη κατάρρευση του μετώπου, τους αποδέσμευσε.

Σύμφωνα με απόσπασμα από την Έκθεση Πεπραγμένων της Μεραρχίας Ιππικού που συνέταξε ο στρατηγός Στανωτάς: «...Ουδεμία πτυχή αφορώσα εντολήν ἐπιστρατεύσεως δεν είχε αφεθεί χωρίς να μελετηθεί και εξονυχισθεί επαρκώς οπό τα εντεταλμένα όργανα και τούς μελλοντικούς εκτελεστάς. (....)

 Με την κήρυξιν της ἐπιστρατεύσεως η Μεραρχία ήτο ήσυχος ότι οπό τεχνικής τουλάχιστον πλευράς ουδεμία πα­ρά­λει­ψις έμελλε να παρουσιασθεί εις ότι ἐξηρτάτο οπό αυτήν. {...} Η πιθανότης πολέμου εναντίον ευρωπαϊκού στρατού διαθέτοντος μηχανοκινήτους μονάδας, ισχυράν αε­ροπο­ρίαν, ενδεχομένως δε και αλεξιπτωτιστάς, ηνάγκασε την Μεραρ­χίαν να μελετήσει μακράν σειράν ασκήσεων διά την έξιν των στελεχών και οπλιτών εις τα νέα ταύτα μέσα. Αι ασκήσεις αύται, αρξάμενοι εντός των Μονάδων, συνεδυάσθησαν βρα­δύ­τε­­ρον διά τας εν Θεσσαλονίκη Μονάδας της Μεραρχίας. Κατά τάς τελευ­ταίας τοιαύτας εξητάσθησαν εις συνδυασμένας μετά στρα­τεύ­μα­τος ασκήσεις εἰς ποικίλα εδάφη, ημέρας τε και νύκτας αι πιθανώτεροι τακτικαί καταστάσεις. Δεν υπήρχε πιθανότης οι Αξι­­ω­­­μα­τικοί και οι κληρωτοί της Μεραρχίας ν᾽ αντιμετωπίσωσι με­θό­δους καί μέσα του εχθρού τελείως άγνωστα εις αυτούς. Ασκήσεις συ­ντόνων πορειών, επιβιβάσεως επί παντοίων μεταφορικών μέ­­σων και η παραμονή επί μακρόν εις το ύπαιθρον εν καταυ­λι­σμώ είχον επανειλημμένως συντελεσθή..».

Διηγείται για κείνη την περίοδο ο Στρατηγός Στανωτάς: «Είδαμε το θεό με τα μάτια μας σ’ αυτό τον πόλεμο. Μια ομάς από στρατιώτας μας διηγείτο: ‘Ήταν πολύ άγρια εκείνη η νύχτα. Ένα ξεροβόρρι, μας περνούσε ως τα κόκκαλα. Ήμεθα διπλοσκοποί. Ξαφνικά κάποιος περπατάει κοντά μας.
– Αλτ! τις ει; μια σκιά ζυγώνει και μια γλυκειά φωνή μας φέρνει ρίγη. Είδαμε ολοκάθαρα μια γυναίκα μαυροφορεμένη.
Εγώ είμαι παιδιά μου, η Παναγία. Ήλθα να σας πω να μη φοβηθήτε. Σήμερα θα επιτεθούν εναντίον σας. Είμαι εγώ μαζύ σας. Τώρα το νου σας. Ανεβαίνουν από τη χαράδρα τώρα, νάτοι... το νου σας, παιδιά... Είμαι εγώ μαζύ σας...
Η Παναγία έγινε άφαντος. Μας πήραν τα κλάμματα. Εκάμαμε ανατριχιασμένοι το Σταυρό μας και εστρέψαμε την προσοχή μας προς τη χαράδρa. Ιταλοί στρατιώται έρχονταν να μας κάνουν αιφνιδιασμό. Εμείς ερριχθήκαμε πάνω τους.
– Εις τα όπλα!

Γενικός συναγερμός του στρατού μας. Είχε αρχίσει η επίθεσις του Μαρτίου του Μουσσολίνι και η συντριβή και ο εξευτελισμός του στρατού του Ιταλικού «Ιμπέριο»! Ο πόλεμος εναντίον των Ιταλών στα βουνά της Αλβανίας, δεν ήταν πόλεμος για την Ελλάδα, ήταν μια αληθινή Μυσταγωγία, ένα ψυχικό λουτρό, μια εποποιία, ένα θαύμα, μια δόξα, μια εκτυφλωτική ακτινοβολία της ελληνικής ψυχής».

Κατοχή της Ελλάδος

Στη διάρκεια της παραμονής του στην Ελλάδα, την περίοδο της κατοχής, ο Στανωτάς συμμετείχε στην οργάνωση «Βασιλικός Σύνδεσμος» ή αλλιώς «Στρατιωτική Ιεραρχία», ονομασία που οι ίδιοι απέδιδαν στην οργάνωσή τους 

Επικεφαλής ήταν ο Αλέξανδρος Παπάγος και μέλη της ήταν στενοί συνεργάτες του, όπως οι αντιστράτηγοι Κοσμάς, Μπακόπουλος, Δέδες, οι Ταξίαρχοι Μαραβέας, Στανώτας, Παπαδόπουλος και οι συνταγματάρχες Μαυρογένης, Γερολυμάτος και Παπαγεωργίου. H κίνηση απευθυνόταν σε όλους τους αξιωματικούς του Ελληνικού στρατού που απείχαν της ενεργού αντιστασιακής δράσεως. Ανέπτυξε δίκτυο αξιωματικών σε όλη την Ελλάδα, περίπου 17 Αντιστράτηγους στην Αθήνα και 600 αξιωματικούς όλων των βαθμών στην υπόλοιπη χώρα, όμως δεν παρουσίασε καμία αντιστασιακή δράση την περίοδο της κατοχής. Πολλά από μέλη της ήταν απόστρατοι οι οποίοι απέβλεπαν στην επάνοδο του βασιλιά. Η κίνηση διεκδίκησε την επίσημη συνέχεια του προπολεμικού στρατού, καθώς και τη διατήρηση του αντίστοιχου πολιτικού και πολιτειακού κατεστημένο. Η ηγεσία της συνελήφθη και τα μέλη της εστάλησαν σε στρατόπεδα στη Γερμανία.

Μέση Ανατολή

Ο Στρατηγός Στανωτάς στις 26 Μαρτίου 1943, αναχώρησε μυστικά με ατμόπλοιο από την Αθήνα για το Τσεσμέ της Μικράς Ασίας. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του εγγονού του στρατηγού, του Γεώργιου Στανωτά, όπως την άκουσε από τον πατέρα του (και γιο του στρατηγού) Σταμάτιο Στανωτά:
«Το 1943 λίγο πριν φύγει, κατέβαινε με το τραμ την Πανεπιστημίου. Σε μια στάση μπήκε μέσα ένας Ιταλός συνταγματάρχης, πρώην αιχμάλωτος του στρατηγού στις επιχειρήσεις της Πίνδου. Με το που βλέπει τον στρατηγό του κάνει ένα ευγενικό νόημα και πάει να τον χαιρετήσει, προφανώς ως ευγνωμοσύνη για τον ιπποτικό τρόπο με τον οποίο τον μεταχειρίστηκε ως αιχμάλωτο. Ο παππούς με το που τον βλέπει να έρχεται κατέβηκε από την πίσω πόρτα. Επιστρέφει σπίτι με δάκρυα, αυτά είναι λόγια του πατέρα μου, και λέει "εγώ δεν μπορώ να κάτσω άλλο εδώ πέρα, θα φύγω, θα πάω στη Μέση Ανατολή γατί δεν δέχομαι αυτούς που νικήσαμε να τους έχω σήμερα κατακτητές". Αποφάσισε να φύγει παρά την ψυχολογική του φοβία για τη θάλασσα. Μάλιστα ταλαιπωρήθηκε για να φθάσει. Επιχείρησε να ταξιδέψει με μια ψαρόβαρκα, η οποία βούλιαξε λίγο μετά τον απόπλου και ο στρατηγός γύρισε πίσω. Ξαναπροσπάθησε, πήγε στην Τουρκία και συνελήφθη από τους Τούρκους. Κάποια στιγμή έφθασε στο Κάϊρο μισός άνθρωπος».

Ο στρατηγός, στις 30 Μαρτίου 19432, αποβιβάσθηκε στη Μικρά Ασία , όπου συνελήφθη και κρατήθηκε από τους Τούρκους, και από εκεί μέσω Σμύρνης, Χαλέπιου και Χάιφας έφθασε στις 28 Μαΐου στο Κάιρο, όπου νοσηλεύθηκε για ένα μήνα στο νοσοκομείο ασθενής από ελονοσία. Τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου παρουσιάστηκε στο Ελληνικό Στρατηγείο Μέσης Ανατολής, όπου του ανατέθηκαν καθήκοντα επόπτου των Ελληνικών φρουραρχείων, μέλους του Ανώτατου του Στρατιωτικού Συμβουλίου και στρατιωτικού επιθεωρητή των «εν Παλαιστίνη ελληνικών τμημάτων», όμως στις 6 Ιουνίου του 1944 αποστρατεύθηκε από τον παλαιό βενιζελικό αντίπαλό του και τότε αρχηγό ΓΕΣ υποστράτηγο Βεντήρη, προαγόμενος ταυτοχρόνως στο βαθμό του Αντιστρατήγου και τέθηκε σε αυτεπάγγελτη αποστρατεία, για πολιτικούς λόγους [4]. Ο Στανωτάς υπέβαλλε αναφορά με την οποία ζητούσε να του ανατεθεί υπηρεσία έστω «..οπλίτου του Ιερού Λόχου».

Συμμοριτοπόλεμος

Στις 21 Δεκεμβρίου του 1944, στη διάρκεια των Δεκεμβριανών γεγονότων, άνδρες της Πολιτοφυλακής του κομμουνιστικού Ε.Α.Μ., [Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο], αναζητώντας τα παιδιά του που ανήκαν στην εθνική αντιστασιακή οργάνωση «ΠΡΟΜΑΧΟΙ» κατά τη διάρκεια της Κατοχής, παραβίασαν την οικία του στρατηγού Στανωτά στην οδό Αμοργού 35 στη συνοικία Κυψέλη Αθηνών και τελικά συνέλαβαν και πήραν αιχμάλωτο την την σύζυγο του Αριστέα Τολιοπούλου-Στανωτά, ενώ λεηλάτησαν και απογύμνωσαν την οικία.

 Στις 7 Ιανουαρίου 1945, με Βασιλικό Διάταγμα του Γεωργίου Β’ ακυρώθηκε η αποστρατεία του στρατηγού Στανωτά, ανακλήθηκε στην ενεργό υπηρεσία με το βαθμό του Υποστράτηγου και επέστρεψε στην Ελλάδα στα τέλη Ιανουαρίου του ίδιου έτους. Στις 5 Απριλίου 1947, το «Ανώτατο Συμβούλιο Εθνικής Αμύνης»[Α.Σ.Ε.Α.], ανέθεσε την ευθύνη τάξεως και ασφαλείας της Πελοποννήσου στο Υπουργείο Δημοσίας Τάξεως. 

Στις 10 Μαΐου 1947, στη διάρκεια του συμμοριοπολέμου, στην αναμέτρηση με τις ένοπλες ομάδες των οπαδών του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος, ο Στανωτάς ανακλήθηκε στην Υπηρεσία και τον ίδιο μήνα τοποθετήθηκε Ανώτερος Στρατιωτικός Διοικητής Πελοποννήσου, επικεφαλής όλων των τμημάτων Χωροφυλακής, θέση στην οποία αντικατέστησε τον Βενετσάνο Κετσέα.

Ο Στανωτάς προέβη στον σχεδιασμό εκκαθαριστικών επιχειρήσεων του Πάρνωνα και του Ταϋγέτου, κυρίως με δυνάμεις Χωροφυλακής. Δύο τάγματα θα χτυπούσαν τον Ταΰγετο και άλλα δύο τον Πάρνωνα, με τη σύμπραξη εθνικών αντιστασιακών οργανώσεων και ένοπλων χωρικών, [Μ.Α.Υ.]

Οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις διήρκεσαν περίπου ένα δίμηνο, Ιούλιος-Αύγουστος 1947, με έντονο επιθετικό πνεύμα. Στις 19 Αυγούστου του 1948, ο βασιλιάς Παύλος Α' δέχθηκε σε ακρόαση  τον Στανωτά ο οποίος ενημέρωσε το βασιλιά για την πρόοδο των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων στην Πελοπόννησο και την επομένη ημέρα ο Στανωτάς επέστρεψε στην έδρα του στην Τρίπολη Αρκαδίας. 

Βαθύτατα θρησκευόμενος ο Στανωτάς προσπάθησε να επιβάλλει ένα πνεύμα ανεκτικότητας και συμβιβασμού στη διάρκεια της διοικήσεως του στην Πελοπόννησο. Ιδιαίτερη αίσθηση προκάλεσαν οι προκηρύξεις του προς τους «παραπλανηθέντας ενόπλους», όπως τους αποκαλούσε, οι οποίες αποτελούσαν ένα είδος διαβατηρίου για τους συμμορίτες, προκειμένου αυτοί να αμνηστευτούν. Παράλληλα απαγόρευσε, λαμβάνοντας αυστηρά μέτρα, κάθε είδους αυτοδικία παρεμποδίζοντας το έργο των εθνικών ομάδων αντιστάσεως οι οποίες αν και αποτελούσαν στόχο των συμμοριών του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος, οι ίδιοι και οι οικογένειες τους, δεν τους δίνονταν η δυνατότητα να υπερασπιστούν τις οικογένειες και τους εαυτούς τους από την κομμουνιστική θηριωδία.

Εκ του αποτελέσματος αποδείχθηκε ότι οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις υπό τον Στανωτά απέτυχαν στο στόχο τους που ήταν η εξόντωση των κομμουνιστών ανταρτών του Ταϋγέτου και του Πάρνωνα, καθώς την περίοδο αυτή τέθηκαν εκτός μάχης μόνο οι 700 κομμουνιστές αντάρτες -συνολικά νεκροί, αιχμάλωτοι, τραυματίες, αμνηστευθέντες- από τους συνολικά 1000 που υπολογίζεται ότι δρούσαν στην Πελοπόννησο. Για το λόγο αυτό στις 12 Νοεμβρίου 1947, με κοινή απόφαση των Υπουργείων Δημοσίας Τάξεως και Στρατιωτικών αποφασίστηκε η ανάληψη της ασφάλειας της Πελοποννήσου από τον Εθνικό Στρατό, έργο που ως τότε επιτελούσε η Ελληνική Βασιλική Χωροφυλακή.

Αποστρατεία

Ο Στανωτάς παρέμεινε στη θέση του Ανωτέρου Στρατιωτικού Διοικητού Πελοποννήσου έως τις 5 Δεκεμβρίου 1947, επιδεικνύοντας πνεύμα δικαιοσύνης και ανεκτικότητας. Αντικαταστάθηκε από τον Υποστράτηγο Χρήστο Μαντά στον οποίο παρέδωσε την ευθύνη. Στις 30 Μαρτίου 1948, με απόφαση του Ανώτατου Συμβουλίου Αμύνης, αποστρατεύθηκε, προαγόμενος σε Αντιστράτηγο αναδρομικά από 14 Μαΐου 1946, όμως στις 7 Οκτωβρίου 1949 ανακλήθηκε πάλι στην υπηρεσία και αποστρατεύθηκε οριστικά στις 28 Φεβρουαρίου 1950, μετά από σχεδόν σαράντα χρόνια μαχών και στρατιωτικής σταδιοδρομίας. Μετά την οριστική αποστρατεία του, ασχολήθηκε με την παραγωγή και εμπορία πλαστικών ειδών.

Διακρίσεις

Ο στρατηγός Στανωτάς τιμήθηκε με παράσημα, μετάλλια και διαμνημονεύσεις, μεταξύ τους:

  • Αργυρός Σταυρός Σωτήρος Ελληνοτουρκικού & Ελληνοβουλγαρικού,
  • Αναμνηστικό Μετάλλιο Εκστρατείας 1912-13, Μάρτιος 1914,
  • Αργυρούς Σταυρός Ιπποτών Β’ Τάγματος του Σωτήρος, Μάρτιος 1919,
  • Μετάλλιον Στρατιωτικής Αξίας Δ’ Τάξεως, Ιούλιος 1919,
  • Πολεμικός Σταυρός Γ’ Τάξεως, Ιούλιος 1919,
  • Πολεμικός Σταυρός Β’ Τάξεως μετ’ επαίνων, δύο φορές, Σεπτέμβριος 1920 και Μάρτιος 1941,
  • Χρυσό Αριστείο Ανδρείας μετ’ επαίνων, στις επιχειρήσεις Μαρτίου 1921,
  • Μετάλλιο νίκης, το 1921,
  • Ταξιάρχης Φοίνικος,
  • Σταυρός Ταξιαρχιών, Απρίλιος 1936,
  • Στρατιωτικής Αξίας Γ’ Τάξεως,
  • Διασυμμαχικό Μετάλλιο,
  • Χρυσός Σταυρός του Γεωργίου ΣΤ' της Αγγλίας, το 1946
  • Τίμιος Σταυρός Αποστόλου Μάρκου Γ’ Τάξεως, το 1949, από τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας.

Μνήμη Στρατηγού Στανωτά

Ο βίος του Στρατηγού Στανωτά, στενού φίλου του στρατάρχη Αλέξανδρου Παπάγου, μοιάζει με ιστορικό ντοκιμαντέρ καθώς ο ίδιος έδωσε το παρών σε κάθε εθνικό προσκλητήριο. 

Ο Στρατηγός, που οι συνάδελφοί του τον περιγράφουν ως έναν ψηλό, όμορφο και ικανό ιππέα, απείχε από πολιτικές διαμάχες και διαπλοκές κι έμεινε πιστός στις στρατιωτικές αρετές και αξίες. Υπήρξε ένας από τους πλέον παρασημοφορημένους αξιωματικούς του ελληνικού στρατού, κυρίως επ' ανδραγαθεία.

 Διέθετε αδαμάντινο ήθος, δυναμικό χαρακτήρα και διακρίθηκε για το θάρρος, την εργατικότητα και τον ζήλο του, λόγοι για τους οποίους κέρδιζε τις εντυπώσεις και την καρδιά των συναδέλφων και των υφισταμένων του. 

Προτεραιότητα του ήταν πάντοτε η διατήρηση της μαχητικής ικανότητας των ανδρών του κι έδινε ιδιαίτερη σημασία στην εκπαίδευση, την οποία επέβλεπε προσωπικά. 

Υπήρξε συνεργάτης και στενός φίλος του Στρατάρχου Αλέξανδρου Παπάγου, ενώ διατηρούσε φιλική σχέση με τους Χριστόδουλο Τσιγάντε και Παναγιώτη Κανελλόπουλο. Πρότεινε την αξιοποίηση στελεχών του Στρατού - πρώην μελών των Ταγμάτων Ασφαλείας, στην Αντίσταση, επίσης από τα βρετανικά αρχεία. 

Στο Μουσείο Ισλαμικής Τέχνης του Ιδρύματος Μπενάκη φυλάσσεται ένα αξιοπρόσεχτο κεραμικό πιάτο με ελληνικές σημαίες και την κορόνα, από την περιοχή της Κιουτάχειας, που φιλοτεχνήθηκε, μάλλον, με την ευκαιρία της επισκέψεως του βασιλιά Κωνσταντίνου Α' στο Μικρασιατικό μέτωπο. Το αγόρασε ο τότε ίλαρχος Στανωτάς τον Ιούλιο του '21, όταν αποφασίστηκε η προέλαση του Ελληνικού Στρατού προς τον ποταμό Σαγγάριο.

Σύμφωνα με τους οικείους του την δεκαετία του 1950, ο τότε Βασιλιάς Παύλος ζήτησε από το Στανωτά να αναλάβει θέση υπασπιστού του όμως εκείνος αρνήθηκε καθώς, όπως είπε: «...Δεν είμαι διατεθειμένος να πάω γιατί δεν θέλω να αλλάζω στολές. Δεν μου αρέσουν τα καραγκιοζιλίκια, οι στολές και τα πούπουλα». Το 1959 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, μέσω του πρώην επιτελάρχη του Στανωτά, του Στρατηγού Σόλωνα Γκίκα, του προσέφερε υπουργική θέση, όμως απέρριψε την προσφορά, λέγοντας: «..Δεν έχω καμία σχέση με την πολιτική, δεν γνωρίζω το αντικείμενο, είμαι στρατιωτικός». 

Στις 16 Ιουλίου 2015, στα Τρίκαλα, έγινε η Τελετή «Υιοθεσίας» των Αποφοίτων της Τάξεως 2015 της Σ.Μ.Υ., [Σχολή Μονίμων Υπαξιωματικών], παρουσία της εγγονής, συζύγου του Χρήστου Νοταρίδη, και του εγγονού του Στρατηγού Στανωτά, στους οποίους επιδόθηκε ειδικό αναμνηστικό μετάλλιο, με την προτομή του παππού τους 

. Στην διάρκεια της τελετής βραβεύθηκαν οι τρεις καλλίτερες εργασίες, με αντικείμενο τη δράση του Στρατηγού, μετά από διαγωνισμό που προκηρύχθηκε μεταξύ των σπουδαστών της Σ.Μ.Υ., [Σχολή Μονίμων Υπαξιωματικών].


Συνοπτικές πληροφορίες
Γέννηση: 1η Ιανουαρίου 1888
Τόπος: Καστάνιτσα Κυνουρίας
Αρκαδία (Ελλάδα)
Σύζυγος: Αριστέα Τολιοπούλου
Τέκνα: Σταμάτης, Μαρίας Στανωτά-Κωτσιανά
Υπηκοότητα: Ελληνική
Ασχολία: Υποστράτηγος Ιππικού ε.α.
Θάνατος: 25 Σεπτεμβρίου 1965





πηγή:https://el.metapedia.org/wiki/%CE%93%CE%B5%CF%8E%CF%81%CE%B3%CE%B9%CE%BF%CF%82_%CE%A3%CF%84%CE%B1%CE%BD%CF%89%CF%84%CE%AC%CF%82