Οι μάχες γύρω από την πόλη Καν στη Νορμανδία ξεκίνησαν αμέσως μετά την απόβαση των συμμαχικών δυνάμεων. Βρετανοί και Καναδοί επιχείρησαν να καταλάβουν την πόλη άμεσα αλλά απέτυχαν. Επίσης όμως απέτυχαν και οι Γερμανοί να εκδιώξουν τους αντιπάλους από το έδαφος που οι τελευταίοι είχαν καταλάβει. Παρά την επιτυχή αντιμετώπιση της γερμανικής αντεπίθεσης ο διοικητής της βρετανικής 2ης Στρατιάς στρατηγός Ντέμπσεϊ εξακολουθούσε να φοβάται ισχυρή γερμανική εναντίον των δυνάμεών του ενέργεια. Όμως οι γερμανικές Μεραρχίες Πάντσερ (ΜΠα) που γνώριζε ότι ήταν απέναντί του είχαν ριχθεί στη μάχη μεμονωμένα και είχαν ήδη ματώσει πολύ σοβαρά για να αποτελούν δύναμη ικανή να ανατρέψει τα δεδομένα.
Ήταν βέβαια πάντα ένας επικίνδυνος αντίπαλος αλλά οι δυνατότητές τους περιορίζονταν πλέον αποκλειστικά στην άμυνα και σε τοπικά εγχειρήματα. Υπ’ αυτό το πρίσμα οι έχοντες την ευθύνη στο νορμανδικό μέτωπο στρατάρχες Ρόμελ και φον Ρούνστεντ εξήγησαν στον Χίτλερ την κατάσταση και εισηγήθηκαν περιορισμένη υποχώρηση των δυνάμεών τους. Όπως ήταν αναμενόμενο ο Χίτλερ απέρριψε την πρόταση και διέταξε αντίσταση μέχρις εσχάτων. Ο Χίτλερ απέπεμψε επίσης τον φον Ρούνστεντ και τοποθέτησε στη θέση του τον στρατάρχη φον Κλούγκε.
Νέα βρετανική επίθεση
Στο μεταξύ ο Βρετανός διοικητής Μονγκόμερι αποφάσισε να επιτεθεί στην πόλη που τόσο ανέτρεψε τα σχέδιά του όχι με ελιγμούς αλλά εκμεταλλευόμενος την απίστευτη υπεροχή των δυνάμεων του σε αριθμό και ισχύ πυρός. Η Επιχείρηση «Charnwood» όπως ήταν η κωδική ονομασία της επίθεσης, ανατέθηκε στο βρετανικό Ι Σώμα Στρατού (ΣΣ), του αντιστράτηγου Κρόκερ, η δύναμη του οποίου έφτασε τους 115.000 άνδρες. Το βάρος της επίθεσης θα αναλάμβαναν η καναδική 3η Μεραρχία Πεζικού (ΜΠ), η 59η ΜΠ και η βρετανική 3η ΜΠ. Διαθέσιμη ήταν και η 51η ΜΠ. Την επίθεση θα υποστήριζαν, ως συνήθως, το πυροβολικό, τα πλοία και η αεροπορία με την προσθήκη, αυτή τη φορά και βαρέων βομβαρδιστικών σε τακτικό ρόλο!
Οι Γερμανοί είχαν οχυρώσει την όλη περιοχή βόρεια της Καν έχοντας κατασκευάσει αντιαρματικές τάφρους, έχοντας εγκαταστήσει εκτεταμένα ναρκοπέδια και έχοντας οργανώσει θέσεις βαρέων όπλων και πυροβολικού. Η οχυρωμένη ζώνη άμυνας των Γερμανών είχε βάθος 4 χλμ. και εκτεινόταν στα χωριά και τα προάστια της πόλης τα οποία είχαν μετατραπεί σε σημεία στηρίγματος. Το γερμανικό μέτωπο κατείχε, δυτικά, το LXXXVI ΣΣ με την 16η ΜΠ της Luftwaffe και την 21η ΜΠα και ανατολικά το 1ο Σώμα Στρατού Αρμάτων (ΣΣΑ) των SS με την 12η MΠα SS (Hitlerjugend = χιτλερική νεολαία), την 7η Ταξιαρχία Ρουκετοβόλων και στοιχεία της 1ης ΜΠα SS. Επίσης στην περιοχή ήταν ανεπτυγμένο το ΙΙΙ Αντιαεροπορικό Σώμα εφοδιασμένο με πυροβόλα των 88 mm.
Ανοίγοντας τις πύλες της κόλασης…
Η επίθεση είχε προγραμματισθεί να ξεκινήσει με το πρώτο φως της 8ης Ιουλίου. Το βράδυ πριν την επίθεση βαριά βομβαρδιστικά της RAF θα βομβάρδιζαν την κατεχόμενη από τους Γερμανούς περιοχή με όριο ασφαλείας τα 6 χλμ. από τις πρώτες βρετανικές θέσεις. Η απόφαση περί του βομβαρδισμού δεν θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ιδιαιτέρως ευφυής πάντως, καθώς ούτως ή άλλως οι βρετανικές βόμβες δεν θα έπλητταν την περιοχή πίσω από τις γερμανικές θέσεις, υποχρεωτικά, καθώς αυτές εφάπτονταν σχεδόν των βρετανικών και προφανώς για λόγους ασφαλείας δεν μπορούσαν να βομβαρδιστούν.
Επίσης ο βομβαρδισμός πιθανότατα θα προκαλούσε θύματα μεταξύ του αμάχου πληθυσμού, των Γάλλων κατοίκων της Καν και τον προαστίων της δηλαδή και, όπως και οι βομβαρδισμοί του Α’ ΠΠ θα καθιστούσε το έδαφος επί του οποίου θα όφειλαν να προελάσουν οι βρετανικές δυνάμεις αδιάβατο από τους κρατήρες και τα ερείπια. Παρόλα αυτά το σχέδιο εκτελέστηκε κανονικά. Το απόγευμα της 7ης Ιουλίου άρχισε ο βομβαρδισμός των γερμανικών θέσεων από το πυροβολικό και τα πυροβόλα των πλοίων – το θωρηκτό «Rodney», το μόνιτορ «Robers» και τα καταδρομικά «Belfast» και «Emerald».
Λίγο αργότερα ένα πυκνός βόμβος κάλυψε ακόμα και τον ήχο του βομβαρδισμού. Πυκνοί σχηματισμοί τετρακινητήριων βομβαρδιστικών Lancaster και Halifax γέμισαν τον ουρανό και σε ελάχιστες στιγμές ο «τάπητας» βομβών που εξαπέλυσαν άρχισε να ισοπεδώνει ότι βρισκόταν στο έδαφος. Τα βρετανικά αεροσκάφη βομβάρδισαν ανηλεώς επί μια ολόκληρη ώρα παράλληλα με το πυροβολικό. Ακολούθησαν βρετανικά μέσα βομβαρδιστικά που έπληξαν τις γερμανικές θέσεις σε βάθος, απομονώνοντας το πεδίο της μάχης. Περί τις 23.00 το πυροβολικό του Ι και του VIII ΣΣ μαζί με τα πυροβόλα των πλοίων επικέντρωσαν τις βολές τους κατά των γερμανικών οργανωμένων θέσεων.
Έφοδος…
Οι βρετανικές 3η και 59η ΜΠ εξόρμησαν πριν καλά-καλά κοπάσει ο βομβαρδισμός. Η 3η ΜΠ κατέλαβε εύκολα το χωριό Λεμπισεί, βασικό σημείο στηρίγματος της 16ης Μεραρχίας της Luftwaffe, ενώ η 59η ΜΠ προωθήθηκε δυτικά της προς τα χωριά Μπινζουτέ, Επρόν, Σαιντ Κοντές και Καλμανσέ, τα οποία όμως δεν κατάφερε να καταλάβει. Στις 07.00 το πρωί της 8ης Ιουλίου 250 αμερικανικά μέσα βομβαρδιστικά και βομβάρδισαν δρόμους και γέφυρες στο βάθος της γερμανικής τοποθεσίας. Ακολούθησαν δεκάδες Typhoon και βρετανικά μέσα βομβαρδιστικά πλήττοντας κάθε αξιόλογο γερμανικό στόχο.
Στις 07.30 εισήλθε στη μάχη και τη καναδική 3η ΜΠ, ενώ αναμενόταν και η επέμβαση δύο τεθωρακισμένων ταξιαρχιών. Το σύνολο του οργανικού πυροβολικού δύο ολόκληρων σωμάτων στρατού αναπροσάρμοσε τη βολή του υποστηρίζοντας την προέλαση των Καναδών. Παρά την ηρωική αντίσταση των γρεναδιέρων της «Hitlerjugend» οι Καναδοί κατέλαβαν, μέχρι τις 08.30 το χωριό Μπουρόν βασικό σημείο στηρίγματος στο δυτικό τμήμα της γερμανικής τοποθεσίας. Οι Γερμανοί αντεπιτέθηκαν μανιασμένα αλλά δεν κατάφεραν να ανακαταλάβουν το χωριό και έχασαν και 13 άρματα κατά τη διάρκεια της αντεπίθεσης. Βαριές ήταν και οι απώλειες των Καναδών και των Βρετανών.
Παρόλα αυτά η επίθεση συνεχίστηκε. Το χωριό Ωτιέ κατελήφθη. Ακολούθως κατελήφθη και το Φρανκεβίγ. Εντέλει οι Καναδοί κατέλαβαν το Καπρικέ και το περιμάχητο αεροδρόμιό του και ενώθηκαν με τις δυνάμεις της βρετανικής 43ης ΜΠ που κρατούσε το μέτωπο στο σημείο αυτό. Ήδη η Καν ήταν, ουσιαστικά, περικυκλωμένη κατά 3/4 και έπρεπε να θεωρείται χαμένη για τους Γερμανούς. Μετά την κατάληψη του Καπρικέ οι Καναδοί στράφηκαν κατευθείαν προς Ανατολάς και επιτέθηκα στο καλά οχυρωμένο από τους Γερμανούς αβαείο των Αρδεννών (Abbey d’ Ardenne) .
Εκεί είχε το αρχηγείο του το 25ο Σύνταγμα Γρεναδιέρων της 12ης ΜΠα SS, όπου οι Γερμανοί είχαν σφαγιάσει Καναδούς αιχμαλώτους, στις 7 Ιουνίου. Μέχρι το απόγευμα οι Καναδοί υποχρέωσαν τους Γερμανούς σε υποχώρηση εντός της Καν. Έτσι το τέλος της πρώτης ημέρας της επίθεσης οι Γερμανοί είχαν καμφθεί στα δύο άκρα του τομέα επίθεσης του βρετανικού Ι ΣΣ και κρατούσαν μόνο στο κέντρο της διάταξής τους. Με τα δύο πλευρά τους εκτεθειμένα όμως και οι απέναντι στην 59η ΜΠ Γερμανοί δεν θα μπορούσαν να κρατήσουν για πολύ ακόμα.
…και νίκη
Τη νύκτα και τα ξημερώματα της 9ης Ιουλίου τα συμμαχικά αεροσκάφη επανήλθαν. Σταδιακά η πίεση κατέστη ασφυκτική για τους Γερμανούς. Ο διοικητής της Γερμανικής 2ης Ομάδας Στρατιών (ΟΣ), στρατάρχης Ρόμελ, διέταξε την απόσυρση όλων των βαρέων όπλων των τριών γερμανικών ΣΣ που εμπλέκονταν στη μάχη (LXXXVI, I ΣΣΑ SS, 2 ΣΣΑ SS). To γερμανικό πεζικό και το μηχανικό εφόδου διατάχθηκε να παραμείνει στις θέσεις του και να αμυνθεί μέχρι να πιεστεί από τον εχθρό και κατόπιν να λάβει θέσεις στο νότιο τμήμα της πόλης, θέτοντας μεταξύ αυτών και των αντιπάλων τους τον ποταμό Ορν.
Την επομένη το βρετανικό Ι ΣΣ συνέχισε την επίθεσή του και σταδιακά κατάφερε να εισέλθει στην κατεστραμμένη πόλη. Οι Γερμανοί συνέχισαν να αντιστέκονται στη βιομηχανική συνοικία της πόλης και στο εργοστάσιο χαλυβουργίας και στη νότια όχθη του Ορν.
Η μάχη ήταν ιδιαίτερα αιματηρή. Το Ι ΣΣ είχε 3.500 άνδρες και 80 άρματα μάχης εκτός μάχης. Για τους Γερμανούς όμως η μάχη υπήρξε καταστροφική. Η 16η Μεραρχία της Luftwaffe έχασε το 75% της δύναμής της, ενώ η 12η ΜΠα SS εξήλθε της μάχης με δύναμη ισοδύναμη με ένα τάγμα πεζικού. Το χειρότερο ήταν ότι σκοτώθηκαν και περισσότεροι από 1.000 Γάλλοι πολίτες, οι περισσότεροι από τους συμμαχικούς αεροπορικούς βομβαρδισμούς.