Σε μια εποχή κατά την οποία η λέξη ευπατρίδης έχει χάσει την κυριολεξία της, έρχεται η απώλεια ενός ανθρώπου να μας θυμίσει το πραγματικό της νόημα. Ο Ιωάννης Μαζαράκης-Αινιάν (1923-2021), ταυτισμένος με το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, το οποίο υπηρέτησε με απίστευτη αφοσίωση για τέσσερις δεκαετίες, είχε έναν σπάνιο συνδυασμό τον οποίο έχει εύστοχα επισημάνει ο ιστορικός Θάνος Βερέμης. Υπήρξε «soldier and gentleman».
Προσέφερε στην πατρίδα από όλες τις θέσεις που κατείχε, από τα νιάτα του ώς τα βαθιά γεράματα. Κατά την Κατοχή εργάστηκε στο δίκτυο πληροφοριών θαλάσσης του Στρατηγείου Μέσης Ανατολής. Το 1943, 20 ετών, δραπέτευσε από την κατεχόμενη Ελλάδα και κατατάχθηκε εθελοντής στην ΙΙΙ Ελληνική Ορεινή Ταξιαρχία (Ρίμινι), με την οποία και επέστρεψε κατά την Απελευθέρωση, λαμβάνοντας μέρος στις επιχειρήσεις στην Αθήνα.
Εισήχθη στην πρώτη μεταπολεμική τάξη της Σχολής Ευελπίδων τον Αύγουστο του 1945. Το 1947 ορκίστηκε ανθυπολοχαγός και πήρε μέρος σε όλες τις σημαντικές στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά τον Εμφύλιο Πόλεμο. Βρέθηκε να είναι ένας από τους πλέον –αν όχι o πλέον– παρασημοφορημένους αξιωματικούς του Ελληνικού Στρατού.
Το 1960, απογοητευμένος από την κατάσταση που διαμορφωνόταν μεταξύ πολλών αξιωματικών, η οποία οδήγησε στην επταετή δικτατορία, παραιτήθηκε από τον Στρατό με τον βαθμό του ταγματάρχη. Διετέλεσε νομάρχης Καστοριάς από το 1962. Θεωρήθηκε ένας από τους πιο επιτυχημένους στο πόστο, με εκτεταμένα έργα οδοποιίας και συνεχείς εκχιονισμούς. Παράλληλα, εργάστηκε εντατικά για την ενσωμάτωση δίγλωσσων μικρών κοινοτήτων μέσω προσλήψεων και συνεργασιών σε νομαρχιακό και κοινοτικό επίπεδο. Τον Απρίλιο του 1967 παραιτήθηκε, αρνούμενος να ορκιστεί στο καθεστώς των συνταγματαρχών.
Κατά τη διάρκεια της χούντας συνελήφθη και περιορίστηκε κατ’ οίκον για συμμετοχή σε αντιδικτατορικές ενέργειες, ως συνεργάτης του Γιάγκου Πεσμαζόγλου. Μετά το τέλος της δικτατορίας συμμετείχε, μαζί με τον τελευταίο, στην ίδρυση του Κόμματος Δημοκρατικού Σοσιαλισμού (ΚΟΔΗΣΟ). Υπήρξε άτυπος σύμβουλος του ακαδημαϊκού Κωνσταντίνου Τρυπάνη για όσο καιρό εκείνος ήταν υπουργός Πολιτισμού στην κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλή, με κύρια προσπάθεια την αναστροφή του αρνητικού κλίματος στην Ευρώπη για την Ελλάδα στον χώρο του πολιτισμού. Κατά το διάστημα 1977-1979, στις διαπραγματεύσεις για την είσοδο της Ελλάδος στην ΕΟΚ, διηύθυνε το ελληνικό Γραφείο Τύπου στις Βρυξέλλες.
Με την επιστροφή του στην Ελλάδα, το 1979, συνταξιούχος πλέον, εκλεγόταν συνεχώς μέχρι το 2018 γενικός γραμματέας της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο), βάζοντας ισχυρότατη τη σφραγίδα του στον ιστορικό φορέα.
Υπήρξε πολυγραφότατος στον τομέα της νεότερης ελληνικής Iστορίας, κυρίως σε θέματα σχετικά με την Ελληνική Επανάσταση και τον Μακεδονικό Αγώνα. Παρέμεινε «έφηβος» ώς το τέλος, ανοιχτός σε νέες ιδέες και νέα σχέδια για το Μουσείο. Ποιος θα περίμενε, λ.χ., ότι θα υποστήριζε δίχως δεύτερη σκέψη την έκθεση για το 1821 με φιγούρες playmobil. Οι αξίες του πέρασαν ατόφιες στους τρεις γιους του, Κωνσταντίνο, Αλέξανδρο και Φίλιππο. Η κηδεία θα γίνει αύριο, στη 1 μ.μ., στο Α΄ Νεκροταφείο.
athinaika@kathimerini.gr