Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία πως η ελληνική οικονομία τα τελευταία χρόνια σημειώνει σημαντικά βήματα προόδου. Το ΑΕΠ αυξάνεται ταχύτερα από τον μέσο όρο των άλλων ευρωπαϊκών χωρών και το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ (που είναι και το πλέον σημαντικό) μειώνεται.
Το μεγάλο στοίχημα της Ελλάδας είναι το χρονικό διάστημα για το οποίο θα μπορέσει να κρατήσει αυτούς τους ρυθμούς θετικής σύγκλισης με την Ευρώπη.
Αν η τάση αυτή διατηρηθεί, η Ελλάδα θα μπορέσει το 2032-33, που λήγει το μορατόριουμ για το χρέος της, να διαπραγματευτεί με τους εταίρους μια νέα συμφωνία και να διαχειριστεί από καλύτερη θέση την αύξηση του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους.
Σε κάθε άλλη περίπτωση θα χρειαστεί να μειώσει κρατικές και συνταξιοδοτικές δαπάνες προκειμένου να εξυπηρετήσει το χρέος. Τούτο στη συγκυρία που διανύουμε δεν μοιάζει φρόνιμο ούτε για το κλίμα στο εσωτερικό της χώρας, ούτε στο εξωτερικό.
Στο εσωτερικό είναι νωπές ακόμη οι μνήμες των κοινωνικών εντάσεων και των πολιτικών ανατροπών της περασμένης δεκαετίας, όταν χρειάστηκαν περικοπές.
Στο εξωτερικό δεν είναι φρόνιμο σε μια περίοδο αύξησης των γεωπολιτικών εντάσεων τόσο στην περιοχή όσο και στον κόσμο η χώρα να περικόψει αμυντικές δαπάνες.
Ο κρισιμότερος δείκτης που επαληθεύει αν η βελτίωση της οικονομίας είναι επιδερμική ή ουσιαστική είναι η ανταγωνιστικότητα.
Η αλήθεια είναι πως η Ελλάδα έχει βελτιώσει τους δείκτες ανταγωνιστικότητας τα τελευταία χρόνια, αλλά όχι όσο χρειάζεται για να μπορεί κάποιος να υποστηρίξει πως οι μισθοί, οι συντάξεις και το βιοτικό επίπεδο έχουν τεθεί σε τροχιά βιώσιμης και αδιατάρακτης καλυτέρευσης.
Η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, σύμφωνα με τον δείκτη IMD World Competitiveness Ranking, κατά την τετραετία 2019 με 2023 έχει βελτιωθεί κατά 9 θέσεις.
Η καλύτερη θέση που έχει καταλάβει η Ελλάδα ανάμεσα σε 64 χώρες ήταν η 47η το 2022 έναντι της 58ης που είχε το 2019. Τη χρονιά που πέρασε, όμως, υποχώρησε κατά 2 θέσεις, καταλαμβάνοντας την 49η θέση με τη Ρουμανία και την Τουρκία να πλασάρονται στην 48η και 47η.
Παρά τη βελτίωση, όμως, η θέση της παραμένει από τις χαμηλότερες της Ευρώπης και αυτό σημαίνει πως υπάρχει ακόμη πολύς δρόμος να διανυθεί.
Οι πολιτικοί, παλαιότερα της αριστεράς και τώρα και της δεξιάς, υπόσχονται πως μπορούν να βελτιώσουν τους μισθούς, ειδικά τους βασικούς. Τούτο, αν δεν είναι άγνοια, είναι ψέμα.
Οι μισθοί μπορούν να βελτιωθούν με βιώσιμο τρόπο μόνο αν βελτιωθούν η παραγωγικότητα και η ανταγωνιστικότητα.
Σε κάθε άλλη περίπτωση η αύξηση των μισθών και των συντάξεων θα καταστήσει τα ελληνικά προϊόντα ακριβότερα. Αν συμβεί αυτό τα ανταγωνιστικά προϊόντα άλλων χωρών θα εκτοπίσουν τα ελληνικά από τις αγορές τόσο του εξωτερικού όσο και του εσωτερικού.
Αυτό σημαίνει μείωση των πωλήσεων και άρα των θέσεων εργασίας. Κατά συνέπεια αυξήσεις που δεν συνάδουν με τη βελτίωση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας συνήθως, σημαίνει λουκέτα σε επιχειρήσεις και ανεργία.
Οι παλαιότεροι θυμούνται πώς το βιώσαμε αυτό στις δεκαετίες του ’80 και του ’90 με τα σοσιαλιστικά πειράματα. Τότε όμως το χρέος και το κράτος ήταν μικρά ακόμη και η ανεργία του ιδιωτικού τομέα απορροφήθηκε από τον κρατικό. Τα σπασμένα αυτής της εποχής τα πληρώνουμε ακόμη και σήμερα.
Τώρα δεν υπάρχουν αυτά τα περιθώρια.
Ο δείκτης της ανταγωνιστικότητας δεν διαμορφώνεται μόνο από το κόστος εργασίας. Σημαντικό ρόλο παίζουν επίσης, η ποιότητα του κράτους δικαίου, η αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης κλπ.
Για να αντιληφθούμε την απόσταση που έχουμε να διανύσουμε προκειμένου να πετύχουμε μισθούς που θα πλησιάζουν τους μέσους ευρωπαϊκούς, θα αναπτύξω ένα παράδειγμα. Η μεταποίηση είναι ένας από τους κλάδους που έχει συνεισφέρει σημαντικά στη βελτίωση των εξαγωγών και της ελληνικής οικονομίας.
Στη μεταποίηση λοιπόν απασχολείται το 10% του εργατικού δυναμικού.
Οι εξαγωγές του κλάδου της μεταποίησης έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια από 5% του ΑΕΠ το 2009 στο 14% του ΑΕΠ το 2022.
Αυτή είναι η θεαματικότερη βελτίωση στην Ε.Ε. σε χώρες με παρόμοιο πληθυσμό με της Ελλάδας. Η εικόνα αυτή όμως είναι κατά ένας μέρος απατηλή. Παρά τη θεαματική βελτίωση η Ελλάδα υπολείπεται σημαντικά της τελευταίας χώρας.
Στην Πορτογαλία π.χ. που είναι προτελευταία χώρα πριν την Ελλάδα, οι εξαγωγές του μεταποιητικού κλάδου αντιπροσωπεύουν περίπου το 25% του ΑΕΠ.
Η μεγαλύτερη καταστροφή των σοσιαλιστικών πειραματισμών των δεκαετιών του ’80 και του ’90 ήταν η διάλυση του παραγωγικού ιστού σε σημείο που τώρα ν χρειάζεται να διανυθεί τεράστια απόσταση για να φτάσουμε και τους τελευταίους της δυτικής Ευρώπης.
Παρά ταύτα ο Ανδρέας παραμείνει ο δημοφιλέστερος πολιτικός της μεταπολίτευσης, ενδεχομένως και όχι μόνο.
Καλά να πάθουμε
πηγή:https://www.capital.gr/o-kostas-stoupas-grafei/3772903/min-sas-paramuthiazoun-me-auxiseis-misthon/