Κοινωνικά ανάλγητη χαρακτηρίζουν ακόμη και υπηρεσιακοί παράγοντες την απόφαση του δημοσίου ν’ απαιτήσει από τους συνταξιούχους εργαζόμενους να επιστρέψουν αναδρομικά σχεδόν το 50% του μισθού που ελάμβαναν καθώς οι υπηρεσίες του ανακάλυψαν ξαφνικά ότι από τη στιγμή που συνταξιοδοτήθηκαν θα έπρεπε ν’ αλλάξουν μισθολογικό κλιμάκιο και να τοποθετηθούν στο αρχικό του νεοδιοριζόμενου υπαλλήλου.
Η υπόθεση ήρθε στην επιφάνεια με αφορμή εγκύκλιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου της 09-06-2023, η οποία καλεί τους απασχολούμενους στον ευρύτερο δημόσιο τομέα να δηλώνουν σε εξάμηνη βάση τυχόν πρόσθετες αμοιβές και εισοδήματα που εισπράττουν από άλλες θέσεις εργασίας (εντός ή/και εκτός δημοσίου) ή και από συντάξεις.
Είναι τεράστια τα ποσά που ζητά το δημόσιο να επιστραφούν καθώς αφορούν σε εργάσιμο χρόνο από το 2016
Η εγκύκλιος παραπέμπει στο άρθρο 11 του νόμου 4354/2015 που αφορά στο ενιαίο μισθολόγιο και στην παράγραφο 4 αναφέρει ότι « απαραίτητη προϋπόθεση για την αναγνώριση προϋπηρεσιών είναι να μην έχουν χρησιμοποιηθεί για τη χορήγηση καμιάς άλλης οικονομικής παροχής ή για την αναγνώριση συνταξιοδοτικού δικαιώματος».
Το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, ερμηνεύοντας αυτή τη διάταξη, ισχυρίζεται ότι εάν απονεμηθεί κύρια σύνταξη – βάσει του συνολικού χρόνου ασφάλισης – σε εργαζόμενο του δημόσιου τομέα που επιθυμεί να συνεχίσει να εργάζεται μετά τη συνταξιοδότησή του, αυτός θα πρέπει να τοποθετηθεί στο μισθολογικό κλιμάκιο νεοδιοριζόμενου υπαλλήλου.
Αν η επανατοποθέτηση δεν γίνει άμεσα μετά τη συνταξιοδότηση, οι συνταξιούχοι εργαζόμενοι υποχρεούνται να επιστρέψουν τη διαφορά που προκύπτει στις αποδοχές τους ως «αχρεωστήτως καταβληθείσες», για το διάστημα από τη συνταξιοδότησή τους μέχρι τον επανακαθορισμό του κλιμακίου τους.
Αν αναλογιστεί κανείς ότι η απαίτηση αφορά εργάσιμο χρόνο από το 2016 μέχρι σήμερα και με δεδομένο ότι όλοι όσοι εργάζονταν ως συνταξιούχοι βρίσκονταν σε υψηλά κλιμάκια λόγω της πολύχρονης προϋπηρεσίας τους, μπορεί ν’ αντιληφθεί για τι ποσά γίνεται λόγος: για δεκάδες χιλιάδες ευρώ και σ’ ορισμένες περιπτώσεις ακόμα και εκατοντάδες.
«Πώς θα ζήσω»;
Αν δεν τα καταβάλουν θα γίνει καταλογισμός των ποσών και θ’ ακολουθήσουν κατασχέσεις από την προσωπική περιουσία τους, κινητής ή ακίνητης, εάν διαθέτουν, διαφορετικά από παρακρατήσεις στη σύνταξή τους.
«Παίρνω 1.000 ευρώ σύνταξη, μου ζητάνε να επιστρέψω πάνω από 30.000 και δεν έχω αποταμιεύσεις ούτε περιουσία», λέει στο in θιγόμενη γυναίκα που έχει χάσει τον ύπνο της και βρίσκεται στα πρόθυρα εγκεφαλικού εξαιτίας αυτής κατάστασης. «Εάν περικόψουν τη σύνταξή μου, πώς θα ζήσω, όταν μόνο για το ενοίκιό μου χρειάζομαι 300 ευρώ;», αναρωτιέται.
Και όλα αυτά παρά τις γνωμοδοτήσεις έγκριτων νομικών και καθηγητών, ακόμα και υπηρεσιακών παραγόντων που κάνουν ξεκάθαρα λόγο για κατάφωρη αδικία, αλλά και των πρώτων δικαστικών αποφάσεων που έχουν εκδοθεί αφού οι θιγόμενοι αναγκάστηκαν να καταφύγουν στα δικαστήρια, ελλείψει πολιτικής βούλησης για επίλυση του προβλήματος με νομοθετική τροποποίηση.
Κέρδισαν ασφαλιστικά μέτρα
«Ολοι αυτοί οι απασχολούμενοι συνταξιούχοι, αν γνώριζαν το ζήτημα, προφανώς και δεν θα επέλεγαν ένα τέτοιο καθεστώς και είτε θα ανέβαλαν για απώτερο χρόνο τη λήψη της σύνταξης είτε δεν θα συνέχιζαν την απασχόλησή τους μετά την απονομή της» επισημαίνει στο in η κα Βιβή Δερμιτζάκη, δικηγόρος μιας ομάδας 20 συνταξιούχων εργαζομένων στη ΔΕΥΑ Ηρακλείου (Δημοτική Επιχείρηση Υδρευσης Αποχέτευσης), οι οποίοι κατέθεσαν ασφαλιστικά μέτρα και πέτυχαν, μέχρι να εκδικαστεί η κύρια αγωγή τους, τη διατήρηση του μισθολογικού κλιμακίου και την απαγόρευση οποιουδήποτε καταλογισμού, συμψηφισμού ή αναζήτησης «καταβληθέντων δεδουλευμένων χρηματικών ποσών συνεπεία επανακαθορισμού του μισθολογικού τους κλιμακίου λόγω συνταξιοδότησής τους».
Αναφερόμενη στην ερμηνεία των υπηρεσιακών παραγόντων του υπουργείου Οικονομικών, η κα Δερμιτζάκη προσθέτει πως «κινείται εκτός του γράμματος της διάταξης, η οποία κάνει λόγο για διαδικασία αναγνώρισης προϋπηρεσίας και κατά συνέπεια αφορά στην αναγνώριση υφιστάμενης προϋπηρεσίας σε άλλον εργοδότη, στο ενδεχόμενο νέας πρόσληψης, και όχι στον ίδιο εργοδότη».
Τα ασφαλιστικά μέτρα των συνταξιούχων εργαζομένων της ΔΕΥΑΗ εκδικάστηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείου Ηρακλείου ενώ έγινε πρόσθετη παρέμβαση της Ομοσπονδίας των Εργαζομένων στις ΔΕΥΑ.
«Αναιρείται η εμπιστοσύνη»
Εχει ιδιαίτερη σημασία, λέει η κυρία Δερμιτζάκη, το σκεπτικό της απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων καθώς, μεταξύ άλλων, επισημαίνει ότι «με την υιοθέτηση της αμφισβητούμενης ρύθμισης του άρθρου 11 περ. β Ν. 4354/2015 ήτοι με τον συνυπολογισμό της προϋπηρεσίας εκάστου των αιτούντων για τον προσδιορισμό των μηνιαίων μισθοδοτικών αποδοχών τους κατά τον τρέχοντα χρόνο, αναιρείται η εμπιστοσύνη αυτών στην αρχή χρηστής διοίκησης».
Τονίζει, επίσης, πως «η εργασιακή εμπειρία που παρέχεται από αυτήν την κατηγορία εργαζομένων είναι το μείζον πλεονέκτημά τους. Ακολούθως με τον εκμηδενισμό της εργασιακής εμπειρίας ενός εργαζόμενου υπό παράλληλο καθεστώς συνταξιοδότησής του, όπως προβλέπει η ειδική ρύθμιση του άρθρου 11 περ. β Ν. 4354/2015, προσβάλλεται η αρχή της ισότητας των εργαζομένων και το δικαίωμα ανάπτυξης της προσωπικότητας του (συνταξιούχου) πολίτη μέσω της εργασιακής του απασχόλησης, χωρίς να παρέχεται προς αυτόν εύλογο αντισταθμιστικό όφελος κατ’ επιταγή της αρχής της αναλογικότητας».
Προσθέτει ότι «κανένας εργαζόμενος δεν γνώριζε πως η συνέχιση της απασχόλησής του και μετά τη συνταξιοδότησή του θα είχε ως επακόλουθο τέτοια δραματική αλλαγή του μισθολογικού καθεστώτος ενώ ο εργοδότης τους ουδέποτε τους ενημέρωσε σχετικώς ότι ήταν εις γνώση του το γεγονός ότι η προϋπηρεσία εκάστου προερχόταν από την παροχή υπηρεσιών στον ίδιο και είχε ληφθεί υπόψη για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος εκάστου εξ αυτών».
«Εγείρει ζητήματα συνταγματικότητας»
Υπογραμμίζει πως «η επί ίσοις όροις απασχόληση εργαζόμενου υπό την ιδιότητα αυτού ως συνταξιούχου και εργαζόμενου χωρίς προϋπηρεσία στην ίδια υπηρεσία εγείρει ζητήματα συνταγματικότητας καθώς αντίκειται στην αρχή της ισότητας των εργαζομένων αλλά και των συνθηκών υγιούς ανταγωνισμού μεταξύ επιχειρήσεων και φορέων με σοβαρό αντίκτυπο στον χώρο της αγοράς εργασίας».
Και κρίνει ότι «η απασχόλησή τους στον ίδιο φορέα, υπό τις ίδιες συνθήκες, με τη μέγιστη εργασιακή εμπειρία έναντι αποδοχών πρωτο-προσλαμβανόμενου/πρωτο-διοριζόμενου εργαζομένου δεν συνάδει με την αρχή της αναλογικότητας παρά την αναγνώριση παράλληλου δικαιώματος λήψης συντάξιμων αποδοχών».
Σύμφωνα με πληροφορίες του in, υπάρχει και δικαστική απόφαση από το Πρωτοδικείο της Αθήνας που δικαιώνει συνταξιούχο εργαζόμενη, αναφέροντας ότι «δεν έχει υποχρέωση να αποδώσει το ποσό των 33.026,38 ευρώ για αχρεωστήτως καταβληθείσες αποδοχές» καθώς κρίνει, μεταξύ άλλων, ότι η αναζήτηση των ποσών προσκρούει «στις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου».
Το θέμα έχει τεθεί στην πολιτική ηγεσία, η οποία το γνωρίζει πολύ καλά και μάλιστα εδώ και αρκετό καιρό. Θα μπορούσε λοιπόν να έχει πάρει μια πολιτική απόφαση και να το ρυθμίσει νομοθετικά, όπως έχουν ζητήσει οι συνταξιούχοι εργαζόμενοι, αλλά ακόμα και υπηρεσιακοί παράγοντες.
Στα γραφεία των υπουργών
Οι τελευταίοι, μάλιστα, έχουν αποστείλει στους αρμόδιους για το θέμα υπουργούς νομοθετική τροποποίηση προκειμένου ν’ αντιμετωπιστεί το πρόβλημα για τις υπηρεσίες και κυρίως για τους συνταξιούχους εργαζόμενους που αγωνιούν, ξοδεύουν τα χρήματά τους, λες και τους περισσεύουν, σε δικηγόρους και αγωγές και ζουν σε συνθήκες ψυχολογικής κατάρρευσης με άμεσο αντίκτυπο στην υγεία τους και μάλιστα μετά από τόσες δεκαετίες εργασιακής προσφοράς και εξάντλησης.
Το in είναι σε θέση να γνωρίζει ότι στα γραφεία των αρμόδιων υπουργών βρίσκεται πρόταση νομοθετικής τροποποίησης η οποία ρυθμίζει «για πρώτη φορά και κατά τρόπο σαφή το όλο ζήτημα και προβλέπει τη μη αναζήτηση των μέχρι τώρα καταβληθεισών αποδοχών».
Σ’ αυτήν αναφέρεται, εισαγωγικά, μεταξύ άλλων, πως «η έλλειψη σαφούς διατύπωσης είχε ως συνέπεια η συντριπτική πλειοψηφία των φορέων να μην έχει προβεί σε μισθολογική επανακατάταξη του προσωπικού τους και να συνεχίζει την μισθοδοσία αυτών με βάση τις μισθολογικές αποδοχές που οι εργαζόμενοι είχαν κατά τον χρόνο υποβολής της σχετικής αίτησης συνταξιοδότησης».
Προστίθεται ότι «Αν στο κείμενο του ν. 43534/2015 είχε γίνει σαφής μνεία στην υποχρέωση αυτή με ειδικό προσδιορισμό ως προς επί μέρους ζητήματα (π.χ. μισθολογική επανακατάταξη ή την έκδοση συνταξιοδοτικής απόφασης, τρόπος γνωστοποίησης της υπαγωγής εργαζόμενου σε συνταξιοδοτικό καθεστώς) θα είχε διασφαλιστεί η ορθή και ενιαία εφαρμογή των σχετικών διατάξεων από τους φορείς».
«Εντελώς ανεπιεικές και άδικο»
Και το σημαντικότερο, όπως τονίζεται στην πρόταση νομοθετικής τροποποίησης, «είναι εντελώς ανεπιεικές και άδικο, εφόσον ήθελε θεωρηθεί ορθή η ως άνω ερμηνευτική άποψη του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, όλοι αυτοί οι εργαζόμενοι να υποχρεωθούν σε καταβολή αχρεωστήτως καταβληθέντων αποδοχών λόγω αναδρομικής μισθολογικής επανακατάταξης – υποβιβασμού (οι οποίοι καλόπιστα εισέπρατταν τις αποδοχές τους όλα αυτά τα χρόνια και σε κάθε περίπτωση δεν είναι οι ίδιο υπαίτιοι για την παράληψη επανακατάταξής τους)».
Πιο ξεκάθαρο δεν γίνεται. Το ερώτημα λοιπόν που τίθεται είναι γιατί μετά απ’ όλα αυτά δεν υπάρχει ακόμα πολιτική λύση από το υπουργείο Οικονομικών και συνεχίζουν να την πληρώνουν οι συνταξιούχοι εργαζόμενοι που δεν φταίνε σε τίποτα απολύτως;