Η ζωή και η δράση του ανθρώπου που λίγο έλειψε να καταπνίξει την Ελληνική Επανάσταση του 1821
-Τα άγνωστα περιστατικά και οι μεγάλες απώλειες του από την αναχώρηση του από την Αλεξάνδρεια ως την αποβίβαση των στρατευμάτων του στην Πελοπόννησο
Ιμπραήμ πασάς, ο άνθρωπος που λίγο έλειψε να σταθεί μοιραίος για την Ελληνική Επανάσταση του 1821 και να πετύχει όσα δεν είχαν καταφέρει τα προηγούμενα χρόνια (πριν το 1825), τα οθωμανικά στρατεύματα: να την καταπνίξει.
Ποιος ήταν ο Ιμπραήμ πασάς;
Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Μήπως ο Ιμπραήμ υπήρξε υπερτιμημένος; ‘Όχι τόσο στον τομέα των ικανοτήτων του, όσο στο θέμα της εκστρατείας του στην Ελλάδα. Οι περισσότερες Ελληνίδες και οι περισσότεροι Έλληνες, αν ρωτηθούν για αυτόν, θα απαντήσουν (όσες και όσοι ξέρουν…), ότι ήταν ένας φοβερός και τρομερός στρατιωτικός που συνέτριψε παντού τους Έλληνες και αν δεν είχα παρέμβει οι Μεγάλες Δυνάμεις και δεν ακολουθούσε η ναυμαχία του Ναβαρίνου και η εκστρατεία του Μεζόν στην Πελοπόννησο, σίγουρα θα είχε καταστείλει την Επανάσταση.
Το 2016, από τις ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΗΤΗΣ, κυκλοφόρησε ένα βιβλίο του αείμνηστου ιστορικού και ακαδημαϊκού Μιχαήλ Β. Σακελλαρίου (1912-2014), με τίτλο «Η απόβαση του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο καταλύτης για την αποδιοργάνωση της Ελληνικής Επανάστασης 24 Φεβρουαρίου- 23 Μαΐου 1825». Το συγκεκριμένο έργο, γράφτηκε απ’ τον αείμνηστο Μ. Σακελλαρίου, μεταξύ 1939- 1942. Σκόπευε να το συνεχίσει και να το εμπλουτίσει με στοιχεία από ευρωπαϊκά και αιγυπτιακά αρχεία, μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Όμως, η απόφασή του να ασχοληθεί με την αρχαία ελληνική ιστορία, τον έκαναν να μην ασχοληθεί περαιτέρω με τον Ιμπραήμ. Ωστόσο, το 2007, αποφάσισε να δει πάλι το υλικό που είχε συγκεντρώσει, 65 χρόνια πριν. Με μερικές προσθήκες και βελτιώσεις, το βιβλίο εκδόθηκε το 2016, φέρνοντας στο φως πολύτιμες και άγνωστες πληροφορίες για τον Ιμπραήμ και την δράση του, που ανατρέπουν πολλά απ’ όσα πιστεύαμε μέχρι σήμερα γι’ αυτόν.
Ο Ιμπραήμ πασάς γεννήθηκε το 1789 στην Καβάλα ή στο χωριό Νικηφόρος (παλαιότερα Νουσρατλί), της Δράμας. Ήταν γιος του αλβανικής καταγωγής Βαλή της Αιγύπτου Μοχάμετ Άλη και μιας Χριστιανής, γνωστής ως χήρας Τουρματζή. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, ήταν γιος της χήρας, από τον γάμο της με κάποιον Τουρματζή και ο Μοχάμετ Άλη τον υιοθέτησε. Πήρε μόρφωση από Ευρωπαίους παιδαγωγούς. Ήταν κοντός και παχύς, τολμηρός αποφασιστικός και παράφορος. Μετά τον διορισμό του πατέρα του ως αντιβασιλέα της Αιγύπτου (1805), ο Ιμπραήμ άρχισε να δείχνει τις στρατιωτικές του ικανότητες. Ο Μοχάμετ Άλη, λόγω του ατίθασου χαρακτήρα του, τον εξόρισε αρχικά στο εσωτερικό της Αιγύπτου, όμως σύντομα τον χρειάστηκε για να εξοντώσει τους Μαμελούκους που λυμαίνονταν το Σουλτανάτο της Αιγύπτου.
Το 1818, κατέστειλε την εξέγερση των Βαχαβιτών, μιας μουσουλμανικής αίρεσης και επανέφερε τη Μεδίνα, ιερή πόλη των Μουσουλμάνων, στην οθωμανική επικράτεια. Για ανταμοιβή, ο σουλτάνος Μαχμούτ Β’ του ανέθεσε το πασαλίκι της Μέκκας και τον ονόμασε πασά με τρεις ιππουρίδες (αλογοουρές) καθιστώντας τον ισότιμο με τον πατέρα του. Από τότε ασχολήθηκε συστηματικά με τη σωστή οργάνωση του αιγυπτιακού στρατού και για τον σκοπό αυτό χρησιμοποίησε σε καίριες θέσεις Γάλλους, κυρίως, αξιωματικούς που είχαν πάρει μέρος στους ναπολεόντειους πολέμους. Στην προσπάθειά του αυτή, συνάντησε πολλές αντιδράσεις από τους Αιγύπτιους αξιωματικούς ωστόσο κατάφερε να επιβληθεί. Έτσι, το 1823, ο στρατός της αντιβασιλείας της Αιγύπτου, απαρτιζόταν από 100.000 άνδρες αρκετά καλά γυμνασμένους και ετοιμοπόλεμους.
Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Μήπως ο Ιμπραήμ υπήρξε υπερτιμημένος; ‘Όχι τόσο στον τομέα των ικανοτήτων του, όσο στο θέμα της εκστρατείας του στην Ελλάδα. Οι περισσότερες Ελληνίδες και οι περισσότεροι Έλληνες, αν ρωτηθούν για αυτόν, θα απαντήσουν (όσες και όσοι ξέρουν…), ότι ήταν ένας φοβερός και τρομερός στρατιωτικός που συνέτριψε παντού τους Έλληνες και αν δεν είχα παρέμβει οι Μεγάλες Δυνάμεις και δεν ακολουθούσε η ναυμαχία του Ναβαρίνου και η εκστρατεία του Μεζόν στην Πελοπόννησο, σίγουρα θα είχε καταστείλει την Επανάσταση.
Το 2016, από τις ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΗΤΗΣ, κυκλοφόρησε ένα βιβλίο του αείμνηστου ιστορικού και ακαδημαϊκού Μιχαήλ Β. Σακελλαρίου (1912-2014), με τίτλο «Η απόβαση του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο καταλύτης για την αποδιοργάνωση της Ελληνικής Επανάστασης 24 Φεβρουαρίου- 23 Μαΐου 1825». Το συγκεκριμένο έργο, γράφτηκε απ’ τον αείμνηστο Μ. Σακελλαρίου, μεταξύ 1939- 1942. Σκόπευε να το συνεχίσει και να το εμπλουτίσει με στοιχεία από ευρωπαϊκά και αιγυπτιακά αρχεία, μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Όμως, η απόφασή του να ασχοληθεί με την αρχαία ελληνική ιστορία, τον έκαναν να μην ασχοληθεί περαιτέρω με τον Ιμπραήμ. Ωστόσο, το 2007, αποφάσισε να δει πάλι το υλικό που είχε συγκεντρώσει, 65 χρόνια πριν. Με μερικές προσθήκες και βελτιώσεις, το βιβλίο εκδόθηκε το 2016, φέρνοντας στο φως πολύτιμες και άγνωστες πληροφορίες για τον Ιμπραήμ και την δράση του, που ανατρέπουν πολλά απ’ όσα πιστεύαμε μέχρι σήμερα γι’ αυτόν.
Ο Ιμπραήμ πασάς γεννήθηκε το 1789 στην Καβάλα ή στο χωριό Νικηφόρος (παλαιότερα Νουσρατλί), της Δράμας. Ήταν γιος του αλβανικής καταγωγής Βαλή της Αιγύπτου Μοχάμετ Άλη και μιας Χριστιανής, γνωστής ως χήρας Τουρματζή. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, ήταν γιος της χήρας, από τον γάμο της με κάποιον Τουρματζή και ο Μοχάμετ Άλη τον υιοθέτησε. Πήρε μόρφωση από Ευρωπαίους παιδαγωγούς. Ήταν κοντός και παχύς, τολμηρός αποφασιστικός και παράφορος. Μετά τον διορισμό του πατέρα του ως αντιβασιλέα της Αιγύπτου (1805), ο Ιμπραήμ άρχισε να δείχνει τις στρατιωτικές του ικανότητες. Ο Μοχάμετ Άλη, λόγω του ατίθασου χαρακτήρα του, τον εξόρισε αρχικά στο εσωτερικό της Αιγύπτου, όμως σύντομα τον χρειάστηκε για να εξοντώσει τους Μαμελούκους που λυμαίνονταν το Σουλτανάτο της Αιγύπτου.
Το 1818, κατέστειλε την εξέγερση των Βαχαβιτών, μιας μουσουλμανικής αίρεσης και επανέφερε τη Μεδίνα, ιερή πόλη των Μουσουλμάνων, στην οθωμανική επικράτεια. Για ανταμοιβή, ο σουλτάνος Μαχμούτ Β’ του ανέθεσε το πασαλίκι της Μέκκας και τον ονόμασε πασά με τρεις ιππουρίδες (αλογοουρές) καθιστώντας τον ισότιμο με τον πατέρα του. Από τότε ασχολήθηκε συστηματικά με τη σωστή οργάνωση του αιγυπτιακού στρατού και για τον σκοπό αυτό χρησιμοποίησε σε καίριες θέσεις Γάλλους, κυρίως, αξιωματικούς που είχαν πάρει μέρος στους ναπολεόντειους πολέμους. Στην προσπάθειά του αυτή, συνάντησε πολλές αντιδράσεις από τους Αιγύπτιους αξιωματικούς ωστόσο κατάφερε να επιβληθεί. Έτσι, το 1823, ο στρατός της αντιβασιλείας της Αιγύπτου, απαρτιζόταν από 100.000 άνδρες αρκετά καλά γυμνασμένους και ετοιμοπόλεμους.
Η Επανάσταση ως το 1824
Τα πρώτα χρόνια της Επανάστασης του 1821, οι Ελληνικές δυνάμεις υπερίσχυσαν σχεδόν παντού σε στεριά και θάλασσα, των Οθωμανικών. Το 1823, η δύναμη της αντίστασης των Οθωμανών μειώθηκε ακόμα περισσότερο και η Επανάσταση είχε εδραιωθεί και ο εχθρός φαινόταν ανίκανος να την καταστείλει. Και μέσα στα ελευθερωμένα από τους Έλληνες εδάφη μόνο λίγα φρούρια, κι αυτά αποκλεισμένα, παρέμεναν στα χέρια των Τούρκων: της Αθήνας, της Ναυπάκτου, της Καρύστου, της Πάτρας, της Μεθώνης και της Κορώνης.
Κι ενώ οι Οθωμανοί φαίνονταν αποδυναμωμένοι και οι Έλληνες σε πολύ πλεονεκτική θέση, οι εσωτερικές έχθρες, ο φανατισμός και προσωπικές φιλοδοξίες, οδήγησαν από τα τέλη του 1823 ως τις αρχές του 1825 σε εμφύλιες συγκρούσεις, δύο φορές, που λίγο έλειψε να προκαλέσουν το τέλος και την αποτυχία, την «αυτοκατάλυση» της Επανάστασης.
Βλέποντας την κατάσταση αυτή ο σουλτάνος αποφάσισε να κινητοποιήσει και να αξιοποιήσει περισσότερες στρατιωτικές δυνάμεις. Έτσι απευθύνθηκε στον ημιανεξάρτητο «υφιστάμενό» του, Μοχάμετ Άλη της Αιγύπτου που ήταν ο πρώτος επικεφαλής ισλαμικής χώρας που προσανατολιζόταν προς τη Δύση. Οι δυο τους αποφάσισαν να συμπράξουν. Ο μεν σουλτάνος θα κατέπνιγε την Επανάσταση στα νησιά, ενώ ο δεύτερος θα καταλάμβανε την Κρήτη και την Πελοπόννησο, τις οποίες, αν όλα πήγαιναν όπως τα είχαν σχεδιάσει, θα του παραχωρούσε μετά την καταστολή της Επανάστασης ο σουλτάνος.
Η εκστρατεία άρχισε να σχεδιάζεται στις αρχές του 1824.
Τα πρώτα χρόνια της Επανάστασης του 1821, οι Ελληνικές δυνάμεις υπερίσχυσαν σχεδόν παντού σε στεριά και θάλασσα, των Οθωμανικών. Το 1823, η δύναμη της αντίστασης των Οθωμανών μειώθηκε ακόμα περισσότερο και η Επανάσταση είχε εδραιωθεί και ο εχθρός φαινόταν ανίκανος να την καταστείλει. Και μέσα στα ελευθερωμένα από τους Έλληνες εδάφη μόνο λίγα φρούρια, κι αυτά αποκλεισμένα, παρέμεναν στα χέρια των Τούρκων: της Αθήνας, της Ναυπάκτου, της Καρύστου, της Πάτρας, της Μεθώνης και της Κορώνης.
Κι ενώ οι Οθωμανοί φαίνονταν αποδυναμωμένοι και οι Έλληνες σε πολύ πλεονεκτική θέση, οι εσωτερικές έχθρες, ο φανατισμός και προσωπικές φιλοδοξίες, οδήγησαν από τα τέλη του 1823 ως τις αρχές του 1825 σε εμφύλιες συγκρούσεις, δύο φορές, που λίγο έλειψε να προκαλέσουν το τέλος και την αποτυχία, την «αυτοκατάλυση» της Επανάστασης.
Βλέποντας την κατάσταση αυτή ο σουλτάνος αποφάσισε να κινητοποιήσει και να αξιοποιήσει περισσότερες στρατιωτικές δυνάμεις. Έτσι απευθύνθηκε στον ημιανεξάρτητο «υφιστάμενό» του, Μοχάμετ Άλη της Αιγύπτου που ήταν ο πρώτος επικεφαλής ισλαμικής χώρας που προσανατολιζόταν προς τη Δύση. Οι δυο τους αποφάσισαν να συμπράξουν. Ο μεν σουλτάνος θα κατέπνιγε την Επανάσταση στα νησιά, ενώ ο δεύτερος θα καταλάμβανε την Κρήτη και την Πελοπόννησο, τις οποίες, αν όλα πήγαιναν όπως τα είχαν σχεδιάσει, θα του παραχωρούσε μετά την καταστολή της Επανάστασης ο σουλτάνος.
Η εκστρατεία άρχισε να σχεδιάζεται στις αρχές του 1824.
Η εκστρατεία του Ιμπραήμ στην Ελλάδα
Η προετοιμασία της κράτησε αρκετούς μήνες. Στο επιτελείο του Ιμπραήμ ανήκαν Ευρωπαίοι αξιωματικοί όπως αναφέραμε, με επικεφαλής τον Γάλλο εξωμότη de Seve που έγινε γνωστός ως Σο(υ)λεϊμάν μπέης. Ο Ιμπραήμ άρχισε να συγκεντρώνει και να εκπαιδεύει στρατό, να μαζεύει χρήματα, πολεμικό υλικό και τρόφιμα και να ναυλώνει ευρωπαϊκά φορτηγά για να μεταφέρει τον στρατό του στην Ελλάδα. Είχε φροντίσει ακόμα και να δωροδοκήσει Ευρωπαίους τυχοδιώκτες που εμφανιζόμενοι ως φιλέλληνες, γύριζαν σε διάφορα μέρη της χώρας μας συγκεντρώνοντας πληροφορίες που τις μετέφεραν στη συνέχεια στον Ιμπραήμ. Αυτός πίστευε ότι ως την άνοιξη του 1824 θα είχε ολοκληρώσει τις ετοιμασίες του και θα έφτανε στην Ελλάδα.
Στα αρχικά σχέδιά του ήταν να κάνει απόβαση στην Πάτρα και το Νεόκαστρο και να καταστρέψει την Ύδρα και τις Σπέτσες.
Όμως επιδημίες, μια καταστρεπτική πυρκαγιά στην ακρόπολη της πρωτεύουσάς του και επαναστάσεις στη Συρία και την Άνω Αίγυπτο καθυστέρησαν τις ετοιμασίες του.
Οι Έλληνες μάθαιναν από διάφορες πηγές για τις ετοιμασίες του πασά της Αιγύπτου εναντίον τους. Ήταν όμως τόσο πολύ απορροφημένοι τις εμφύλιες διαμάχες που δεν έκαναν απολύτως τίποτε. Ο στόλος, το μεγαλύτερο όπλο της χώρας μας, είχε διαταγή από το νέο Εκτελεστικό να στραφεί εναντίον του παλαιού! Έτσι χωρίς καμία αντίσταση ο αιγυπτιακός στόλος με αλβανικό αποβατικό σώμα, κατέλαβε την Κρήτη. Ένα προπύργιο της Επανάστασης έπεσε και ο εχθρός απέκτησε μια σημαντική βάση για τη συνέχιση των επιχειρήσεών του.
Η προετοιμασία της κράτησε αρκετούς μήνες. Στο επιτελείο του Ιμπραήμ ανήκαν Ευρωπαίοι αξιωματικοί όπως αναφέραμε, με επικεφαλής τον Γάλλο εξωμότη de Seve που έγινε γνωστός ως Σο(υ)λεϊμάν μπέης. Ο Ιμπραήμ άρχισε να συγκεντρώνει και να εκπαιδεύει στρατό, να μαζεύει χρήματα, πολεμικό υλικό και τρόφιμα και να ναυλώνει ευρωπαϊκά φορτηγά για να μεταφέρει τον στρατό του στην Ελλάδα. Είχε φροντίσει ακόμα και να δωροδοκήσει Ευρωπαίους τυχοδιώκτες που εμφανιζόμενοι ως φιλέλληνες, γύριζαν σε διάφορα μέρη της χώρας μας συγκεντρώνοντας πληροφορίες που τις μετέφεραν στη συνέχεια στον Ιμπραήμ. Αυτός πίστευε ότι ως την άνοιξη του 1824 θα είχε ολοκληρώσει τις ετοιμασίες του και θα έφτανε στην Ελλάδα.
Στα αρχικά σχέδιά του ήταν να κάνει απόβαση στην Πάτρα και το Νεόκαστρο και να καταστρέψει την Ύδρα και τις Σπέτσες.
Όμως επιδημίες, μια καταστρεπτική πυρκαγιά στην ακρόπολη της πρωτεύουσάς του και επαναστάσεις στη Συρία και την Άνω Αίγυπτο καθυστέρησαν τις ετοιμασίες του.
Οι Έλληνες μάθαιναν από διάφορες πηγές για τις ετοιμασίες του πασά της Αιγύπτου εναντίον τους. Ήταν όμως τόσο πολύ απορροφημένοι τις εμφύλιες διαμάχες που δεν έκαναν απολύτως τίποτε. Ο στόλος, το μεγαλύτερο όπλο της χώρας μας, είχε διαταγή από το νέο Εκτελεστικό να στραφεί εναντίον του παλαιού! Έτσι χωρίς καμία αντίσταση ο αιγυπτιακός στόλος με αλβανικό αποβατικό σώμα, κατέλαβε την Κρήτη. Ένα προπύργιο της Επανάστασης έπεσε και ο εχθρός απέκτησε μια σημαντική βάση για τη συνέχιση των επιχειρήσεών του.
Η κυβέρνηση που επικράτησε στον εμφύλιο, έδωσε αμνηστία στους ηττημένους αντιπάλους της στις 2/14 Ιουνίου 1824. Ωστόσο το χαμένο έδαφος ήταν πολύ δύσκολο να ανακτηθεί σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Οι Τούρκοι από τα Δαρδανέλια και οι Αιγύπτιοι από την Κρήτη άρχισαν τα χτυπήματα. Πρώτος ο αιγυπτιακός στόλος κινήθηκε προς την Κάσο και την κατέστρεψε στα τέλη Μαΐου 1824. Ακολούθησαν τα Ψαρά που κατέστρεψε ο τουρκικός στόλος με επικεφαλής τον ναύαρχο Χοσρέφ στις 21 Ιουνίου/3 Ιουλίου 1824. Και στις δύο περιπτώσεις, ο ελληνικός στόλος με επικεφαλής τον Δημήτριο Σαχτούρη στην πρώτη περίπτωση και τον Ανδρέα Μιαούλη στη δεύτερη, έφτασε με καθυστέρηση. Παράλληλα, ο Μοχάμετ Άλη προετοίμαζε το εκστρατευτικό σώμα για την επιχείρηση στην Πελοπόννησο.
Στα τέλη Ιουνίου, το εκστρατευτικό σώμα ήταν έτοιμο. Απαρτιζόταν από 4 συντάγματα. Οι μάχιμοι άνδρες ήταν 19.605. Υπήρχαν ακόμα 2.000 ιπποκόμοι και 4.000 υπηρέτες. Συνολικά, ο Μοχάμετ Άλη έστειλε στην Ελλάδα 26.000 άνδρες με αρχηγό τον Ιμπραήμ που περιστοιχιζόταν από διάφορους Ανατολίτες αξιωματούχους.
Η ανώτατη διοίκηση δεν είχε λάβει εκπαίδευση αξιωματικού του τακτικού στρατού. Προσκολλήθηκαν όμως στο εκστρατευτικό σώμα σαν εκπαιδευτές και έντεκα Ευρωπαίοι αξιωματικοί: 9 του Πεζικού, ένας του Μηχανικού και ένας των Σκαπανέων. Κορυφαίος όλων, ο Ιταλός Giovanni Romei, Ιταλός Συνταγματάρχης του Μηχανικού, παλαιός αξιωματικός στον στρατό του Ναπολέοντα.
Πολλά ευρωπαϊκά πλοία ήταν έτοιμα από καιρό για να μεταφέρουν το αιγυπτιακό εκστρατευτικό σώμα και τα εφόδιά του. Για να εξαπατήσουν τον ελληνικό στόλο όσα μετέφεραν τρόφιμα, εφοδιάστηκαν με ψεύτικα ναυλωτικά, ότι δήθεν το φορτίο τους προοριζόταν για τη Μάλτα, τα νησιά του Ιονίου και λιμάνια της Αδριατικής.
Στις αρχές Ιουλίου 1824, 272 πολεμικά και μεταγωγικά πλοία του αιγυπτιακού, οθωμανικού και τυνησιακού στόλου απέπλευσαν από την Αλεξάνδρεια για τις ελληνικές θάλασσες.
Οι Τούρκοι από τα Δαρδανέλια και οι Αιγύπτιοι από την Κρήτη άρχισαν τα χτυπήματα. Πρώτος ο αιγυπτιακός στόλος κινήθηκε προς την Κάσο και την κατέστρεψε στα τέλη Μαΐου 1824. Ακολούθησαν τα Ψαρά που κατέστρεψε ο τουρκικός στόλος με επικεφαλής τον ναύαρχο Χοσρέφ στις 21 Ιουνίου/3 Ιουλίου 1824. Και στις δύο περιπτώσεις, ο ελληνικός στόλος με επικεφαλής τον Δημήτριο Σαχτούρη στην πρώτη περίπτωση και τον Ανδρέα Μιαούλη στη δεύτερη, έφτασε με καθυστέρηση. Παράλληλα, ο Μοχάμετ Άλη προετοίμαζε το εκστρατευτικό σώμα για την επιχείρηση στην Πελοπόννησο.
Στα τέλη Ιουνίου, το εκστρατευτικό σώμα ήταν έτοιμο. Απαρτιζόταν από 4 συντάγματα. Οι μάχιμοι άνδρες ήταν 19.605. Υπήρχαν ακόμα 2.000 ιπποκόμοι και 4.000 υπηρέτες. Συνολικά, ο Μοχάμετ Άλη έστειλε στην Ελλάδα 26.000 άνδρες με αρχηγό τον Ιμπραήμ που περιστοιχιζόταν από διάφορους Ανατολίτες αξιωματούχους.
Η ανώτατη διοίκηση δεν είχε λάβει εκπαίδευση αξιωματικού του τακτικού στρατού. Προσκολλήθηκαν όμως στο εκστρατευτικό σώμα σαν εκπαιδευτές και έντεκα Ευρωπαίοι αξιωματικοί: 9 του Πεζικού, ένας του Μηχανικού και ένας των Σκαπανέων. Κορυφαίος όλων, ο Ιταλός Giovanni Romei, Ιταλός Συνταγματάρχης του Μηχανικού, παλαιός αξιωματικός στον στρατό του Ναπολέοντα.
Πολλά ευρωπαϊκά πλοία ήταν έτοιμα από καιρό για να μεταφέρουν το αιγυπτιακό εκστρατευτικό σώμα και τα εφόδιά του. Για να εξαπατήσουν τον ελληνικό στόλο όσα μετέφεραν τρόφιμα, εφοδιάστηκαν με ψεύτικα ναυλωτικά, ότι δήθεν το φορτίο τους προοριζόταν για τη Μάλτα, τα νησιά του Ιονίου και λιμάνια της Αδριατικής.
Στις αρχές Ιουλίου 1824, 272 πολεμικά και μεταγωγικά πλοία του αιγυπτιακού, οθωμανικού και τυνησιακού στόλου απέπλευσαν από την Αλεξάνδρεια για τις ελληνικές θάλασσες.
Τα παθήματα του Ιμπραήμ
Η νηοπομπή αυτή όμως δεν μπόρεσε να διατηρηθεί σε τάξη. Πολλά πλοία σκόρπισαν και απομακρύνθηκαν. Πρώτος σταθμός των πλοίων ήταν η Μάκρη (Μαρμάρι) όπου γιόρτασαν το Ραμαζάνι και έπειτα κατευθύνθηκαν στη Ρόδο όπου έφτασαν στις αρχές Αυγούστου 1824. Την ίδια εποχή, ο Χοσρέφ επιδίωκε να καταλάβει τη Σάμο. Όμως πλέον ο ελληνικός στόλος με επικεφαλής τον Μιαούλη βρισκόταν στη θέση του. Ο Χοσρέφ ζήτησε τη βοήθεια του Ιμπραήμ που βρισκόταν στην Αλικαρνασσό κι εκείνος θεωρώντας πως θα είχε εύκολο έργο, συμφώνησε.
Στη ναυμαχία του Γέροντα όμως ο ελληνικός στόλος συνέτριψε τους επιτιθέμενους εχθρούς (29/8/1824) και πυρπόλησε την τυνησιακή ναυαρχίδα. Ο Ιμπραήμ πείσμωσε και στοχοποίησε τη Σάμο. Και πάλι όμως ο Μιαούλης βρέθηκε μπροστά του και τον σταμάτησε μπροστά στο νησί (9/21 Σεπτεμβρίου 1824). Και όχι μόνο αυτό. Καταδίωξε τους δύο στόλους ανάμεσα στις Κυκλάδες κοντά στην Ικαρία, έξω απ’ τη Χίο και τη Λέσβο και ματαίωσε μια απόπειρά τους να ξαναγυρίσουν στην Αλικαρνασσό. Η… σύμπραξη των δυο πασάδων διακόπηκε άδοξα. Ο Χοσρέφ μετά από σουλτανική διαταγή επέστρεψε στη βάση του, αφήνοντας 15 πλοία στον Ιμπραήμ που γύρισε στην Αλικαρνασσό στις 10/22 Οκτωβρίου. Είχε όμως χάσει πολύτιμο χρόνο και δυνάμεις.
Οι πλοίαρχοι των ναυλωμένων ευρωπαϊκών σκαφών ζητούσαν να πληρωθούν και να φύγουν. Θανατηφόρες ασθένειες έπληξαν τον στρατό του στην Αλικαρνασσό. Με το πείσμα και με σκληρές τιμωρίες επέβαλε την πειθαρχία.
Στις 25 Οκτωβρίου, μέσα σε σφοδρή κακοκαιρία, έδωσε εντολή στον στόλο του να ξεκινήσει για την Πελοπόννησο. Στις 2/14 Νοεμβρίου εμφανίστηκε πάλι ο ελληνικός στόλος με τον Μιαούλη επικεφαλής, που άρχισε να καταδιώκει τον εχθρικό. Ο Ιμπραήμ απελπισμένος, έδωσε σήμα ,να σωθεί όπως μπορεί το κάθε πλοίο. Ο στόλος του σκόρπισε. Ο Ιμπραήμ έφτασε στη Σούδα. Άλλα πλοία γύρισαν στη Ρόδο και το Μαρμάρι ενώ κάποια έφτασαν στην Αλεξάνδρεια! Οι απώλειες του Ιμπραήμ ήταν τεράστιες. Στα χέρια των Ελλήνων, ανάμεσα στα άλλα, έπεσαν μια σακολέβα με πολλά χρήματα, πέντε ευρωπαϊκά μεταγωγικά με 1.700 άνδρες ,σχεδόν όλους του 6ου Συντάγματος και δέκα αυστριακά, με άλογα, ιππείς, εφόδια και τρόφιμα. Ο ελληνικός στόλος στις 12/24 Νοεμβρίου αποσύρθηκε στις βάσεις του για τις αναγκαίες επισκευές.
Η νηοπομπή αυτή όμως δεν μπόρεσε να διατηρηθεί σε τάξη. Πολλά πλοία σκόρπισαν και απομακρύνθηκαν. Πρώτος σταθμός των πλοίων ήταν η Μάκρη (Μαρμάρι) όπου γιόρτασαν το Ραμαζάνι και έπειτα κατευθύνθηκαν στη Ρόδο όπου έφτασαν στις αρχές Αυγούστου 1824. Την ίδια εποχή, ο Χοσρέφ επιδίωκε να καταλάβει τη Σάμο. Όμως πλέον ο ελληνικός στόλος με επικεφαλής τον Μιαούλη βρισκόταν στη θέση του. Ο Χοσρέφ ζήτησε τη βοήθεια του Ιμπραήμ που βρισκόταν στην Αλικαρνασσό κι εκείνος θεωρώντας πως θα είχε εύκολο έργο, συμφώνησε.
Στη ναυμαχία του Γέροντα όμως ο ελληνικός στόλος συνέτριψε τους επιτιθέμενους εχθρούς (29/8/1824) και πυρπόλησε την τυνησιακή ναυαρχίδα. Ο Ιμπραήμ πείσμωσε και στοχοποίησε τη Σάμο. Και πάλι όμως ο Μιαούλης βρέθηκε μπροστά του και τον σταμάτησε μπροστά στο νησί (9/21 Σεπτεμβρίου 1824). Και όχι μόνο αυτό. Καταδίωξε τους δύο στόλους ανάμεσα στις Κυκλάδες κοντά στην Ικαρία, έξω απ’ τη Χίο και τη Λέσβο και ματαίωσε μια απόπειρά τους να ξαναγυρίσουν στην Αλικαρνασσό. Η… σύμπραξη των δυο πασάδων διακόπηκε άδοξα. Ο Χοσρέφ μετά από σουλτανική διαταγή επέστρεψε στη βάση του, αφήνοντας 15 πλοία στον Ιμπραήμ που γύρισε στην Αλικαρνασσό στις 10/22 Οκτωβρίου. Είχε όμως χάσει πολύτιμο χρόνο και δυνάμεις.
Οι πλοίαρχοι των ναυλωμένων ευρωπαϊκών σκαφών ζητούσαν να πληρωθούν και να φύγουν. Θανατηφόρες ασθένειες έπληξαν τον στρατό του στην Αλικαρνασσό. Με το πείσμα και με σκληρές τιμωρίες επέβαλε την πειθαρχία.
Στις 25 Οκτωβρίου, μέσα σε σφοδρή κακοκαιρία, έδωσε εντολή στον στόλο του να ξεκινήσει για την Πελοπόννησο. Στις 2/14 Νοεμβρίου εμφανίστηκε πάλι ο ελληνικός στόλος με τον Μιαούλη επικεφαλής, που άρχισε να καταδιώκει τον εχθρικό. Ο Ιμπραήμ απελπισμένος, έδωσε σήμα ,να σωθεί όπως μπορεί το κάθε πλοίο. Ο στόλος του σκόρπισε. Ο Ιμπραήμ έφτασε στη Σούδα. Άλλα πλοία γύρισαν στη Ρόδο και το Μαρμάρι ενώ κάποια έφτασαν στην Αλεξάνδρεια! Οι απώλειες του Ιμπραήμ ήταν τεράστιες. Στα χέρια των Ελλήνων, ανάμεσα στα άλλα, έπεσαν μια σακολέβα με πολλά χρήματα, πέντε ευρωπαϊκά μεταγωγικά με 1.700 άνδρες ,σχεδόν όλους του 6ου Συντάγματος και δέκα αυστριακά, με άλογα, ιππείς, εφόδια και τρόφιμα. Ο ελληνικός στόλος στις 12/24 Νοεμβρίου αποσύρθηκε στις βάσεις του για τις αναγκαίες επισκευές.
Ο εφησυχασμός που προκλήθηκε στην ελληνική πλευρά οδήγησε σε νέο γύρο εμφύλιων συγκρούσεων. Επί ένα μήνα οι Έλληνες σπαράζονταν στον Μοριά. Η Πύλη πίεζε τον Ιμπραήμ να περάσει στην Πελοπόννησο επωφελούμενος από τον ελληνικό εμφύλιο. Ο Αιγύπτιος πήγε στη Ρόδο και το Μαρμάρι και οδήγησε στη Σούδα όσα πλοία είχαν παραμείνει εκεί. Έστειλε στην Κορώνη και τη Μεθώνη μια γολέτα κι ένα μπρίκι με τρεις λόχους για να ενισχύσουν τα φρούρια που πολιορκούσαν οι Έλληνες. Το μπρίκι όμως χάλασε από τη θαλασσοταραχή και γύρισε πίσω αλλά η γαλέτα κατάφερε να αποβιβάσει δυνάμεις και εφόδια.
Παράλληλα, ο Μοχάμετ Άλη έστειλε στο Μαρμάρι τα πλοία που είχαν επιστρέψει στην Αλεξάνδρεια μετά τον διασκορπισμό τους. Ο Ιμπραήμ έφυγε από τη Σούδα για να τα παραλάβει. Στην επιστροφή του αυτή, τον βρήκε νέα κακοτυχία. Σφοδρή τρικυμία έπληξε τη νηοπομπή. Τα περισσότερα από τα 36 πολεμικά και φορτηγά γύρισαν στην Αλεξάνδρεια και το Μαρμάρι. Μόνο 5 φρεγάτες, τρία μπρίκια και μερικά μικρότερα έφτασαν με τον Ιμπραήμ στη Σούδα. Ένα από αυτά που σκόρπισαν, το συνάντησε η γαλέτα του Μπόταση και το έκαψε. Μερικά μικρά πολεμικά και φορτηγά πλοία έφτασαν σκόρπια στη Σούδα στις αρχές Φεβρουαρίου, ενώ όσα πήγαν στην Αλεξάνδρεια έμειναν εκεί ως τις 6/18 Μαρτίου. Και στην Κρήτη όμως, ο αιγυπτιακός στρατός είχε πολλά προβλήματα. Έβρεχε συνεχώς και έκανε πολύ κρύο. Φορώντας ελαφριά ρούχα, πολλοί άνδρες του Ιμπραήμ, αρρώστησαν. Οι επιδημίες θέριζαν. Οι σκοτωμένοι, πνιγμένοι, αιχμάλωτοι και τα θύματα των ασθενειών που θέρισαν τους Αιγύπτιους στην Αλικαρνασσό, στη Ρόδο και τη Σούδα ήταν 7.000! Η συνοχή του στρατού, διατηρήθηκε χάρη στη σκληρότατη πειθαρχία που επέβαλε ο Ιμπραήμ.
Χρησιμοποιούσε πνευματικά μέσα με τους ιμάμηδες που συνόδευαν τον στρατό και σωματικές τιμωρίες. Σε μεγάλη χρήση, ήταν η ποινή του ραβδισμού, την οποία δέχονταν ακόμα και Ταγματάρχες και Λοχαγοί! Και στο ιππικό είχε όμως μεγάλες απώλειες ο Ιμπραήμ. Τουλάχιστον 1.200 ιππείς και 1.500 άλογα σε σύνολο 2.000 χάθηκαν. Δύο Λόχοι Σκαπανέων έπεσαν στα χέρια των Ελλήνων και άλλοι δύο ήταν στα πλοία που επέστρεψαν στην Αλεξάνδρεια. Από τους σωματοφύλακες του Ιμπραήμ, μόνο 80 επέζησαν. Οι υπόλοιποι πνίγηκαν ή πέθαναν από τις κακουχίες. 20 πλοία πιάστηκαν από τους Έλληνες και άλλα τόσα βυθίστηκαν. Ο Ιμπραήμ υποχρεώθηκε να πληρώσει επιπλέον χρήματα για να παρατείνει τη ναύλωση των ευρωπαϊκών πλοίων.
Παράλληλα, ο Μοχάμετ Άλη έστειλε στο Μαρμάρι τα πλοία που είχαν επιστρέψει στην Αλεξάνδρεια μετά τον διασκορπισμό τους. Ο Ιμπραήμ έφυγε από τη Σούδα για να τα παραλάβει. Στην επιστροφή του αυτή, τον βρήκε νέα κακοτυχία. Σφοδρή τρικυμία έπληξε τη νηοπομπή. Τα περισσότερα από τα 36 πολεμικά και φορτηγά γύρισαν στην Αλεξάνδρεια και το Μαρμάρι. Μόνο 5 φρεγάτες, τρία μπρίκια και μερικά μικρότερα έφτασαν με τον Ιμπραήμ στη Σούδα. Ένα από αυτά που σκόρπισαν, το συνάντησε η γαλέτα του Μπόταση και το έκαψε. Μερικά μικρά πολεμικά και φορτηγά πλοία έφτασαν σκόρπια στη Σούδα στις αρχές Φεβρουαρίου, ενώ όσα πήγαν στην Αλεξάνδρεια έμειναν εκεί ως τις 6/18 Μαρτίου. Και στην Κρήτη όμως, ο αιγυπτιακός στρατός είχε πολλά προβλήματα. Έβρεχε συνεχώς και έκανε πολύ κρύο. Φορώντας ελαφριά ρούχα, πολλοί άνδρες του Ιμπραήμ, αρρώστησαν. Οι επιδημίες θέριζαν. Οι σκοτωμένοι, πνιγμένοι, αιχμάλωτοι και τα θύματα των ασθενειών που θέρισαν τους Αιγύπτιους στην Αλικαρνασσό, στη Ρόδο και τη Σούδα ήταν 7.000! Η συνοχή του στρατού, διατηρήθηκε χάρη στη σκληρότατη πειθαρχία που επέβαλε ο Ιμπραήμ.
Χρησιμοποιούσε πνευματικά μέσα με τους ιμάμηδες που συνόδευαν τον στρατό και σωματικές τιμωρίες. Σε μεγάλη χρήση, ήταν η ποινή του ραβδισμού, την οποία δέχονταν ακόμα και Ταγματάρχες και Λοχαγοί! Και στο ιππικό είχε όμως μεγάλες απώλειες ο Ιμπραήμ. Τουλάχιστον 1.200 ιππείς και 1.500 άλογα σε σύνολο 2.000 χάθηκαν. Δύο Λόχοι Σκαπανέων έπεσαν στα χέρια των Ελλήνων και άλλοι δύο ήταν στα πλοία που επέστρεψαν στην Αλεξάνδρεια. Από τους σωματοφύλακες του Ιμπραήμ, μόνο 80 επέζησαν. Οι υπόλοιποι πνίγηκαν ή πέθαναν από τις κακουχίες. 20 πλοία πιάστηκαν από τους Έλληνες και άλλα τόσα βυθίστηκαν. Ο Ιμπραήμ υποχρεώθηκε να πληρώσει επιπλέον χρήματα για να παρατείνει τη ναύλωση των ευρωπαϊκών πλοίων.
Παρ’ όλα αυτά, τον Φεβρουάριο του 1825, με 7 μήνες καθυστέρηση, ήταν έτοιμος να αποβιβασθεί στην Πελοπόννησο. Ακόμα και η αποβίβαση των δυνάμεών του στον Μοριά ήταν τραγελαφική. Στις 12 και 13 Φεβρουαρίου 1825, έφτασε το πρώτο «κύμα». Ωστόσο, 50 άνδρες πνίγηκαν κατά την αποβίβαση στη Μεθώνη!
Στις 5/17 Μαρτίου, έφτασε το δεύτερο «κύμα». Επικράτησε μεγάλη σύγχυση και σημειώθηκαν δυστυχήματα και απώλεια υλικού που έπεσε στη θάλασσα. Με το τρίτο «κύμα», έφτασαν στον Μοριά πολεμικό υλικό και άλλα εφόδια. Αυτές ήταν οι περιπέτειες του Ιμπραήμ μέχρι να φτάσει στην Πελοπόννησο. Με τα όσα έγιναν στη συνέχεια θα ασχοληθούμε σε επόμενο άρθρο.
Βασική πηγή για το άρθρο ήταν το βιβλίο του Μιχαήλ Β. Σακελλαρίου «Η απόβαση του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο καταλύτης για την αποδιοργάνωση της Ελληνικής Επανάστασης», ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΗΤΗΣ, 2016
Στις 5/17 Μαρτίου, έφτασε το δεύτερο «κύμα». Επικράτησε μεγάλη σύγχυση και σημειώθηκαν δυστυχήματα και απώλεια υλικού που έπεσε στη θάλασσα. Με το τρίτο «κύμα», έφτασαν στον Μοριά πολεμικό υλικό και άλλα εφόδια. Αυτές ήταν οι περιπέτειες του Ιμπραήμ μέχρι να φτάσει στην Πελοπόννησο. Με τα όσα έγιναν στη συνέχεια θα ασχοληθούμε σε επόμενο άρθρο.
Βασική πηγή για το άρθρο ήταν το βιβλίο του Μιχαήλ Β. Σακελλαρίου «Η απόβαση του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο καταλύτης για την αποδιοργάνωση της Ελληνικής Επανάστασης», ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΗΤΗΣ, 2016