ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΛΙΣΤΑΣ ΣΕΛΙΔΩΝ

Τετάρτη 15 Μαρτίου 2023

Αντέχει το επιτελικό κράτος;


 

 Tο προφίλ της κυβέρνησης Μητσοτάκη – ή έστω μέρος αυτής– είναι εγγύτερα στη ρήξη με τις παθογένειες του παρελθόντος, σε σχέση με αυτό του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι βαριά πληγωμένο το επιτελικό κράτος και ίσως να μην μπορέσει ποτέ να επανέλθει. Δεν παύει, όμως, να βρίσκεται, τουλάχιστον θεωρητικά, εγγύτερα στα παλλαϊκά αιτήματα των ημερών

Πιέρρος Ι. Τζανετάκος

Προσεγγίζοντας την πρωθυπουργία Μητσοτάκη από την οπτική της πολιτικής επιστήμης, αν υπάρχει μια τομή –θεσμική και ουσιαστική– αυτή είναι το «επιτελικό κράτος». Βασικός στόχος ήταν η επιτάχυνση του κυβερνητικού έργου, κυρίως δια της υπέρβασης της ελληνικής γραφειοκρατίας, όχι απλώς των δημοσίων υπηρεσιών, αλλά και των εμποδίων που πολλές φορές θέτουν οι μηχανισμοί των ίδιων των υπουργείων. 

Επιχειρήθηκε να στηθεί μια καγκελαρία, γεγονός που η αλήθεια είναι ότι ενόχλησε πολλούς εντός της Νέας Δημοκρατίας. Πολλοί από αυτούς συμπεριλαμβάνονται στους κορυφαίους, που στο πρώτο Υπουργικό Συμβούλιο, τον Ιούλιο του 2019, βρήκαν στη θέση τους έναν μπλε φάκελο και γνωρίστηκαν εκ του σύνεγγυς με τους επιτελικούς του Μεγάρου Μαξίμου. Αυτούς στους οποίους και θα έπρεπε να αναφέρονται. Αν, τουλάχιστον, καλούνταν. 

Σε μια ανέφελη θητεία, όπως φαινόταν ότι θα είναι αυτή του Μητσοτάκη, με διακυβεύματα την ανόρθωση της οικονομίας, τη μείωση των φόρων, την προσέλκυση επενδύσεων και ένα γενικότερο «νοικοκύρεμα» στο κράτος, όλα θα ήταν ευκολότερα. Μέσα, όμως, σε λίγους μήνες τα πράγματα άλλαξαν. Πρώτα ήρθε η υβριδική επίθεση των Τούρκων στον Εβρο, ακολούθησε ο κορονοϊός και ύστερα η παραλίγο ένοπλη κρίση πέριξ του Καστελλόριζου.

 Η ανταπόκριση του επιτελικού κράτους ήταν κάτι παραπάνω από καλή. Ειδικά στην πρώτη φάση διαχείρισης της πανδημίας, όταν η δημόσια διοίκηση κλήθηκε να αντιμετωπίσει ηλεκτρονικά μια σειρά από διαδικασίες. Επιδόματα, εμβόλια, εξ αποστάσεως επαφή του πολίτη με τις δημόσιες υπηρεσίες κλπ. 

Την περίοδο εκείνη η κυβέρνηση πιστώθηκε πολλά. Αυτά, όμως, που ακολούθησαν ήταν ακόμα περισσότερα κι έμοιαζαν να κλιμακώνονταν ραγδαία, πηγαίνοντας από το κακό στο χειρότερο. Η «Μήδεια», ο εγκλωβισμός στην Αττική Οδό, οι φωτιές στην Πάρνηθα και στην Εύβοια, οι παρακολουθήσεις, και τώρα τα Τέμπη. Ολα χτύπησαν κατευθείαν στον πυρήνα του Μαξίμου, στο επιτελικό κράτος. Σαν να έφτασε η ώρα της χρέωσης. 

Όταν δυο τρένα συγκρούονται κινούμενα στην ίδια γραμμή και 57 άνθρωποι σκοτώνονται ακαριαία σε συνθήκες πραγματικής κόλασης, τότε το οποιοδήποτε αφήγημα περί αποτελεσματικότητας πάει περίπατο – ακόμα και αν η σύγκριση με τους προηγούμενους είναι σαν να κλέβεις εκκλησία. Κι αν, όσο περνούν οι ημέρες, θα περίμενε κανείς ότι τα εύλογα πάθη και κυρίως η οργή κάπως θα καταλάγιαζαν, τελικά είναι να αναρωτιέσαι, αρκετά απελπισμένος: πόσο επιτελικό μπορεί να είναι κράτος που δεν γνωρίζει ούτε κατ’ ελάχιστον το πραγματικό χάος που επικρατεί σε έναν οργανισμό μεταφορών; Δεν μιλάμε για το υπόγειο κάποιας ΔΟΥ ή για μια πολεοδομία των Αθηνών. Μιλάμε για τα τρένα που μεταφέρουν καθημερινά πολλές εκατοντάδες Ελληνες. 

Προκύπτει, πάντως, ένα ερώτημα, παραπάνω από διαχρονικό: Υπάρχει κανείς που να μπορεί να τα βάλει με το βαθύ ελληνικό κράτος και να υπερκεράσει την εσωστρέφεια, τον παραλογισμό, την ευθυνοφοβία, την ακινησία, την κακώς εννοούμενη αυτοπροστασία, την οχύρωση πίσω από δήθεν θεσμικές δικλείδες; Με λίγα λόγια, είναι ικανός κάποιος να ανατρέψει όλες αυτές τις προαιώνιες αγκυλώσεις, τις οποίες όλοι γνωρίζουμε αλλά φαντάζουν αδύνατο να καταπολεμηθούν; Τις αγκυλώσεις, οι οποίες ήρθαν στην επιφάνεια με αφορμή το σιδηροδρομικό δυστύχημα; Όπως έρχονται και ξαναέρχονται σε κάθε τέτοια περίπτωση. Και μας εκνευρίζουν, μας θυμώνουν, μας πεισμώνουν, μας εμπνέουν για να κάνουμε αλλαγές και, τελικά, ξεχνιούνται πανηγυρικά με το πρώτο πέρασμα του χρόνου. Και στο τέλος βαφτίζονται «κακοδαιμονίες». 

Το ακούσαμε από τον Πρωθυπουργό, σίγουρα θα το ακούσουμε και από την αντιπολίτευση. Μετά την αλληλοεπίρριψη ευθυνών, είναι βέβαιο ότι ο προεκλογικός λόγος θα περιτριγυρίζει τις μεταρρυθμιστικές ικανότητες και τη διάθεση των υποψηφίων να φτάσουν έως τη ρίζα του κακού, και φυσικά να την ξεριζώσουν. 

Πράγματι, το προφίλ της κυβέρνησης –ή έστω μέρους αυτής– είναι εγγύτερα στη ρήξη με τις παθογένειες του παρελθόντος, σε σχέση με αυτό του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι βαριά πληγωμένο το επιτελικό κράτος και ίσως να μην μπορέσει ποτέ να επανέλθει. Δεν παύει, όμως, να βρίσκεται, τουλάχιστον θεωρητικά, εγγύτερα στα παλλαϊκά αιτήματα των ημερών. 

Μπορεί το επιτελικό κράτος, τόσο ως θεσμός, όσο και ως επί του πεδίου πολιτικό εργαλείο, να πάει λίγο στην άκρη, αλλά όπως ήρθαν τα πράγματα ο Μητσοτάκης, θέλοντας και μη, θα ζήσει ή θα πεθάνει πολιτικά με το μεταρρυθμιστικό αφήγημα. Αυτό θα είναι η αιχμή του δόρατος στην προσπάθεια να κερδίσει ξανά την εξουσία. Αυτό, μαζί και ο ίδιος, θα είναι οι πρώτοι που θα αμφισβητηθούν στο εσωτερικό αν το επερχόμενο αποτέλεσμα δεν είναι το ευκταίο. 

Πράγματι, κατά τη διάρκεια των ετών που πέρασαν έγιναν σημαντικές παρεμβάσεις προς την κατεύθυνση εκσυγχρονισμού του κράτους. Εγιναν, όμως, και πολλές αστοχίες. Το επιτελείο του Μαξίμου έχει μπροστά του δύο μήνες για να αποδείξει ότι η Νέα Δημοκρατία μπορεί να είναι αυτή που θα πραγματοποιήσει την πολυπόθητη τομή με το παρελθόν. 

Πέραν αυτών, όμως, υπάρχει και μια άλλη παράμετρος που αλλάζει το παιχνίδι. Από εδώ και στο εξής δεν αρκεί να θέλεις –ή έστω να δείχνεις ότι θέλεις– να αφήσεις πίσω την παλιά Ελλάδα. Πρέπει να το θέλει και αυτός με τον οποίο θα συγκυβερνήσεις. Διότι αν κανείς νομίζει ότι μετά τις κάλπες του 2023 θα είναι αυτοδύναμος, μάλλον δεν αντιλαμβάνεται τους όρους του νέου παιχνιδιού. 



Πηγή: Protagon.gr