Ανήκω σε μια γενιά που άκουσε πάμπολλες φορές κάτω από μπαλκόνια την κραυγή «Σώσε την Ελλάδα»! Συχνά η κραυγή ήταν υποβολιμαία (ίσως και πληρωμένη), κάποτε μπορεί να ξεπηδούσε και αυθόρμητα. Παραλλάζει με τους καιρούς η κραυγή, χωρίς να παύει η επένδυση των ελπίδων στον έναν ενσαρκωτή των προσδοκιών του πλήθους. «Μαζί σου, για μια Ελλάδα νέα»!
Αυτός ο ένας, κάθε φορά, είναι όλοι μαζί οι κρατικοί θεσμοί προσωποποιημένοι: τα υπουργεία και οι υπηρεσίες που θα λειτουργήσουν αποδοτικά, η οικονομία που θα ανακάμψει, η παιδεία που θα βγει από το τέλμα. Ο ένας, που ρητορεύει στο μπαλκόνι, είναι η ασφάλιση του αδύναμου μεροκαματιάρη, τα νοσοκομεία της ανθρωπιάς που μας λείπουν, η σύνταξη του εξευτελισμένου απόμαχου, η προστασία του αγρότη από τα μεσάζοντα αρπαχτικά του μόχθου του.
Παράξενο πάντρεμα της πίστης σε απρόσωπους θεσμούς με την προσήλωση στο πρόσωπο του ενός, του ηγέτη. Θέλουμε να έχει πρόσωπο το απρόσωπο κράτος, να επενδύσει ο ηγέτης την ετερότητα των χαρισμάτων του σε κάθε σπόνδυλο της παραλυμένης και διεφθαρμένης κρατικής μηχανής. Παλιμπαιδισμός κοινωνιών που προσβλέπουν στην εξουσία σαν σε υποκατάστατο του πατέρα-αφέντη, της μητέρας- τροφού. Χαμένη ολότελα η κοινωνική δυναμική και η κοινωνική ευθύνη, η επίγνωση ότι το κράτος είμαστε εμείς: εμείς και οι θεσμοί, η λειτουργία τους είναι οι δικές μας σχέσεις κοινωνίας ή ακοινωνησίας. Και κανένας ηγέτης δεν μπορεί να μας υποκαταστήσει σε αυτό το άθλημα, σε αυτή την ευθύνη.
Πώς να σώσει την Ελλάδα έστω και ο κορυφαίος των χαρισματικών; Εστω κι αν βρει να μαζέψει γύρω του τους πλέον ικανούς και αδιάφθορους επιτελείς, ποιος θα εφαρμόσει τους επιτελικούς σχεδιασμούς του; Πώς να λειτουργήσουν θεσμοί στην υπηρεσία του πολίτη, όταν σε κάθε κομβική άρθρωση των θεσμών φλεγμαίνει το σιχαμερό απόστημα των συνδικαλισμένων εγωκεντρισμών, ο αδιάντροπος χρηματισμός του εκτελεστή της κυβερνητικής πολιτικής, ο παγιωμένος εθισμός στη ραστώνη;
Κι όμως, η ανορθόλογη προσωποποίηση των θεσμών, η ταύτισή τους με τον έναν ηγέτη, που θα τους μεταμορφώσει σαν με ραβδάκι μαγικό, συνεχίζει να είναι ο άξονας του συλλογικού αποπροσανατολισμού μας. Στις γκρίνιες μας φταίνε, αόριστα και γενικά, οι θεσμοί – φταίει η Παιδεία, φταίει η οικογένεια, φταίνε οι πολιτικοί, φταίει η πνευματική ηγεσία. Στις ελπίδες μας οι θεσμοί ταυτίζονται με τον έναν ηγέτη. Έτσι ο εαυτός μας, το κοινωνικό μας σώμα, μένει πάντοτε απέξω και ξορκίζει φαντάσματα. Αποκλείεται κάθε ενδεχόμενο κοινωνικής αφύπνισης, συλλογικής ενεργοποίησης.
Ρουτίνα οι διαδηλώσεις στο κέντρο της Αθήνας: Εκατοντάδες (ή και μόνο δεκάδες) διαδηλωτές, πειθήνιο κοπάδι πίσω από κουρασμένες ή βαριεστημένες ντουντούκες. Η διαδήλωση δεν γεννάει κραυγή, δεν ανασταίνει έκρηξη διαμαρτυρίας. Η ντουντούκα υπαγορεύει χιλιοφθαρμένα συνθήματα και το κοπάδι τα μηρυκάζει: Είναι αιτήματα που αξιώνουν προστασία, κάποτε και υπαγορευμένη οργή για τον «σαδιστή πατέρα»: το κράτος. Όλες οι διαδηλώσεις ζητάνε να συναντήσουν τον υπουργό ή και τον πρωθυπουργό, τον ένα που προσωποποιεί τη θεσμική λειτουργία. Και όταν η πρόσβαση στο πρόσωπο αποκλείεται, τότε ξυπνάει το μένος για το φάντασμα του θεσμού: αορίστως το «κράτος».
Το φάντασμα είναι εκεί, απέναντι, θωρακισμένο με κράνος, ασπίδα και ρόπαλο – είναι το κράτος, ο θεσμός που κωφεύει στο αίτημά μας. Δεν είναι το παιδί το κοντινό μας, ο συμπολίτης ή ο γείτονας, που βγάζει κι αυτός πικρό μεροκάματο στην αστυνομία. Είναι το κράτος, που αρνείται να με «σώσει», δηλαδή να βολέψει την καταναλωτική μου σιγουριά, το κράτος, που διαπλέκεται με ικανότερους από μένα στην καταλήστευση του κοινού κορβανά.
Στο παραισθησιογόνο παιχνίδι, ταύτισης των θεσμών με τους διαχειριστές της λειτουργίας τους, εκβάλλει η κάθε ατομική ανασφάλεια: η ασυνείδητη ορμέμφυτη επιθυμία να καταβροχθίσει κανιβαλικά το νήπιο τη μητέρα-τροφό, ο «πολίτης» το κράτος. Η λογική παρακάμπτεται και καταργείται. Πόσων πολιτών τα δικαιώματα καταπατήθηκαν, για να διοριστεί με κομματική αυθαιρεσία ο συγκεκριμένος διαδηλωτής, που τώρα διαδηλώνει το «δικαίωμά» του να πληρώνεται ως υπεράριθμος από τον φορολογούμενο μόχθο των θυμάτων του;
Δεν ενοχλείται ο διαδηλωτής, που το συνδικαλιστικό αφεντικό του μισθοδοτείται και προάγεται χωρίς ποτέ να εργαστεί. Ούτε που χρησιμοποιεί τη διαδήλωση των υποτελών του, για να κερδίσει ο ίδιος κομματικά πόστα ή και το βουλευτικό αξίωμα. Αυτό που κυρίως ενοχλεί (ίσως και ανεπίγνωστα) τον κάθε εξεγειρόμενο «πολίτη», είναι η ατομική του ατυχία ή ανικανότητα να βρίσκεται κι αυτός στους «αποπάνω»: σε αυτούς που καρπώνονται τα εκατομμύρια από τα δημόσια έργα, τα ευρωπαϊκά «προγράμματα», από τις θέσεις «ειδικών συμβούλων» στους δημόσιους οργανισμούς, των μανδαρίνων που παρέχουν λαδωμένη «προστασία» στον βιοπαλαιστή φορολογούμενο.
Καημός η ευαισθησία για τη χαμένη δυνατότητα ιστορικής επιβίωσης του Ελληνισμού, έγνοια και πόνος για τα αναρίθμητα θύματα της κρατικής διαστροφής και διαφθοράς. Πίκρα των ανθρώπων που φεύγουν από τη ζωή με το σαράκι στα σωθικά της βασανιστικής εθνικής ανημπόριας, καημός για τα χιλιάδες Ελληνόπουλα που τα «μεταρρυθμίζει» κάθε τόσο ο κάθε επιβήτορας των θεσμών της εκπαίδευσης, τους στραμπουλάει την ψυχή, τα αποκόβει από τη γλώσσα, τη μέθεξη στον Αισχύλο, στον Ρωμανό τον Μελωδό, στον Παπαδιαμάντη.
Τελικά οι διαδηλώσεις διαιωνίζουν την αυτοχειρία, τις απαιτήσεις από ένα κράτος-φάντασμα. Στον ελάχιστο ρεαλισμό, ποιος θα μας χειραγωγήσει;