Συνέντευξη Υπουργού Οικονομικών στα Παραπολιτικά | 14.1.2023
Η ακρίβεια είναι το πρώτιστο ζήτημα που απασχολεί τους πολίτες. Ποια άλλα μέτρα σχεδιάζετε να λάβετε τους επόμενους μήνες; Γιατί αποκλείετε τη μείωση του ΦΠΑ στα τρόφιμα και του ΕΦΚ στα καύσιμα που ζητά ο ΣΥΡΙΖΑ;
Πράγματι, η ακρίβεια είναι ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα που αντιμετωπίζουν σήμερα οι πολίτες, διεθνώς, καθώς η Ευρώπη βιώνει το μεγαλύτερο πληθωριστικό κύμα των τελευταίων 50 ετών.
Στη χώρα μας, ο πληθωρισμός – παρότι τους τελευταίους μήνες μειώνεται και διαμορφώνεται σημαντικά κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο – παραμένει υψηλός και επίμονος, επιβαρύνοντας αισθητά τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς.
Ως Κυβέρνηση, αντιλαμβανόμενοι το μέγεθος του προβλήματος, στηρίζουμε σταθερά, γενναία και πολύπλευρα τους συμπολίτες μας και σε αυτή την κρίση, μέσα από ένα ευρύ πλέγμα μέτρων που απευθύνονται άμεσα στους καταναλωτές και τα οποία συνδυάζουν την οικονομική αποτελεσματικότητα με την κοινωνική δικαιοσύνη. Μέτρα που ενισχύουν το διαθέσιμο εισόδημα του καταναλωτή, μειώνουν τις τιμές ειδών σούπερ μάρκετ, όπως αποδεικνύουν τα στοιχεία για το Καλάθι του Νοικοκυριού, έχουν όφελος που φθάνει στο σύνολό του στα νοικοκυριά – κυρίως τα πιο ευάλωτα –, ενώ, ταυτόχρονα, δεν εκτροχιάζουν τα δημόσια οικονομικά και την καλή, αναπτυξιακή πορεία της χώρας.
Παράλληλα, μέσα από την ασκούμενη οικονομική πολιτική των τελευταίων 3,5 ετών που, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνει δεκάδες μειώσεις φόρων και ασφαλιστικών εισφορών, αυξήσεις μισθών και συντάξεων και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, στηρίζουμε και ενισχύουμε – με μόνιμο τρόπο – το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, εκτοξεύει, για ακόμα μία φορά, επικοινωνιακά πυροτεχνήματα, χωρίς κοστολόγηση και χωρίς καν υπολογισμό της αποτελεσματικότητας των προτάσεών του. Προτάσεις που, εάν υιοθετούνταν, θα προκαλούσαν απώλεια κρατικών εσόδων ύψους 3,5 δισ. ευρώ για το 2023, καθώς και σημαντική επιδείνωση του πρωτογενούς αποτελέσματος του προϋπολογισμού, από πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 0,7% του ΑΕΠ σε πρωτογενές έλλειμμα ύψους 0,8% του ΑΕΠ. Η επίπτωση αυτή θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί είτε μέσω αύξησης άλλων φόρων είτε με δανεισμό σε ένα δυσμενές περιβάλλον αυξημένων επιτοκίων.
Πέραν αυτού, τα οριζόντια μέτρα είναι αμφίβολο κατά πόσο οδηγούν σε ανάλογη μείωση της τελικής τιμής στον καταναλωτή, ενώ δεν έχουν κοινωνικό πρόσημο, καθώς δεν ενισχύουν τους πιο ευάλωτους συμπατριώτες μας.
Το 2023, στη σκιά του πολέμου, της ενεργειακής κρίσης και του πληθωρισμού, θα είναι μια δύσκολη χρονιά διεθνώς. Έχει η ελληνική οικονομία τις «αντοχές» να αντεπεξέλθει σε ένα τέτοιο περιβάλλον επί μακρόν; Τους τελευταίους μήνες βλέπουμε, για παράδειγμα, ότι απέφυγε το Ελληνικό Δημόσιο να βγει στις αγορές με νέα έκδοση ομολόγων.
Το 2023 θα είναι όντως μία δύσκολη χρονιά για την Ευρώπη και, αναπόφευκτα, οι επιπτώσεις των εξωγενών κρίσεων θα συνεχίζουν να επηρεάζουν και τη χώρα μας.
Εντούτοις, η ελληνική οικονομία παρουσιάζει ισχυρή αναπτυξιακή δυναμική, η οποία την κατατάσσει στις ταχύτερα αναπτυσσόμενες οικονομίες της Ευρώπης. Δυναμική που έχει αποκτήσει μέσα από την υλοποίηση του συνεκτικού και αποτελεσματικού οικονομικού σχεδίου μας και η οποία συνδυάζεται από εντυπωσιακή αύξηση των επενδύσεων και των εξαγωγών.
Ο παράγοντας αυτός, σε συνδυασμό με τη συνέχιση της ορθολογικής διαχείρισης των δημοσίων οικονομικών και τη βέλτιστη αξιοποίηση του κρατικού ταμείου, μας κάνει να αισθανόμαστε ασφαλείς ότι μπορούμε να αντεπεξέλθουμε στις απαιτήσεις της περιόδου για όσο απαιτηθεί, συνεχίζοντας να στηρίζουμε την κοινωνία χωρίς να υπονομεύουμε το μέλλον της πατρίδας μας.
Όσον αφορά στις εκδόσεις ομολόγων, η επαφή της χώρας με τις αγορές δεν διεκόπη τους τελευταίους μήνες. Μέχρι το τέλος του 2022 συνεχίστηκαν οι εκδόσεις εντόκων γραμματίων, ενώ σας θυμίζω ότι τον Νοέμβριο πραγματοποιήθηκε έξοδος στις αγορές με επανέκδοση 10ετούς ομολόγου. Η έκδοση αυτή – παρά τις αυξημένες ανάγκες που δημιουργεί η ενεργειακή κρίση – δεν πραγματοποιήθηκε για να καλύψει ταμειακές ανάγκες του Δημοσίου, αλλά για να διευκολύνει τη δευτερογενή αγορά, όπως έγινε και με μια σειρά άλλων κινήσεων κατά τη διάρκεια του περασμένου έτους. Ως προς τις νέες εκδόσεις ομολόγων, πρέπει να επισημανθεί ότι την ίδια στρατηγική με τη χώρα μας ακολούθησαν και άλλες, όπως η Πορτογαλία.
«Η Ελλάδα παρουσιάζει υψηλό επενδυτικό κενό», αναγνωρίζει το κυβερνητικό σχέδιο πολιτικής για το 2023. Πόσα χρήματα υπολογίζετε να «πέσουν» στην αγορά μέσα στο τρέχον έτος από δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις;
Το μεγάλο επενδυτικό κενό αποτελεί διαχρονικό, θεμελιώδες πρόβλημα, που επηρεάζει τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και αποτελεί τροχοπέδη για τη βιωσιμότητα της αναπτυξιακής πορείας της χώρας, αφού συνεπάγεται έλλειψη ανταγωνιστικότητας και παραγωγικότητας, υψηλή ανεργία και μη ανταγωνιστικούς μισθούς.
Κλειδί για την κάλυψή του είναι αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου. Γι’ αυτό και η σημερινή Κυβέρνηση, από την πρώτη στιγμή, εφαρμόζει μια φιλο-επενδυτική πολιτική που, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνει σημαντική μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης της εργασίας και του κεφαλαίου, ισχυρά φορολογικά κίνητρα για την προσέλκυση επενδύσεων, πλέγμα κινήτρων και διευκολύνσεων για τις νεοφυείς επιχειρήσεις καθώς και πλήθος μεταρρυθμίσεων που βελτιώνουν το θεσμικό πλαίσιο, περιορίζουν τη γραφειοκρατία και απελευθερώνουν τις παραγωγικές δυνατότητες της χώρας.
Τα αποτελέσματα μας δικαιώνουν. Η χώρα έχει αρχίσει να καλύπτει ποσοστό του επενδυτικού κενού που δημιουργήθηκε την προηγούμενη δεκαετία, προσελκύει παγκόσμιους επενδυτικούς κολοσσούς, επεκτείνεται σε νέες αγορές και γίνεται όλο και πιο εξωστρεφής.
Μάλιστα, οι επενδύσεις το 2022 αναμένεται να σημειώσουν ρεκόρ, ενώ επιπρόσθετα η Ελλάδα καταγράφει τη μεγαλύτερη βελτίωση στο επιχειρηματικό περιβάλλον την τελευταία τριετία.
Η τάση αυτή συνεχίζεται και τα επόμενα έτη, με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να εκτιμά ότι η χώρα μας θα είναι πρωταθλήτρια στην Ευρώπη σε ρυθμό αύξησης επενδύσεων την τριετία 2022-2024.
Καταλυτικό ρόλο στην προσπάθεια κάλυψης του επενδυτικού κενού έχουν οι δαπάνες του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων που θα ανέλθουν σε επίπεδα–ρεκόρ – στα 12 δισ. ευρώ – το 2023, διπλάσιες από το πρόσφατο παρελθόν.
Εάν προσθέσουμε και τα δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, προβλέπονται, εντός του 2023, συνολικές επενδυτικές εισροές προς την πραγματική οικονομία ύψους 15,4 δισ. ευρώ.
Πότε θα ολοκληρωθεί η αναπροσαρμογή των αντικειμενικών αξιών; Ορισμένοι Δήμοι, όπως της Αθήνας, έχουν υποβάλει ενστάσεις. Θα γίνουν αλλαγές;
Ακολουθείται κανονικά η προβλεπόμενη διαδικασία από τον νόμο.
Έως τις 20 Ιανουαρίου, οι Δήμοι μπορούν να υποβάλουν τη γνώμη τους στην πλατφόρμα και στη συνέχεια η αρμόδια επιτροπή θα συνεδριάσει και θα αξιολογήσει τα στοιχεία.
Εφόσον κριθεί ότι υπάρχει βασιμότητα σε κάποιες από τις γνώμες των Δήμων, θα γίνει και η σχετική εισήγηση προς τον Υπουργό Οικονομικών.
Σε περίπτωση θετικής εισήγησης, θα γίνει εκ νέου εκτίμηση βάσει της διαδικασίας που προβλέπεται από τον νόμο και στους προβλεπόμενους χρόνους, μέσω εκτιμήσεων πιστοποιημένων εκτιμητών.
Ο ΣΥΡΙΖΑ τονίζει με κάθε ευκαιρία ότι σας παρέδωσε ένα «μαξιλάρι ασφαλείας 35 δισ. ευρώ» το 2019. Ποιο θα είναι το αντίστοιχο «μαξιλάρι» που θα παραδώσετε εσείς στην υπηρεσιακή κυβέρνηση, που κατά πάσα πιθανότητα θα σχηματιστεί μετά τις επόμενες εκλογές;
Στα τέλη του 2022 τα ταμειακά διαθέσιμα διαμορφώθηκαν περίπου στα 31 δισ. ευρώ, στο ίδιο ύψος με τον Δεκέμβριο του 2021. Πάντοτε, διεθνώς, τα ταμειακά διαθέσιμα στο τέλος του έτους είναι χαμηλότερα σε σχέση με τους ενδιάμεσους μήνες, διότι τότε πραγματοποιούνται οι τελευταίες δαπάνες της χρονιάς. Συνεπώς, τους επόμενους μήνες τα ταμειακά διαθέσιμα αναμένεται να κυμανθούν σε υψηλότερα επίπεδα, συγκριτικά με τον Δεκέμβριο, χωρίς, όμως, να μπορεί να γίνει ακριβής εκτίμηση, καθώς το ύψος τους διαμορφώνεται από τον ΟΔΔΗΧ ανάλογα με τον προγραμματισμό και τις προβλέψεις που κάνει.
Σε κάθε περίπτωση, διατηρούμε και θα συνεχίσουμε να διατηρούμε τα ταμειακά διαθέσιμα σε ασφαλή επίπεδα. Ταμειακά διαθέσιμα που δεν προέρχονται από την υπερφορολόγηση των πολιτών, και ιδίως της μεσαίας τάξης, όπως έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ. Ωστόσο, όσο πλησιάζουμε στην επενδυτική βαθμίδα – η ανάκτηση της οποίας εντός του 2023 αποτελεί εθνικό στόχο στο πεδίο της οικονομίας –, τόσο τα ταμειακά διαθέσιμα θα βαίνουν μειούμενα, προκειμένου να περιορίσουμε περαιτέρω το δημόσιο χρέος και, ως εκ τούτου, να μειώσουμε τις δαπάνες εξυπηρέτησής του, διευκολύνοντας την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος.
Πότε θα ξεκινήσει η επιδότηση στεγαστικών δανείων ευάλωτων νοικοκυριών από τις τράπεζες; Θα γίνουν άλλες κινήσεις από τις τράπεζες ή και από την κυβέρνηση για τη στήριξη δανειοληπτών, αλλά και απλών καταθετών;
Με βάση τις εκτιμήσεις, αλλά και δεσμεύσεις των τραπεζών, η πλατφόρμα για το πρόγραμμα επιδότησης δανείων ευάλωτων νοικοκυριών από τις τράπεζες, αναμένεται να ανοίξει στο τέλος Ιανουαρίου.
Σημειώνεται ότι η παραπάνω επιδότηση δόσεων δανείων πραγματοποιείται στο πλαίσιο του σχεδίου που παρουσίασαν οι συστημικές τράπεζες, κατόπιν επαφών τους με το Υπουργείο Οικονομικών και έχει εγκριθεί από τις εποπτικές αρχές.
Ως Υπουργείο Οικονομικών συνεχίζουμε τις επαφές μας με τις διοικήσεις των τραπεζών, σε μια προσπάθεια εύρεσης των βέλτιστων δυνατών λύσεων συμβολής του χρηματοπιστωτικού τομέα στην ανάπτυξη της οικονομίας και τη στήριξη νοικοκυριών και επιχειρήσεων κατά την τρέχουσα συγκυρία. Στο τραπέζι των συζητήσεων βρίσκονται, πέρα από τη στήριξη των δανειοληπτών, η αύξηση του επιτοκίου καταθέσεων, καθώς και η επαναξιολόγηση του κόστους προμηθειών σε απλές τραπεζικές συναλλαγές.
Ήδη κάποιες τράπεζες έχουν κάνει ορισμένα πρώτα βήματα, προχωρώντας σε αυξήσεις επιτοκίων και μειώσεις κόστους προμηθειών. Αναμένουμε περαιτέρω πρωτοβουλίες και ανάλογες κινήσεις και από τις υπόλοιπες τράπεζες. Η Κυβέρνηση θα συνεχίσει να πιέζει προς την κατεύθυνση αυτή.
Ενώ, παράλληλα, ξεκινήσαμε συναντήσεις και με τις εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις (servicers), προκειμένου και αυτές από την πλευρά τους, να εξετάσουν τρόπους αύξησης του ποσοστού των βιώσιμων ρυθμίσεων.
Ποια είναι η εξέλιξη της πορείας των ρυθμίσεων μέσω του εξωδικαστικού μηχανισμού;
Τα μέχρι στιγμής στοιχεία αποδεικνύουν ότι η λειτουργία του Εξωδικαστικού Μηχανισμού αποδίδει ολοένα και περισσότερους καρπούς, καθώς οι ολοκληρωμένες αιτήσεις των πολιτών και τα ποσοστά ρυθμίσεων οφειλών κάθε μήνα πολλαπλασιάζονται. Ειδικότερα, έως το τέλος του 2022, είχαν υλοποιηθεί 2.705 ρυθμίσεις οφειλών, συνολικού ύψους 510 εκατ. ευρώ, με αύξηση του ποσοστού εγκρισιμότητας από τους πιστωτές στο 63%, ενώ το ποσό των επιτυχών ρυθμίσεων τριπλασιάστηκε το τελευταίο τρίμηνο. Με βάση τα στοιχεία, λοιπόν, το σχήμα αυτό αποτελεί το πιο επιτυχημένο εργαλείο ρύθμισης οφειλών των τελευταίων 12 ετών. Παρόλα αυτά, απαιτούνται διορθωτικές παρεμβάσεις και επιπλέον προσπάθεια από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς, για να πετύχουμε το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα.