Ξεκίνησαν χθες να καταβάλλονται οριζόντιες αυξήσεις στους συνταξιούχους, μετά από 12 χρόνια. Πήγα λοιπόν στο Α’ ΚΑΠΗ Γαλατσίου, για να συζητήσω με τους ίδιους τους ενδιαφερόμενους. Πολύ περισσότερο που ορισμένα μέσα ενημέρωσης αντιμετωπίζουν τις αυξήσεις ως μια περίπου καταστροφή, λόγω του ότι υπάρχουν αρκετοί συνταξιούχοι με τη λεγόμενη «προσωπική διαφορά» οι οποίοι δεν θα δουν πραγματικές αυξήσεις στην τσέπη τους, αλλά μόνο θα «ροκανίσουν» αυτή τη «διαφορά».
Οι συνταξιούχοι λοιπόν ήταν ευχαριστημένοι. Δεν λέω ότι θεωρούν πως αντιμετωπίστηκαν όλα τους τα προβλήματα. Αναγνωρίζουν όμως ότι η σημερινή κυβέρνηση, από το 2019 και μετά, μόνο θετικά μέτρα έχει πάρει για τους ίδιους. Πρώτα με τις διορθώσεις που έκανε ο νόμος Βρούτση σε βασικές αδικίες του νόμου Κατρούγκαλου (συνταξιούχοι με πάνω από 30 έτη ασφάλισης, εργαζόμενοι συνταξιούχοι, κατάργηση του πλαφόν στις κύριες και επικουρικές συντάξεις κ.α.) και με τη μείωση του εισαγωγικού φορολογικού συντελεστή από 22% σε 9%. Τα θυμούνται, διότι ένας μεγάλος αριθμός ανήκει σε αυτές τις κατηγορίες που μόλις περιέγραψα. Καταλαβαίνουν επίσης ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να γίνει ξαφνικά Ελβετία ή Σουηδία στην οικονομία και το ασφαλιστικό της σύστημα. Και γι’ αυτό αναγνωρίζουν πως οι 4 διαφορετικές αυξήσεις που δόθηκαν τώρα και τον περασμένο Δεκέμβριο (οριζόντια αύξηση 7,75%, έκτακτο βοήθημα 250 ευρώ για τους χαμηλοσυνταξιούχους, κατάργηση της έκτακτης εισφοράς αλληλεγγύης και 4η δόση επανυπολογισμού) τούς ήταν προφανώς ιδιαίτερα χρήσιμες. Επειδή μάλιστα οι αυξήσεις αυτές λειτουργούν συνδυαστικά, 1 στους 2 συνταξιούχους θα διαπιστώσει τώρα ότι στο τέλος του χρόνου θα έχει λάβει τουλάχιστον μία επιπλέον σύνταξη! Και από τους 910.000 συνταξιούχους που έχουν ακόμα μεγάλη προσωπική διαφορά, το 83% είδαν μικρότερες ή μεγαλύτερες αυξήσεις: 515.480 μέσω της κατάργησης της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης και 259.092 μέσω του ειδικού βοηθήματος 250 ευρώ (αν συνυπολογίσουμε και το Πάσχα του ‘22 είναι 500 ευρώ). Και φυσικά θα δουν και εκείνοι σημαντική απομείωση της προσωπικής τους διαφοράς.
Αναγνωρίζω ότι υπάρχει ένα 17% από το σύνολο όσων έχουν προσωπική διαφορά, το 5,5% δηλαδή στο σύνολο των συνταξιούχων, που δεν θα έχουν κάποιας μορφής αύξηση. Είχαμε άλλωστε μιλήσει ξεκάθαρα γι’ αυτό εδώ και κάποιους μήνες. Θα υπάρξει κάποια λύση για αυτούς; Ο Πρωθυπουργός ξεκαθάρισε, μιλώντας σε δημοσιογράφους, ότι θα ήταν πρόωρο να τοποθετηθούμε, καθώς δεν ξέρουμε ακόμα αν υπάρχει ο λεγόμενος δημοσιονομικός χώρος. Η αλήθεια όμως είναι ότι η πίεση, λόγω της διεθνούς ενεργειακής κρίσης και του υψηλού πληθωρισμού, είναι σημαντική σε πολλούς συμπολίτες μας. Στο τέλος Φεβρουαρίου λοιπόν, αφού έχουμε υπόψη μας όλα τα αναγκαία δεδομένα, θα μπορέσουμε να τοποθετηθούμε, επιχειρώντας να αντιμετωπίσουμε προβλήματα και ενδεχόμενες αδικίες του συστήματος. Εννοείται χωρίς όμως να παραγνωρίζουμε παράλληλα τις δυνατότητες της οικονομίας και του προϋπολογισμού.
Απέναντι στους συνταξιούχους όμως, εμείς αισθανόμαστε ότι έχουμε κάνει αρκετά. Όχι μόνο μέσω των πρωτοβουλιών που σημείωσα παραπάνω, αλλά και μέσω: της στήριξης που υπήρξε για τους λογαριασμούς του ρεύματος, του φυσικού αερίου και των καυσίμων. Της κάρτας αγορών για το σούπερ-μάρκετ. Της κατάργησης της φορολογίας γονικών παροχών. Της μείωσης φορολογίας ακίνητης περιουσίας κατά 35%. Της μείωσης του ΕΝΦΙΑ κατά 35% συνολικά. Και φυσικά με την οριστική λύση που δώσαμε στη ντροπή των εκκρεμών κύριων συντάξεων. 510.000 συντάξεις εκδόθηκαν σε 2 χρόνια, ενώ οι συντάξεις για νέες αιτήσεις εκδίδονται σε 60 ημέρες, πιο γρήγορα δηλαδή από ό,τι στη Γερμανία και τη Γαλλία. Δεν είναι λίγα σε μια τετραετία. Ιδιαίτερα όταν η Ελλάδα βγαίνει από μια δεκαετή κρίση και παράλληλα έχει να αντιμετωπίσει δύο εισαγόμενες κρίσεις, τον κορωνοϊό και την ενεργειακή κρίση. Απέναντί μας έχουμε τον κύριο Τσίπρα, ο οποίος επαναλαμβάνοντας τον εαυτό του της Θεσσαλονίκης του 2014, τάζει στους συνταξιούχους αυτά που τους είχε τάξει και τότε. Με τη διαφορά ότι έκανε τα ακριβώς αντίθετα. Ο κύριος Τσίπρας τιμά τα ήθη και τα έθιμα του ΣΥΡΙΖΑ! Εμείς αντίθετα ξέρουμε ότι μόνο με υπευθυνότητα και σοβαρότητα μπορεί να αντιμετωπίσει κανείς τα μεγάλα κοινωνικά θέματα. Έτσι κάναμε τα τελευταία τέσσερα χρόνια, έτσι θα επιδιώξουμε να κάνουμε και στη νέα τετραετία, με μια νέα ισχυρή εντολή των Ελλήνων πολιτών.