ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΛΙΣΤΑΣ ΣΕΛΙΔΩΝ

Πέμπτη 12 Ιανουαρίου 2023

Το στρατιωτικό κίνημα του Βασιλιά Κωνσταντίνου Β΄ κατά της Χούντας (13 Δεκεμβρίου 1967) - Γιατί ο Αμερικανικός παράγοντας δεν αντιμετώπισε αρνητικά τη νέα κατάσταση



 












Γράφει ο Ιωάννης Β. Δασκαρόλης (Διδάκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας Πανεπιστημίου Νεάπολις Πάφου) 

Πρόλογος – το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 και ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος Β΄

Την νύχτα της 21ης Απριλίου συνέβη κάτι μοναδικό στην σύγχρονη Ελληνική Ιστορία: Έλληνες αξιωματικοί μεσαίας βαθμίδας κατέλαβαν την εξουσία μετά από επιτυχημένη στρατιωτική κινητοποίηση των μονάδων τους, κατάληψη των βασικών κυβερνητικών κτιρίων και σύλληψη του πρωθυπουργού, των μελών της Κυβέρνησης και όλων των σημαινόντων πολιτικών της εποχής. Το κίνημα αιφνιδίασε όλους τους παράγοντες της πολιτικής και πολιτειακής ηγεσίας της εποχής, καθώς και τον αμερικανικό παράγοντα και τις ξένες πρεσβείες.[1]

Από την πρώτη στιγμή ο νεαρός (27 ετών) Βασιλιάς Κωνσταντίνος βρέθηκε σε έναν κλοιό με τεθωρακισμένα γύρω από το Τατόι, με τις τηλεπικοινωνίες κομμένες και χωρίς περιθώρια για την παραμικρή αντίδραση. Ο νέος άνδρας βρισκόταν απομονωμένος και παγιδευμένος στο Τατόι.[2] Ήδη οι κινηματίες είχαν πλαστογραφήσει και την υπογραφή του στις διαταγές που εξέδιδαν, τον απειλούσαν ανοιχτά και στην ουσία είχε καταστεί αιχμάλωτος τους. Ο αμερικανικός παράγοντας δεν αντιμετώπισε αρνητικά τη νέα κατάσταση που έτεινε να δημιουργηθεί καθώς ο ταξίαρχος Στυλιανός Παττακός, ως εκπρόσωπος των κινηματιών, διαβεβαίωσε τον Αμερικανό ακόλουθο Ρόζενταλ ότι η νέα κυβέρνηση που ήλεγχε απολύτως την κατάσταση δίνοντας διαβεβαιώσεις για την θέλησή τους για στενότερη συνεργασία με τις ΗΠΑ.[3]

Ο Βασιλιάς μετέβη στο Πεντάγωνο το μεσημέρι της 21ης Απριλίου πρακτικά αιχμάλωτος των συνταγματαρχών και αντίκρυσε μια απόλυτη διασάλευση της τάξης με αξιωματικούς να φωνάζουν υπέρ της στρατιωτικής δικτατορίας. Έτσι ο Βασιλιάς ακολουθώντας τις συμβουλές όσων κατάφερε να έρθει σε επαφή το πρωινό εκείνης της ταραχώδους ημέρας, αναγκάστηκε να ορκίσει νέα κυβέρνηση με μέλη της τους τρεις βασικούς ηγέτες του πραξικοπήματος (Παπαδόπουλος – Παττακός - Μακαρέζος), αλλά πέτυχε την τελευταία στιγμή πρωθυπουργός να οριστεί ο αρεοπαγίτης Κωνσταντίνος Κόλλιας πρόσωπο της απολύτου εμπιστοσύνης του. Ο ίδιος ήταν σε έξαλλη κατάσταση και όταν συνάντησε τον Αμερικανό σταθμάρχη της CIA στην Ελλάδα Talbot μετά την ορκωμοσία της επαναστατικής κυβέρνησης του αποκάλυψε ότι πλέον δεν ήλεγχε το στράτευμα και ότι «ορισμένοι απίστευτα βλάκες ακροδεξιοί μπάσταρδοι, που είχαν τον έλεγχο των τάνκς οδήγησαν την Ελλάδα στην καταστροφή».[4]

Οι σχέσεις Βασιλιά Κωνσταντίνου – 21ης Απριλίου 1967 μέχρι την έκρηξη του κινήματος της 13ης Δεκεμβρίου.

Από τις πρώτες ώρες, οι σχέσεις του Βασιλιά Κωνσταντίνου με την ηγεσία της 21ης Απριλίου που ήλεγχε ουσιαστικά την κυβέρνηση και τη νέα κατάσταση, ήταν κάκιστες. Ο βασιλιάς είχε αρνηθεί επί δύο μέρες να υπογράψει διάταγμα για την επιβολή στρατιωτικού νόμου,[5] ενώ είχε ζητήσει από τον πρέσβη της Αμερικής Τάλμποτ να φυγαδευτεί με την οικογένειά του από την Ελλάδα με αμερικανικό ελικόπτερο. Την ίδια στιγμή όμως ανησυχούσε για την σύζυγό του Άννα – Μαρία που ήταν έγκυος και θα ήταν επικίνδυνο να εκτεθεί σε μια τόσο παρακινδυνευμένη περιπέτεια. Από την άλλη, η ηγεσία των απριλιανών ήδη από τις πρώτες ημέρες της νέας κυβέρνησης απομάκρυνε αποστράτευσε πολλούς αξιωματικούς των τριών όπλων που δεν ήταν οπαδοί της, ώστε να αντικατασταθούν με πρόσωπα της αρεσκείας της.

Ο νέος άνδρας τα είχε χάσει κυριολεκτικά και κυμαινόταν μεταξύ ελπίδας και απελπισίας. Ο αμερικανικός παράγοντας οργάνωσε λεπτομερώς τον τρόπο διαφυγής του από την Ελλάδα, αλλά του σύστησαν επίμονα να παραμείνει στη Χώρα. Η θέση της κυβέρνησης Johnson ήταν ότι ο Κωνσταντίνος έπρεπε να παραμείνει στην Ελλάδα και να διαπραγματευτεί ένα συμβιβασμό με τους κινηματίες που θα οδηγούσε μακροπρόθεσμα στην επιστροφή της δημοκρατίας. Ο Βασιλιάς έπρεπε να ζητήσει ανταλλάγματα για την επιβολή στρατιωτικού νόμου, όπως να βελτιωθεί η αναλογία πολιτών – στρατιωτικών στην κυβέρνηση υπέρ των πρώτων. Τέλος του υπογράμμιζαν ότι η επιλογή μεταξύ συνθηκολόγησης και αντίστασης άνηκε αποκλειστικά στον ίδιο, αλλά του τόνιζαν ότι αν επέλεγε το πρώτο, μακροπρόθεσμα θα έχανε το στέμμα του.[6] 

Η παρουσία του 6ου στόλου στο Αιγαίο θορύβησε τους απριλιανούς, ενώ σταδιακά ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος αποκτούσε ελπίδες ότι η κατάσταση δεν ήταν μη αναστρέψιμη. Ο Βασιλιάς  είχε τη ελπίδα πως πολύ σύντομα οι κινηματίες θα επέστρεφαν στα στρατιωτικά τους καθήκοντα, ελπίδα που εξέφραζε χωρίς φόβο με δημόσιες δηλώσεις του, ακόμη και στις συναντήσεις του με τους ίδιους. Οι σχέσεις των δύο πλευρών παρέμειναν κακές κατά την διάρκεια της κοινής τους πολιτική πορείας. Η Χούντα εξανάγκασε τον Κωνσταντίνο να απομακρύνει τον ταγματάρχη Αρναούτη από το περιβάλλον του και να τον στείλει ακόλουθο στη Ρώμη, αλλά ο Βασιλιάς αρνήθηκε επίμονα να δεχθεί ως γραμματέα τον Κωνσταντίνο Παπαδόπουλο αδερφό του πραξικοπηματία

Αλλά πολύ γρήγορα ο Βασιλιάς συνειδητοποίησε πως οι κινηματίες στερέωναν την κυριαρχία τους στο κράτος, στις δημόσιες υπηρεσίες και κυρίως στον στρατό, άρα η προοπτική τους ήταν να μεταβληθούν σε καθεστώς (κάτι άλλωστε που δεν έκρυβαν ούτε οι ίδιοι). Οι κινηματίες επίσης γνώριζαν ότι ο Κωνσταντίνος δεν ήθελε το αντικοινοβουλευτικό καθεστώς που επεδίωκαν να εγκαθιδρύσουν, ενώ το περιβάλλον του Κωνσταντίνου θεωρούσε θέμα χρόνου την πτώση του αν δεν ενέδιδε στις απαιτήσεις των απριλιανών. Για τον λόγο αυτό παρακολουθούσαν στενά τις κινήσεις του έχοντας παγιδεύσει τις τηλεπικοινωνίες των ανακτόρων, υπονόμευαν σταθερά τους ανώτατους αξιωματικούς που δεν προσχώρησαν στις τάξεις τους αλλά στήριζαν ανοιχτά τον Θρόνο, ενώ ετοιμάζονταν πυρετωδώς για την νέα αναμέτρηση που έμοιαζε επικείμενη.

Ο Βασιλιάς μετέβη στην Αμερική στις 11 και 12 Σεπτεμβρίου 1967 και σε συνάντησή του με τον Lindon Johnson ζήτησε την στρατιωτική αρωγή της Αμερικής στο κίνημα που σχεδίαζε, αλλά χωρίς ιδιαίτερα αποτελέσματα.  Οι "απριλιανοί" είχαν τις πληροφορίες τους για την συνωμοσία, ενώ ο Βασιλιάς δύο φορές ανοιχτά κάλεσε τους αξιωματικούς να επιστρέψουν στους στρατώνες τους: Η πρώτη ήταν στο επίσημο ταξίδι του στην Αμερική και η δεύτερη στην Θεσσαλονίκη στις 28 Οκτωβρίου, επ΄ ευκαιρία του εθνικού εορτασμού εν μέσω έντονης φημολογίας για τέλεση κινήματος από τον ίδιο εκείνη την ημέρα. Γενικά υπήρχε ένα ιδεολογικό και κοινωνικό χάσμα μεταξύ Βασιλιά και απριλιανών[7] που ορθά το εντόπισε ο άσπονδος εχθρός και των δύο Ανδρέας Παπανδρέου. Οι απριλιανοί είχαν στρατιωτική και κοφτή νοοτροπία, ήταν παιδιά της επαρχίας χωρίς παραστάσεις από την μεγαλοαστική τάξη της εποχής, ενώ είχαν συμπεριφερθεί υποτιμητικά και εκβιαστικά στον Βασιλιά και στο περιβάλλον του,[8] κάτι που επιβεβαίωσε και ο ίδιος στα απομνημονεύματά του.[9]

Ο Κωνσταντίνος με τον Lindon Johnson
Ο Βασιλιάς τον Οκτώβριο του 1967 δεχόταν πιέσεις από τον Παπαδόπουλο να τον ορίσει αντιπρόεδρο της κυβέρνησης, ενώ αυξανόταν συνεχώς η ένταση μεταξύ των απριλιανών και των στρατηγών που στήριζαν τον Κωνσταντίνο. Δύο γεγονότα επίσπευσαν τις ενέργειες του Κωνσταντίνου: το πρώτο ήταν η κρίση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις μετά τα γεγονότα της Κοφίνου στην Κύπρο, την συνάντηση κορυφής στον Έβρο και την απόφαση των απριλιανών για απόσυρση της ενισχυμένης Ελληνικής μεραρχίας από το νησί και το δεύτερο η πληροφορία πως όλοι οι αξιωματικοί που ήταν μυημένοι στο κίνημα που σχεδίαζε ο Βασιλιάς θα αποστρατεύονταν από τους απριλιανούς στα τέλη Δεκέμβρη, όταν θα γίνονταν οι κρίσεις των αξιωματικών.

Τα πρόσωπα της συνομωσίας και το σχέδιο του κινήματος

Ο Κωνσταντίνος ξεκίνησε τις συνεννοήσεις με αξιωματικούς πιστούς σε αυτόν από το καλοκαίρι του 1967. Ο σκοπός του ήταν να κινητοποιήσει τις πιστές σε αυτόν μονάδες του στρατού και  να επαναφέρει την κοινοβουλευτική νομιμότητα. Τον σχεδιασμό της ενέργειας έκανε ο αντιστράτηγος Κωνσταντίνος Δόβας, ήρωας του ελληνοϊταλικού πόλεμου και του εμφυλίου, αρχηγός του στρατιωτικού Οίκου του Βασιλιά. Στην ενέργεια προσχώρησε το σύνολο της ανώτατης ηγεσίας της αεροπορίας (αντιπτέραρχος Αντωνάκος), ενώ από το πεζικό οι σημαντικότεροι ήταν ο αντιστράτηγος Γ. Περίδης διοικητής του Γ΄ Σώματος στρατού, ο αντιστράτηγος Κωνσταντίνος Κόλλιας διοικητής της 1ης στρατιάς στην Λάρισα, ο υποστράτηγος Κεχαγιάς διοικητής μεραρχίας στην Καβάλα, ο υποστράτηγος Ιωάννης Μανέττας, οι ταξίαρχοι Έρσελμαν (διοικητής της ΧΧ μεραρχίας τεθωρακισμένων στην Κομοτηνή) και Βιδάλης, ο υποστράτηγος Ζαλοχώρης διοικητής της στρατιάς στον Έβρο και πολλοί άλλοι ανώτατοι επιτελικοί αξιωματικοί. Όπως γίνεται φανερό στην σχεδιαζόμενη ενέργεια συμμετείχε όλη η ανώτατη διοίκηση του Ελληνικού στρατού και κανονικά η επιτυχία της κίνησης έμοιαζε αν όχι εξασφαλισμένη, τουλάχιστον πολύ πιθανή.

Ενήμερος σχετικά με τις επικείμενες ενέργειες του βασιλιά για την απόπειρα ανατροπής της χούντας ήταν και ο αυτοεξόριστος στο Παρίσι Κωνσταντίνος Καραμανλής, και μάλιστα είχε βολιδοσκοπηθεί από πρόσωπο του βασιλικού περιβάλλοντος που τον επισκέφθηκε τον Οκτώβριο του 1967 στη γαλλική πρωτεύουσα σχετικά με το ενδεχόμενο να αναλάβει την πρωθυπουργία, αν το αντικίνημα στεφόταν με επιτυχία. Ο Καραμανλής, που αν και μακριά, ήταν ως φαίνεται καλύτερα πληροφορημένος και σαφώς οξυδερκέστερος του νεαρού μονάρχη, αρνήθηκε και εξέφρασε σοβαρές επιφυλάξεις για την επιτυχία του όλου εγχειρήματος.[10]

Τα σχέδια των κινηματιών

Το σχέδιο που είχε εκπονηθεί από τους κινηματίες είχε ως βασικό αντικειμενικό σκοπό όλες οι μυημένες μονάδες να καταλάβουν τη Θεσσαλονίκη και ο Βασιλιάς να απευθύνει μήνυμα σε όλους τους Έλληνες.[11] Θα ακολουθούσε το κλείσιμο των Τεμπών και την υπεράσπιση της Λαμίας από την στρατιά στην Λάρισα και την ορκωμοσία νέας κυβέρνησης με την συμμετοχή του κεντρώου Γεώργιου Μαύρου, από τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο προσωπικό φίλο του Βασιλιά και έμπιστου των ανακτόρων. Όλο το βασιλικό σχέδιο είχε διαρρεύσει στις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες ακόμη και στην τελευταία του λεπτομέρεια, αλλά θεωρήθηκε περισσότερο ως αντιπερισπασμός με πολύ μικρές πιθανότητες επιτυχίας. Ο Δόβας που είχε τη γενική σχεδίαση, πίστευε πως μόνο η φυσική παρουσία του Βασιλιά θα εξασφάλιζε την επιτυχία του κινήματος καθώς όλοι θα πειθαρχούσαν στις διαταγές του.[12] Αλλά ήταν σαφές ότι δεν είχε εικόνα της ιδεολογίας των νεότερων μεσαίων αξιωματικών που δεν έτρεφαν τον ίδιο σεβασμό για το Στέμμα με τους μεγαλύτερους συναδέλφους τους.[13]

Οι συνωμοτικές επαφές των κινηματιών γίνονταν σε δεξιώσεις, όπου πράκτορες της ΚΥΠ παρακολουθούσαν άγρυπνα τις συζητήσεις τους για τις οποίες ήταν λεπτομερώς ενήμερος ο Γεώργιος Παπαδόπουλος.[14] Ακόμη χειρότερα, ο Βασιλιάς δεν μύησε στο κίνημα τον αντιναύαρχο Ιπποκράτη Δέδε, αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού, ο οποίος ήταν πρόθυμος να θέσει το ναυτικό υπό τις διαταγές του.[15] Σύμφωνα με τον ίδιο, φοβόταν ότι ο Δέδες ίσως δεν στήριζε το κίνημα.[16] Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος κατά την διάρκεια των συνομωσιών άρχισε να αντιλαμβάνεται ότι το κίνημα θα αποτύγχανε, καθώς οι στρατηγοί που το είχαν σχεδιάσει δεν είχαν πείρα από τέτοιες ενέργειες, ενώ όμοιες σκέψεις του μετέδιδαν και άτομα του περιβάλλοντός του.[17]

Η μόνη πιθανότητα επιτυχίας του κινήματος εδραζόταν στην ενεργό υποστήριξη του αμερικανικού παράγοντα. Ο Βασιλιάς τηρούσε λεπτομερώς ενήμερους τους Αμερικάνους για τις προθέσεις του, αλλά παρά τις προσπάθειες του δεν κατάφερε να εξασφαλίσει την ενεργή υποστήριξη τους καθώς οι απόρρητες διπλωματικές αμερικανικές αναλύσεις δεν τον θεωρούσαν πλέον ισχυρό πόλο εξουσίας. Η αμερικανική κυβέρνηση αποθάρρυνε τον Κωνσταντίνο ενώ δεν του παρείχε καμία υλική ή ηθική υποστήριξη. Ο Κωνσταντίνος θα αντιμετώπιζε τους συνταγματάρχες μόνος.

Η εκδήλωση του Βασιλικής επέμβασης της 13ης Δεκεμβρίου 1967 - η Βασιλική οικογένεια στην Καβάλα

Η πρώτη σκέψη των κινηματιών ήταν  κίνηση να εκδηλωθεί στην παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου, όπου θα βρισκόταν παρούσα η ηγεσία της 21ης Απριλίου. Έτσι, ο Περίδης ζήτησε να μεταφέρει μονάδες για την παρέλαση που δεν προβλέπονταν από την σύνθεση που είχε ήδη εγκριθεί, αλλά ο Αρχηγός ΓΕΣ Οδυσσέας Αγγελής απέρριψε την αίτηση και μετέβη αυτοπροσώπως στον Βασιλιά για να τον ρωτήσει ευθέως για τις φήμες ότι σχεδιαζόταν κίνημα. Ο Κωνσταντίνος το αρνήθηκε, αλλά όταν βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη, είχε κατ΄ ιδίαν επαφές με τον Περίδη, ενώ επισκέφτηκε με ελικόπτερο τις μεραρχίες Έδεσσας και Κιλκίς, κινήσεις που επισημάνθηκαν από τους απριλιανούς.[18] 

Η ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις έφερε αλλαγή στα σχέδια του Βασιλιά: ενώ αρχικά προβλεπόταν ότι θα πήγαινε στην Θεσσαλονίκη αναγκάστηκε να ξεκινήσει από την Καβάλα καθώς όλες οι πιστές σε αυτόν μονάδες βρίσκονταν στην Θράκη λόγω της έντασης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Το πρωινό της 13ης Δεκεμβρίου όλη η βασιλική οικογένεια "πέταξε" με το βασιλικό αεροσκάφος για Καβάλα έχοντας μια αλλαξιά ρούχα, εγκαταλείποντας το Τατόι για πάντα, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων. Την συνόδευε και ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Κόλλιας, ο οποίος δεν γνώριζε τίποτε για το κίνημα και ενημερώθηκε σχετικά την τελευταία κυριολεκτικά στιγμή. Στις 11.30 ο Κωνσταντίνος και η οικογένεια του έφτασαν στην Καβάλα. Πολλοί πολίτες της Καβάλας επιφύλαξαν αποθεωτική υποδοχή στον Βασιλιά και η ΧΙη μεραρχία υπό τον ταξίαρχο Κεχαγιά προσχώρησε αμέσως στο κίνημα.

Τίποτε δεν πήγε σύμφωνα με το σχέδιο. Κατ΄ αρχάς το ίδιο το σχέδιο προέβλεπε κάτι που κυμαινόταν μεταξύ αδύνατου και κωμικοτραγικού: ο υποστράτηγος Μανέττας θα εμφανιζόταν στις 11.00 το πρωί στο Πεντάγωνο και θα παρέδιδε βασιλική διαταγή στον αρχηγό ΓΕΣ Οδυσσέα Αγγελή ώστε αυτός να του παραδώσει την....διοίκηση του στρατού. Ακόμη χειρότερα για τους βασιλικούς σχεδιασμούς, ο Μανέττας εμφανίστηκε μια ώρα νωρίτερα να εκτελέσει την απίθανη αποστολή του και έτσι το κίνημα έχασε και το στοιχείο του όποιου αιφνιδιασμού.

Ο Μανέττας συνελήφθη επί τόπου και απομονώθηκε σε ένα δωμάτιο στο κτήριο του Πενταγώνου και ο Αγγελής ειδοποιούσε παντού σε όλη την Ελλάδα για το βασιλικό κίνημα, ζητώντας από όλους πειθαρχία στις διαταγές του μόλις λίγα λεπτά πριν κοπούν οι τηλεπικοινωνίες. Μέχρι το μεσημέρι όλες οι αεροπορικές βάσεις εκτός αυτής των Αθηνών προσχώρησαν στο βασιλικό κίνημα, αλλά το σχέδιο δεν προέβλεπε τίποτε για την αξιοποίηση τους εκτός από ρίψη φυλλαδίων με το βασιλικό διάγγελμα. Έτσι όλη την ημέρα της 13ης Δεκεμβρίου αεροπλάνα πετούσαν σε χαμηλό ύψος πάνω από το Πεντάγωνο, χωρίς να προβούν σε κάποια ενέργεια και χωρίς να μπορέσουν να επηρεάσουν αποφασιστικά τις εξελίξεις. Ο αρχηγός του στόλου αντιναύαρχος Δέδες πριν συλληφθεί, έδωσε διαταγή σε όλον τον στόλο να πλεύσει προς Καβάλα υπακούοντας τον Βασιλιά. Παρά τις προσπάθειες της ηγεσίας των απριλιανών α ματαιώσουν τον απόπλου, το σύνολο των πολεμικών πλοίων του στόλου απέπλευσε με κατεύθυνση την Βόρεια Ελλάδα, ώστε να στηρίξει το κίνημα του Βασιλιά.

Η αποτυχία του κινήματος και η φυγή του Βασιλιά στο εξωτερικό

Η υποδοχή του Κωνσταντίνου στην Καβάλλα
Η τελική έκβαση της κίνησης θα κρινόταν στην Θράκη. Αν ο Βασιλιάς κατάφερνε να θέσει γρήγορα σε κίνηση τις πιστές σε αυτόν μονάδες και να μπει στην Θεσσαλονίκη σε 24 ώρες, θα είχε επικρατήσει πλήρως. Ήδη ήλεγχε την ΧΙ μεραρχία υπό τον ταξίαρχο Βιδάλη που βρισκόταν στην Καβάλα, όμως ο υποστράτηγος Σωτήρης Λιαράκος, διοικητής της Σχολής Πολέμου έχοντας μόνο φοιτητές της σχολής στη διάθεσή του, είχε αποτύχει να καταλάβει τον ραδιοσταθμό στην Θεσσαλονίκη για να μεταδώσει το Βασιλικό διάγγελμα. Η πόλη βρισκόταν υπό την κατοχή των ΛΟΚ του ταξίαρχου Πατίλη που αν και κλινήρης στο ΑΧΕΠΑ, όταν έμαθε τις εξελίξεις φόρεσε την στολή του και κινήθηκε κεραυνοβόλα καταλαμβάνοντας όλα τα στρατηγικά σημεία της Θεσσαλονίκης, ασφαλίζοντας την συμπρωτεύουσα για τους απριλιανούς.[19]

Τα γεγονότα όμως εξελίχθηκαν αρνητικά για τον Βασιλιά και τους υποστηρικτές του. Σύντομα φάνηκε ότι οι ανώτατοι αξιωματικοί δεν ήλεγχαν τις μονάδες τους, καθώς υφιστάμενοι τους αξιωματικοί ήταν οπαδοί της 21ης Απριλίου και πολλοί πιο αποφασιστικοί και φανατισμένοι από τους διοικητές τους. Έτσι στην ΧΧ μεραρχία τεθωρακισμένων ο ταξίαρχος Έρσελμαν αφού το πρωί της 13ης Δεκεμβρίου έθεσε υπό κράτηση 3 αξιωματικούς (τους αντισυνταγματάρχες Πυρρόπουλο και Πετάνη και τον ταγματάρχη Κιρκηλή)  που γνώριζε ότι είναι οπαδοί της 21ης Απριλίου, έδωσε διαταγή να κινηθούν τα άρματα από Κομοτηνή προς Θεσσαλονίκη. Ο ταγματάρχης Σοφικίτης, υποδιοικητής της 2ας διοικήσεως Μάχης ζήτησε δήθεν συνάντηση με τον Έρσελμαν για να ενημερωθεί και με λίγους πιστούς του στρατιώτες τον συνέλαβε και τον κλείδωσε σε ένα άρμα. Αμέσως μετά απελευθέρωσε τους κρατηθέντες αξιωματικούς με επικεφαλής τον πετάνη που ήταν και ο πλέον αδιάλλακτος απριλιανός. Η διοίκηση της μεραρχίας πέρασε πλέον στα χέρια των απριλιανών και ο Σοφικίτης προώθησε τις δυνάμεις του αποφασιστικά προς Κομοτηνή για να συλλάβει και τον Περίδη.

Ο Βασιλιάς μετέβη στην Κομοτηνή με ελικόπτερο να συναντήσει τον Περίδη, ο οποίος τον ενημέρωσε ότι το Α΄ και Β΄ Σώμα Στρατού τηρούσαν ουδέτερη στάση. Ο Περίδης ζήτησε από τον αντιστράτηγο Ζαλοχώρη στον Έβρο να κινηθεί για να τον ενισχύσει με όλες τις δυνάμεις του. Τα τεθωρακισμένα  της 99ης μεραρχίας ξεκινούν, όμως η λάσπη από την καταρρακτώδη βροχή δεν τους επιτρέπει να προχωρήσουν γρήγορα, ενώ όπως αποδείχθηκε κάποιες μονάδες καθυστερούσαν σκοπίμως καθώς οι διοικητές τους ήταν πιστοί στην 21η Απριλίου. Το απόγευμα μια ίλη τεθωρακισμένων υπό τον Σοφικίτη συνέλαβε και τον ίδιο τον Περίδη στην Κομοτηνή και τον επιτελάρχη του ταξίαρχο Βιδάλη, ενώ πρωταγωνιστής στο όλο εγχείρημα ήταν ο συνταγματάρχης Πετάνης. Να σημειωθεί ότι στα υψώματα γύρω από την Κομοτηνή είχαν ταχθεί αντιαρματικά τα οποία όμως δεν έριξαν ούτε οβίδα στα επελαύνοντα άρματα του Σοφικιτη, καθώς οι αξιωματικοί τους δεν αντέδρασαν στις εξελίξεις.

Ο αντιστράτηγος Κόλιας στην Λάρισα έδωσε διαταγές στις μονάδες του να κινηθούν προς τα Τέμπη αλλά όλοι υφιστάμενοι διοικητές του καθυστερούσαν να εκτελέσουν τις διαταγές, όταν αντιλήφθηκαν ποιος ήταν ο αντικειμενικός τους σκοπός. Όλες οι μονάδες που αναπτύχθηκαν από τον Κόλλια έξω από την Λαμία και την Λάρισα παραδόθηκαν στους επελαύνοντες από την Αθήνα πιστούς αξιωματικούς των απριλιανών, ενώ αργά το απόγευμα συνελήφθη και ο ίδιος.

Παρά τα συνεχή παραπλανητικά μηνύματα που λάμβανε από το Πεντάγωνο, ο στόλος συνέχισε την πορεία του προς Βορρά και τα ξημερώματα της 14ης Δεκεμβρίου είχε οπτική επαφή με το λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Ο Δέδες ενώ βρισκόταν στην Αθήνα υπό κράτηση από τους Απριλιανούς, έμαθε για τη φυγή του Βασιλιά και την αποτυχία του κινήματος. Αφού οι απριλιανοί τον διαβεβαίωσαν ότι θα εξέδιδαν αμνηστία για τα πληρώματα των πλοίων, έδωσε διαταγή με ραδιοτηλεγράφημα να επιστρέψει ο στόλος στον ναύσταθμο της Κρήτης.[20]

Τα άσχημα νέα φτάνουν το ένα μετά το άλλο στον Βασιλιά στην Καβάλα που καταλαβαίνει ότι το παν είχε χαθεί. Μόνο με αεροπορία και στόλο και την μεραρχία της Καβάλας δεν μπορούσε να πετύχει τους σκοπούς του. Το τελευταίο χτύπημα είναι η ορκωμοσία νέας κυβέρνησης και του υποστράτηγου Ζωιτάκη ως αντιβασιλέα από τον αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο στην Αθήνα. Μέσα στην απελπισία του και για να μην αιχμαλωτισθεί από την 21η Απριλίου, ο Βασιλιάς με την οικογένεια του και τον πρωθυπουργό Κ. Κόλλια, απογειώνονται εν μέσω καταρρακτώδους βροχής από την Καβάλα, χωρίς σχέδιο πτήσεως και επαρκή καύσιμα προς το Πρίντιζι ενώ τελικά λόγω του ευνοϊκού καιρού έφτασαν στην Ρώμη.

Στις 04:00 ξημερώματα της 14ης Δεκεμβρίου το βασιλικό αεροσκάφος αγγίζει το έδαφος του αεροδρομίου της Ρώμης. Η βασιλική οικογένεια της Ελλάδος αρκετά καταπονημένη από το δύσκολο ταξίδι, αλλά πάντοτε αξιοπρεπής, γίνεται δεκτή από δεκάδες φωτορεπόρτερς που απαθανατίζουν την αλλόκοτη σκηνή. Ο Κωνσταντίνος μειδιά στο θέαμα αυτό. Μόλις είχε χάσει τον Θρόνο του...

Συμπεράσματα

Μετά την αποτυχία της προσπάθειας πολλοί κατηγόρησαν τον Κωνσταντίνο για κίνημα-οπερέτα που δεν είχε καμία ελπίδα επιτυχίας, κάτι που εκ των υστέρων είναι ένα ασφαλές και εύκολο συμπέρασμα. Προφανώς αν ο Κωνσταντίνος πίστευε ότι δεν είχε καμμία πιθανότητα επιτυχίας δεν θα εξέθετε τον εαυτό του, το αξίωμα του και κυρίως την οικογένεια του στην περιπέτεια αυτή. Αντιθέτως είχε κάθε λόγο να πιστεύει στην επιτυχία αφού στην ενέργεια συμμετείχε σχεδόν το σύνολο των ανώτατων αξιωματικών των τριών όπλων, που είχαν υπό την διοίκηση τους τις σημαντικότερες στρατιωτικές μονάδες της Χώρας. Το σχέδιο της όλης ενέργειας σε μερικά σημεία του (Μανέττας) ήταν ομολογουμένως πολύ κακό σε βαθμό ανοησίας, αλλά παρ΄ όλα αυτά είχε πιθανότητες επίτευξης των αντικειμενικών του στόχων.

Η τελική αποτυχία ήταν κατά την γνώμη μας, συνδυασμός τριών παραγόντων. Ο πρώτος και σημαντικότερος ήταν ότι οι μυημένοι στο κίνημα διοικητές μονάδων δεν ήλεγχαν πλήρως τις μονάδες τους και δεν είχαν αντιληφθεί τους κατώτερους αλλά αποφασισμένους οπαδούς της 21ης Απριλίου, για να τους απομακρύνουν η να τους περιορίσουν εγκαίρως. Προφανώς οι κινηματίες ανώτατοι αξιωματικοί δεν είχαν προηγούμενες εμπειρίες σε συνωμοτικές κινήσεις τέτοιου είδους. Οι κατώτεροι τους αξιωματικοί επέδειξαν θάρρος και αποφασιστικότητα, αρετές απαραίτητες για αυτόν που θέλει να επικρατήσει σε τέτοιου είδους ανταγωνισμούς.


Ο δεύτερος παράγων ήταν οι αδιαμφισβήτητες πολιτικές στρατιωτικές και συνωμοτικές ικανότητες των ηγετών της 21ης Απριλίου. Οι δυνατότητες τους φάνηκαν ήδη με την κατάληψη της εξουσίας όταν σε λίγες ώρες έφεραν εις πέρας ένα λεπτομερές και πολύπλοκο σχέδιο ολικής κατάλυσης των αρχών του ελληνικού κράτους που απαιτούσε συγχρονισμό, ταχύτητα και αποφασιστικότητα πετυχαίνοντας τον πλήρη αιφνιδιασμό ολόκληρου του κράτους. Έτσι και στην περίπτωση του κινήματος του Βασιλιά είχαν από την αρχή τον πλήρη έλεγχο και έγκυρες πληροφορίες για τις κινήσεις που γίνονταν. Στις 13 Δεκεμβρίου και όταν ακόμα έχασαν τον έλεγχο του ναυτικού και της αεροπορίας, δεν απώλεσαν την ψυχραιμία τους, αλλά με μεθοδικότητα απομόνωσαν στην Καβάλα τον Κωνσταντίνο, απογύμνωσαν τους υποστηρικτές του από τις διοικήσεις των μονάδων τους ενώ στο τέλος κατάφεραν να προσεταιρισθούν  και τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο.

Ήταν αποφασισμένοι να τα παίξουν όλα για όλα αντιθέτως με τους αντιπάλους τους που οι περισσότεροι δεν είχαν επαναστατική ψυχολογία και αποφασιστικότητα, αλλά απλώς διεκπεραίωναν αυτό που θεωρούσαν ως καθήκον τους έναντι του στρατιωτικού όρκου που είχαν δώσει στο Στέμμα. Οι αξιωματικοί της 21ης Απριλίου επέδειξαν και πολιτικές και οργανωτικές αρετές στα χρόνια που κυβέρνησαν την Ελλάδα (ως το 1973), φαινόμενο που ομολογουμένως δεν είναι σύνηθες για αξιωματικούς στην σύγχρονη Ελληνική Ιστορία.

Ο τρίτος ήταν η απόφαση του αμερικανικού παράγοντα να τηρήσει αυστηρή ουδετερότητα στην διαπάλη των δύο παρατάξεων για τον έλεγχο του στρατού και της χώρας. Σε όλο το διάστημα μετά την 21η Απριλίου οι Αμερικάνοι ιθύνοντες ήταν διχασμένοι μεταξύ του να αποδεχθούν τη νέα κατάσταση ή να στηρίξουν τον Βασιλιά. Ένας φόβος της αμερικανικής πολιτικής στην Ελλάδα ήταν ότι αν ο Κωνσταντίνος εξασφάλιζε τον έλεγχο της χώρας συντρίβοντας τους απριλιανούς, θα ήταν αιχμάλωτος της αριστεράς. Επίσης, στις εκτιμήσεις των Αμερικανών ιθυνόντων οι ηγέτες της 21ης Απριλίου είχαν μεγαλύτερη ισχύ στο στρατό από τον Βασιλιά και έδειχναν ικανοί να κυβερνήσουν αποτελεσματικά τη Χώρα.

Επίλογος - Ο Κωνσταντίνος αναλαμβάνει τις ευθύνες του ενώπιον της Ελλάδας και της της Ιστορίας

«Ποτέ στη ζωή μου δεν θέλησα να κρυφτώ πίσω από άλλους. Η ευθύνη της αποτυχίας βαραίνει εμένα. Αναλαμβάνω αυτό το βάρος. Αν όμως ξια κάτι ακόμη και σήμερα, δεν συγχωρώ τον εαυτό μου, είναι που δεν μπορέσαμε να απαλλάξουμε το συντομότερο δυνατόν την Ελλάδα από αυτούς τους επιόρκους. Τα λάθη ήταν πολλά. Κρισιμότατο ρόλο έπαιξε το γεγονός ότι είχαμε μεν τους στρατηγούς, αλλά δεν είχαμε τους λοχαγούς και τους ταγματάρχες."[21]

Υποσημειώσεις

[1] Αλέξης Παπαχελάς, Ο βιασμός της ελληνικής δημοκρατίας (ο αμερικανικός παράγων, 1947-1967), εκδόσεις Εστία, Αθήνα 1997, σελ. 315-319.

[2] «Αισθανόμουν προδομένος. Έβλεπα ότι η Χώρα μου βυθίζεται στο σκοτάδι. Ήταν η χειρότερη ημέρα τα ης ζωής μου. Η κατάσταση ήταν πολύ δύσκολη. Είχα μείνει χωρίς ίχνος δυνάμεων. Οι τηλεφωνικές γραμμές άρχισαν να νεκρώνουν». Βασιλιάς Κωνσταντίνος, Χωρίς τίτλο (τόμος Β΄), Βήμα, Αθήνα 2015, σελ. 230-231.

[3] Παπαχελάς, ό.π., σελ. 320.

[4] Στο ίδιο σελ. 325.

[5] Κωνσταντίνος Κόλλιας , Βασιλεύς και Επανάστασις 1967, Αθήνα 1984, σελ. 64-65.

[6] Παπαχελάς, ό.π., σελ. 335-336.

[7] Ο Κωνσταντίνος σαφώς και ήταν ενοχλημένος από τη δικτατορία των συνταγματαρχών, και τόσο τα αισθήματα του ιδίου αλλά και της άρχουσας τάξης της χώρας, σε πρώτη φάση τουλάχιστον, αποδίδονται εύστροφα από τη χαριτωμένη φράση του Δημήτρη Χορν, ο οποίος περίγραψε την κατάσταση «σαν να βρίσκεστε στο ρετιρέ σας στο Κολωνάκι και να σας κλειδώνει στο δωμάτιο υπηρεσίας η καμαριέρα σας». Ευάγγελος Κούμπουλης, Το αντικίνημα του Κωνσταντίνου στις 13 Δεκεμβρίου 1967, περιοδικό Ιστορία Εικονογραφημένη (τεύχος 630), Αθήνα 2020.

[8] Ανδρέας Παπανδρέου, Η Δημοκρατία στο απόσπασμα, Λιβάνης, Αθήνα 2006, σελ. 392.

[9] «Επιπλέον μου ήταν αδύνατον να συνεχίσω να ανέχομαι την αναγκαστική συνύπαρξή μου με τους φρικτούς ανθρώπους της Χούντας. Ήταν απελπισία.» Βασιλεύς Κωνσταντίνος, χωρίς τίτλο (τόμος Γ΄), Αθήνα 2015, σελ. 12.

[10] Κούμπουλης, ό.π.

[11] Βασιλεύς Κωνσταντίνος, χωρίς τίτλο (τόμος Γ΄), σελ.18.

[13] Παπανδρέου, ό.π., σελ. 393.

[14] Λεονταρίτης, σελ. 28, 34,35.

[15] Ιπποκράτης Ι. Δέδες, Όταν σίγησαν τα κανόνια…(ο ρόλος του πολεμικού ναυτικού από 21ης Απριλίου έως 13ης Δεκεμβρίου 1967, Ιπποκράτης, Αθήνα 1994, σελ. 107-113.

[16] Βασιλεύς Κωνσταντίνος, χωρίς τίτλο (τόμος Γ΄), σελ.15-16.

[17] Στο ίδιο, σελ.29-30.

[18] Λεονταρίτης, ό.π., σελ. 29-30.

[19] Βασιλεύς Κωνσταντίνος, χωρίς τίτλο (τόμος Γ΄), σελ.37-38.

[20] Δέδες, ό.π., σελ. 135-141.

[21] Βασιλεύς Κωνσταντίνος, χωρίς τίτλο (τόμος Γ΄), σελ. 48-49.

Πηγές

Βασιλεύς Κωνσταντίνος, χωρίς τίτλο (τόμοι Β΄, Γ΄), Βήμα, Αθήνα 2015.

Δέδες Ιπποκράτης Ι., Όταν σίγησαν τα κανόνια…(ο ρόλος του πολεμικού ναυτικού από 21ης Απριλίου έως 13ης Δεκεμβρίου 1967, Ιπποκράτης, Αθήνα 1994.

Κόλλιας Κωνσταντίνος, Βασιλεύς και Επανάστασις 1967, Αθήνα 1984.

Κούμπουλης Ευάγγελος, Το αντικίνημα του Κωνσταντίνου στις 13 Δεκεμβρίου 1967, περιοδικό Ιστορία Εικονογραφημένη (τεύχος 630), Αθήνα 2020.

Λεονταρίτης Γιώργος Α., Βασιλεύς και Γεώργιος Παπαδόπουλος 1967-1973, Προσκήνιο, Αθήνα.

Παπανδρέου Ανδρέας, Η Δημοκρατία στο απόσπασμα, Λιβάνης, Αθήνα 2006.

Παπαχελάς Αλέξης, Ο βιασμός της ελληνικής δημοκρατίας (ο αμερικανικός παράγων, 1947-1967), εκδόσεις Εστία, Αθήνα 1997.

Στεφανοπούλου Αλεξάνδρα, 13 Δεκεμβρίου 1967, εκδόσεις Φερενίκη, Αθήνα 2009.