Στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του εναντίον του Ντόναλντ Τραμπ, ο Τζο Μπάιντεν είχε δηλώσει απερίφραστα στη διεύθυνση των New York Times ότι θα επεδίωκε την «ανατροπή» του «απολυταρχικού» Ταγίπ Ερντογάν μέσω της «δημοκρατικής αντιπολίτευσης». Αφού εγκαταστάθηκε στον Λευκό Οίκο, του πήρε τρεις μήνες να σηκώσει το τηλέφωνο για να μιλήσει στον Τούρκο πρόεδρο και όταν τελικά το έκανε, στις 23 Απριλίου, ήταν για να του ανακοινώσει ότι θα αναγνωρίσει τη Γενοκτονία των Αρμενίων.
Ταπεινωμένος και εξοργισμένος, ο Ερντογάν άδραξε την ευκαιρία του τελευταίου πολέμου Ισραήλ – Χαμάς για να κατηγορήσει τον Αμερικανό πρόεδρο ότι έχει τα χέρια του «βαμμένα στο αίμα» των παιδιών της Παλαιστίνης που σκοτώθηκαν από αμερικανικά όπλα στη Γάζα. Την ίδια περίοδο, ο Τούρκος υπουργός Εσωτερικών Σουλεϊμάν Σοϊλού κατηγορούσε ανοιχτά την κυβέρνηση Ομπάμα – Μπάιντεν για το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016 στην Τουρκία.
Τούτων δοθέντων, και μόνο το γεγονός ότι πραγματοποιήθηκε και υπήρξε πολιτικά αναίμακτη η κατ’ ιδίαν συνάντηση Μπάιντεν – Ερντογάν την περασμένη Δευτέρα, στο περιθώριο της συνόδου κορυφής του ΝΑΤΟ, συνιστά μια ορισμένη πρόοδο στο επικοινωνιακό πεδίο, αν και το κατά πόσον υπήρξε πρόοδος και επί της ουσίας παραμένει άκρως αμφίβολο. Οι μετρημένες εκφράσεις ικανοποίησης των δύο ηγετών –«θετική και παραγωγική» χαρακτήρισε τη συνάντηση ο Μπάιντεν, «παραγωγική και ειλικρινή» την βρήκε ένας πολύ σφιγμένος Ερντογάν– δεν εμπόδισαν τη λίρα να κατρακυλήσει κατά 1% το πρωί της Τρίτης, καθώς οι προσδοκίες για γεφύρωση διαφορών δεν επιβεβαιώθηκαν.
Τις προηγούμενες ημέρες, η Αγκυρα είχε τείνει κλάδο ελαίας προς την Ουάσιγκτον για το ακανθώδες ζήτημα των S-400. Ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου ανακοίνωσε ότι οι Ρώσοι τεχνικοί που προσφέρουν υποστήριξη και εκπαίδευση πάνω στο προηγμένο σύστημα αντιαεροπορικής άμυνας θα αναχωρήσουν σύντομα. Παράλληλα, η Αγκυρα άφηνε να διαρρεύσει στην El Pais και σε άλλα διεθνή μέσα η πληροφορία ότι είναι έτοιμη να προτείνει στην Ουάσιγκτον την εγκατάσταση των ρωσικών πυραύλων στην κοινή αμερικανοτουρκική βάση του Ιντσιρλίκ, όπου θα μπορούν να ελέγχονται από τους Αμερικανούς και δεν θα ενεργοποιούνται παρά μόνον σε «εξαιρετικές» περιστάσεις. Μάλιστα, η Τουρκία διεμήνυσε ότι εξακολουθεί να επιθυμεί την αγορά αμερικανικών πυραύλων Patriot ή, αν αυτό δεν γίνει δυνατό, ιταλογαλλικών Eurosam.
Προφανώς ο Ερντογάν είχε πολύ ισχυρούς λόγους να επείγεται για μια κάποια λύση στο πρόβλημα των S-400, καθώς ο συνδυασμός εσωτερικών και εξωτερικών πιέσεων αρχίζει να γίνεται ασφυκτικός για τον ίδιο. Η διογκούμενη ανεργία και ο αχαλίνωτος πληθωρισμός απειλούν να τον οδηγήσουν σε ήττα στις εκλογές του 2023, ενώ δεν υπάρχει πια ένας Τραμπ στον Λευκό Οίκο για να δρα ως τροχοπέδη στις πιέσεις του Κογκρέσου υπέρ των αυστηρότερων κυρώσεων κατά της Αγκυρας. Η επίλυση του προβλήματος γύρω από τους S-400, η άρση των κυρώσεων που έχουν ήδη επιβληθεί και η επιστροφή της Τουρκίας στο πρόγραμμα των F-35 θα ήταν μια ισχυρή τονωτική ένεση στην εμπιστοσύνη των διεθνών επενδυτών, που τόσο χρειάζεται η άκρως εξωστρεφής τουρκική οικονομία. Ωστόσο ο ποθητός συμβιβασμός δεν επήλθε στις Βρυξέλλες –αν και οι διαβουλεύσεις σε επίπεδο υπουργών Αμυνας θα συνεχιστούν– όπως δεν υπήρξε κάποια προσέγγιση στην πάγια αξίωση της Αγκυρας να σταματήσει η αμερικανική υποστήριξη στο συροκουρδικό κόμμα PYD, το οποίο, κατά τον Ερντογάν, είναι παρακλάδι του «τρομοκρατικού» ΡΚΚ.
Γεγονός είναι ότι ο Τούρκος πρόεδρος επένδυσε συστηματικά στον αναβαθμισμένο ρόλο που διαδραματίζει η χώρα του στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ για να δελεάσει τον Μπάιντεν και άλλους συμμάχους του. Τόνισε ότι η Τουρκία αντιπροσωπεύει τον δεύτερο στρατό του ΝΑΤΟ και συμμετέχει ενεργά σε όλες τις αποστολές του, «από το Ιράκ μέχρι το Αφγανιστάν, από τον Καύκασο μέχρι τα Βαλκάνια, από τη Μαύρη Θάλασσα μέχρι τη Μεσόγειο και την Αφρική», υπογραμμίζοντας εμμέσως πλην σαφώς τον ρόλο της ως δύναμης ανάσχεσης της Ρωσίας. Ιδιαίτερη σημασία είχε η πρόταση του Ερντογάν να διατηρήσει η Τουρκία δυνάμεις στο Αφγανιστάν και να αναλάβει την ασφάλεια του αεροδρομίου της Καμπούλ τώρα που φεύγουν τα αμερικανικά στρατεύματα από τη χώρα, υπό την προϋπόθεση ότι θα υπάρξει διπλωματική και οικονομική υποστήριξη από τις ΗΠΑ. Ενα θέμα που δεν έληξε στις Βρυξέλλες, πάντως συνάντησε ευμενή υποδοχή.
«Ημισέληνος των drones»
Σε ισχυρό όπλο της τουρκικής διπλωματίας έχουν εξελιχθεί τα φθηνά και αποτελεσματικά, όπως αποδείχθηκε στις συγκρούσεις του Ναγκόρνο-Καραμπάχ και της Λιβύης, μη επανδρωμένα αεροπλάνα (drones) Bayraktar TB2 που κατασκευάζει η τουρκική πολεμική βιομηχανία. Πρόσφατα, η κυβέρνηση της Πολωνίας υπέγραψε συμφωνία για την προμήθεια 24 τουρκικών drones, ενώ νωρίτερα η Τουρκία είχε εφοδιάσει την κυβέρνηση της Ουκρανίας, η οποία δελεάζεται από τη σκέψη να τα χρησιμοποιήσει για να ανακτήσει τον έλεγχο στις περιοχές του Ντονμπάς, στο ανατολικό τμήμα της χώρας, που διοικούνται από τους ρωσόφωνους αυτονομιστές. Τουρκικά drones σχεδιάζει να αποκτήσει και η Ρουμανία, μια χώρα πρώτης γραμμής στους σχεδιασμούς του ΝΑΤΟ για περικύκλωση της Ρωσίας.
Εν ολίγοις, η κυβέρνηση Ερντογάν προσφέρει στο ΝΑΤΟ μια «ημισέληνο των drones» από τον Καύκασο, τη Μαύρη Θάλασσα και το Ντονμπάς μέχρι τη Βόρεια Αφρική, διακινδυνεύοντας μια ρήξη με τον Πούτιν, χωρίς να είναι βέβαιο ότι θα εξασφαλίσει την πολιτική ασυλία που τόσο επιθυμεί από την πλευρά του Μπάιντεν.