ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΛΙΣΤΑΣ ΣΕΛΙΔΩΝ

Δευτέρα 5 Απριλίου 2021

25η Μαρτίου 1821 - Η ταύτιση με την Ελληνική Επανάσταση - Το ιδεολογικό και διπλωματικό οπλοστάσιο των επαναστατημένων Ελλήνων




25η ΜΑΡΤΙΟΥ 2021

Κώστας Κωσταβασίλης 

Φιλόλογος και συγγραφέας

Μέσα σε όλο το χάος που έχει προκαλέσει στη ζωή μας η αδόκητη «επίθεση» του κορωνοϊού, κι ενόσω προσπαθούμε όλοι να διαχειριστούμε τις νέες συνθήκες στις οποίες καλούμαστε να επιβιώσουμε, δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι τούτη τη μέρα γιορτάζουμε μια επέτειο που αποτελεί σημείο καμπής για την ιστορία μας. Πρόκειται για την επέτειο των 200 ετών από την κήρυξη της επανάστασης του 1821.

Δεν θα επιχειρήσουμε, εδώ, να αναλύσουμε τα βασικά γεγονότα της επανάστασης ή και το ρόλο της περιοχής μας, με μάχες που έχουν καίρια σημασία σε ποικίλους τομείς της, από τη διπλωματική απήχηση στην Ευρώπη (με τη θυσία των φιλελλήνων στο Πέτα), μέχρι τη διασφάλιση των συνόρων (με τη διατήρηση της Βόνιτσας και της Αμφιλοχίας μετά τη μάχη στην Κορωνησία). Δεν θα μπούμε επίσης στον πειρασμό να προβούμε σε αναλύσεις σχετικά με τις μεγάλες αντιπαραθέσεις μεταξύ ιστορίας και θρύλου. Θα προσπαθήσουμε, μόνο, να δώσουμε μια άποψη σχετικά με το ίδιο το γεγονός της επανάστασης, την επίδρασή του στη συνέχεια, και την πορεία του δημιουργήματός του, δηλ. του ελληνικού κράτους, στα διακόσια χρόνια που μεσολάβησαν από το 1821 μέχρι σήμερα.

Θα πρέπει να τονίσουμε ότι η επανάσταση έγινε το 1821 διότι τότε οι συνθήκες επέτρεψαν την εκδήλωσή της. Πολύ δύσκολα θα μπορούσε να αναβληθεί για αργότερα, όταν οι Έλληνες θα ήταν πιο ώριμοι. Ήταν επίσης αδύνατον να γίνει νωρίτερα, όπως είχε επιχειρηθεί αρκετές φορές στο παρελθόν, με χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις το κίνημα του μητροπολίτη Διονυσίου του Φιλοσόφου (ή Σκυλόσοφου όπως τον αποκαλούσαν οι Τούρκοι) το 1611, τα ορλωφικά το 1770, το κίνημα του Λάμπρου Κατσώνη το 1792. Όλα αυτά τα αποτυχημένα κινήματα αποτέλεσαν τη βάση στην οποία στηρίχθηκαν οι εμπνευστές της επανάστασης του 1821, δεν μπόρεσαν, όμως, να εξελιχθούν σε απελευθερωτική επανάσταση μεγάλης κλίμακας. Για να συμβεί αυτό χρειάστηκε να αισθανθούν οι Έλληνες το συναίσθημα της υπεροχής έναντι των Οθωμανών, μια υπεροχή που βασιζόταν στη συσσώρευση πλούτου από το διαμετακομιστικό εμπόριο, στην ανάπτυξη της παιδείας ως αποτέλεσμα του νεοελληνικού διαφωτισμού, αλλά και στη βαθιά πίστη στο Θεό που οδηγούσε σε πίστη στις δυνάμεις των Ελλήνων. 

Ο πλούτος ήταν απαραίτητος για τη χρηματοδότηση της επανάστασης. Η παιδεία ήταν απαραίτητη για την ιδεολογική στήριξη και την προβολή της στο εξωτερικό, κάτι απαραίτητο για την επιβίωσή της. 

Ας μην ξεχνάμε ότι, ανεξάρτητα από το πώς τη βίωνε ο μέσος Έλληνας, για τους ξένους της εποχής η επανάσταση του 1821 ήταν απλώς ένα αποσχιστικό κίνημα μιας μικρής επαρχίας της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, από μια μερίδα Οθωμανών υπηκόων που είχαν δυσαρεστηθεί από τη διακυβέρνηση του σουλτάνου. 

Ο νεοελληνικός διαφωτισμός (που εκφράστηκε μέσα από λαμπρά σχολεία όπως και η σχολή Μανωλάκη στην Άρτα) πρόσφερε ένα ιδεολογικό και διπλωματικό οπλοστάσιο στους επαναστατημένους Έλληνες, ώστε να αποτρέψουν τη στρατιωτική ενίσχυση των Οθωμανών από τους Δυτικούς αρχικά, και να επιτύχουν την αναγνώρισή τους ως εμπόλεμο έθνος στη συνέχεια. Η πίστη στο Θεό ήταν βασική ανάγκη αλλά και προϋπόθεση για να αποκτήσουν οι υπόδουλοι Έλληνες αυτοπεποίθηση και εμπιστοσύνη στις δυνάμεις τους.

Δεν θα πρέπει, λοιπόν, να σταθούμε τόσο στο αν η 25η Μαρτίου 1821 υπήρξε ως ιστορικό γεγονός όπως το μαθαίναμε κάποτε στα σχολεία, όσο στο τι κατέληξε να συμβολίζει στα 200 χρόνια που ακολούθησαν από τότε μέχρι τις μέρες μας. Είναι πλέον πανθομολογούμενο ότι το περιστατικό που εμφανίζεται ως η απαρχή της επανάστασης του 1821 δεν υφίσταται ακριβώς ως ιστορικό γεγονός. Η ελληνική επανάσταση είχε ήδη ξεκινήσει στη Μολδοβλαχία (σημερινή Ρουμανία) σχεδόν ένα μήνα νωρίτερα υπό την αρχηγία του Αλέξανδρου Υψηλάντη και στην Πελοπόννησο περίπου δύο εβδομάδες πριν τις 25 Μαρτίου.

Παρόλο που αποτελεί πιο πολύ σύμβολο, παρά πραγματικότητα, όμως, η 25η Μαρτίου κατέληξε να ταυτίζεται με αυτή καθαυτή την ελληνική επανάσταση. Η επανάσταση, ως ιστορικό γεγονός, έχει πολύ μεγάλη αξία. Αποτελεί πλέον κοινή παραδοχή στην ιστοριογραφία ότι έδωσε κίνητρο για ενίσχυση και ενδυνάμωση της δραστηριότητας των φιλελεύθερων κινημάτων της Ευρώπης, τα οποία έβλεπαν σ’ αυτή την έμπρακτη εφαρμογή των ιδεολογικών τους διακηρύξεων. Επιπλέον δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι χωρίς την επανάσταση δεν θα ήταν δυνατό να προχωρήσουμε στην ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Ελλάδας ως ελεύθερου κράτους, δεδομένου ότι αυτή ήταν που ανάγκασε τις Μεγάλες Δυνάμεις να ενδιαφερθούν για τον αγώνα του έθνους μας και, κάτω από την πίεση ενός ογκούμενου φιλελληνικού ρεύματος, να στηρίξουν την ελληνική υπόθεση.

Από τη στιγμή που εκδηλώθηκε η Επανάσταση, ξεπέρασε τόσο τις προσδοκίες των εμπνευστών της, όσο και τους ίδιους του πρωταγωνιστές της. Ενδεικτικό του πόσο ταιριαστή ήταν η στιγμή εκδήλωσής της, αποτελεί το γεγονός ότι δεν κατέστη δυνατόν να ανακοπεί η ορμή της ούτε κι όταν όλα έδειχναν ότι κινούνται εναντίον της. Τα δάνεια που οδήγησαν στην εξάρτηση από τους ξένους αποτέλεσαν ταυτόχρονα και το βασικό «όπλο» ώστε οι ξένοι να ενισχύσουν την επανάσταση μέχρι την τελική νίκη. Τελικά, ακόμα κι αν αποφασίστηκε για μας χωρίς εμάς, η ανεξαρτησία του ελληνικού κράτους αποτελεί μια ουσιαστική νίκη των Ελλήνων.

Η πορεία της Ελλάδας στα 200 χρόνια ελευθερίας της, είναι γεμάτη σκαμπανεβάσματα, πράγμα που ταιριάζει με την ιδιοσυγκρασία των Ελλήνων. Άλλωστε, από τη στιγμή που οι επαναστάτες ξεκινούσαν από μια ανατολίτικης νοοτροπίας παράδοση αιώνων με στόχο μια δυτικότροπης αντίληψης εγκαθίδρυση κράτους, ήταν φυσικό κι επόμενο να υπάρχουν αμφιταλαντεύσεις και προβλήματα. Η οικονομική μας εξάρτηση δεν βοήθησε σε όλη αυτή την πορεία, αλλά πρόσφερε τις βάσεις για πρόοδο, όταν οι συνθήκες το επέτρεπαν.


Βρισκόμαστε ήδη στο 200ο έτος μετά την έναρξη της επανάστασης. Από την ανεξαρτησία μας μέχρι πρόσφατα, συμπεριφερόμασταν σαν «κακομαθημένα παιδιά της Ιστορίας», όπως μας έχουν χαρακτηρίσει. Τούτες τις μέρες, όμως, έχουμε μια ευκαιρία, μέσα στον ορυμαγδό της πανδημίας και της απομόνωσης, να σκεφτούμε και να αποφασίσουμε αν θέλουμε και μπορούμε πραγματικά να κάνουμε μια νέα αρχή, ξεπερνώντας τις ίδιες μας τις δυνάμεις, όπως οι πρόγονοί μας δύο αιώνες νωρίτερα. Είναι κάτι που τους οφείλουμε ως ελάχιστο φόρο τιμής.   



Κώστας Κωσταβασίλης 

Φιλόλογος και συγγραφέας