ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΛΙΣΤΑΣ ΣΕΛΙΔΩΝ

Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2021

H σαγήνη της τρομοκρατίας: Μια ιστορική αναδρομή, στον αναρχισμό & στις τρομοκρατικές οργανώσεις - Οι ομοιότητες με τον φασισμό και η περαιτέρω εξτρεμοποίησή της


 


Σώτη Τριανταφύλλου


Η τρομοκρατία είναι προϊόν των ανθρώπινων ατελειών, της ανθρώπινης διανοητικής και ψυχικής ανεπάρκειας.


 Μια ιστορική αναδρομή στον αναρχισμό & στις τρομοκρατικές οργανώσεις και εξηγεί τη συμπάθεια μέρους του κοινού έναντι των τρομοκρατών

Η συμπάθεια μέρους του κοινού έναντι των τρομοκρατών –οι πολλές αποχρώσεις εύνοιας και ανοχής– χρονολογείται από την εποχή του ρωσικού αναρχισμού του 19ου αιώνα. Ο ρωσικός αναρχισμός επηρέασε ολόκληρη την Ευρώπη και επωφελήθηκε από θετικές αναπαραστάσεις στο λαϊκό φαντασιακό. Οι αναρχικοί που χρησιμοποιούσαν βία –διαπράττοντας κυρίως δολοφονίες διακεκριμένων– θεωρούνταν ρομαντικοί ιδεαλιστές και οι επακόλουθες τιμωρίες τούς καθιστούσαν μάρτυρες. Δεν συμφωνούσαν όλοι με αυτή την πρόσληψη: πολλοί αναρχικοί και αριστεροί διανοούμενοι της Μπελ Επόκ κατήγγειλαν τους τρομοκράτες για απάτη και προβοκάτσια, ενώ άλλοι εξύμνησαν τη βία ως μέσον ανατροπής και καταστροφής.


Ο αναρχισμός είχε αρνητική συνήχηση μέχρι το 1840, όταν ο Προυντόν με το βιβλίο του «Είναι η ιδιοκτησία κλοπή;» δικαιολογούσε τη βία για τον καλό σκοπό. Ακολούθησε μια μακρά σειρά θεωρητικών –Ερίκο Μαλατέστα, Κροπότκιν– και μια εξίσου μακρά σειρά οργανώσεων που εμπνέονταν από τις αναρχικές ιδέες, όπως, για παράδειγμα, η αμερικανική Ιndustrial Workers of the World ή οι αναρχοσυνδικαλιστές της Καταλονίας. Εννοείται ότι το τέλος του 19ου αιώνα ήταν μια περίοδος μεγάλων εθνικών και κοινωνικών εντάσεων οι οποίες αποτελούσαν εύφορο έδαφος για την επαναστατική ρητορική. Μαζί με τη βιομηχανία αναπτυσσόταν το εργατικό κίνημα, μέρος του οποίου επέλεξε, ιδιαίτερα μετά τις ευρωπαϊκές εξεγέρσεις του 1848, τον δρόμο της βίας ως απάντηση στην καπιταλιστική βία και στη βία του κράτους.


Στον 19ο αιώνα η καπιταλιστική βία ήταν πολύ συγκεκριμένη: οι επαναστάτες αρχισυνδικαλιστές μπορούσαν να βρεθούν στο εκτελεστικό απόσπασμα ή στην εξορία. Οι διαδηλώσεις κατέληγαν συχνά σε σφαγές, όπως συνέβη στην καταστολή της Παρισινής Κομούνας, όταν συνελήφθησαν δεκάδες χιλιάδες εργάτες και σοσιαλιστές, από τους οποίους εκτελέστηκαν περίπου τριάντα χιλιάδες –ολόκληρη πόλη. Δεν ήταν το μοναδικό πολυαίμακτο γεγονός: στην Ανδαλουσία, στις ΗΠΑ και στη Ρωσία η «μπουρζουαζία» σκότωνε όχι μόνο με την πείνα αλλά και με σφαίρες. 

Η απάντηση των μαζών ήταν: «όλα επιτρέπονται», «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», «διαρκής επανάσταση», «προπαγάνδα μέσω πράξεων» (Μαλατέστα, Αντρέα Κόστα). Παραλλήλως, αναπτυσσόταν ο αναρχικός Τύπος που υπερασπιζόταν την επαναστατική βία και περιέγραφε, μεταξύ άλλων, πώς κατασκευάζονταν τα εκρηκτικά. 

Οι διαφωνίες δεν έλειπαν –ο Κροπότκιν αναρωτιόταν αν ένα κοινωνικό οικοδόμημα αιώνων μπορούσε να γκρεμιστεί με μερικά κιλά δυναμίτη– αλλά η κατεύθυνση του μηδενισμού ήταν σαφής και οι Ευρωπαίοι αναρχικοί μιμούνταν τους Ρώσους: το τέλος του 19ου αιώνα ήταν η χρυσή εποχή των πολιτικών δολοφονιών, αν μπορούμε να το διατυπώσουμε έτσι. Πολλές απόπειρες δολοφονίας κατέληγαν στον θάνατο των μισητών προσώπων, άλλες σε περιπέτειες ελαφρώς κωμικοτραγικές – και η απόκριση των κυβερνήσεων ήταν πάντοτε τα σκληρά αντίποινα.


Ενώ η οικονομία και η νομοθεσία αναπτύσσονταν, στο στόχαστρο των αναρχικών τρομοκρατικών ομάδων έμπαιναν όλο και λιγότερο «αξιομίσητα» πολιτικά πρόσωπα. Συχνά, η βία απευθυνόταν σε μάλλον προοδευτικούς, φιλελεύθερους πολιτικούς με αποτέλεσμα υποψίες διείσδυσης προβοκατόρων στο αναρχικό κίνημα. Επειδή οι λαοί είχαν εξιδανικεύσει τους αναρχικούς, απέδιδαν οποιαδήποτε υπερβολή και αδικία διέπρατταν σε δόλιες δυνάμεις της μπουρζουαζίας. Στον 20ό αιώνα, αν και η ιστορία του αναρχισμού και της αριστερής τρομοκρατίας είναι περίπλοκη, μπορούμε να πούμε, σε αδρές γραμμές, ότι το αναρχικό κίνημα διασπάστηκε κι ότι για μια στιγμή του χρόνου κυριάρχησε ο πασιφισμός και ο «νόμιμος» αναρχοσυνδικαλισμός ο οποίος χρησιμοποιούσε τη βία ως απάντηση, όχι ως πρωτοβουλία.


Ώσπου φτάσαμε στο πιο πρόσφατο φαινόμενο των τρομοκρατικών οργανώσεων των δεκαετιών 1965-1985 –Ερυθρές Ταξιαρχίες, Φράξια Κόκκινος Στρατός, Ενωμένος Κόκκινος Στρατός (Ιαπωνία)– που σχετίζονταν περισσότερο με την εξτρεμιστική αριστερά, τον μαοϊσμό, τις λατινοαμερικανικές ομάδες αντάρτικου πόλεων (όπως οι Τουπαμάρος), και λιγότερο με τον αναρχισμό του 19ου αιώνα. 

Το κύμα των δολοφονιών, των απαγωγών και των ληστειών εκείνης της εικοσαετίας αποσταθεροποίησε την Ιταλία και τη Γερμανία και δίχασε για κάποιο διάστημα την κοινή γνώμη, μέρος της οποίας φρονούσε ότι οι τρομοκράτες ήταν η ηρωική πλευρά της συμβιβασμένης, εξημερωμένης ευρωπαϊκής αριστεράς. 

Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1970, αριστεροί διανοητές και μέσα ενημέρωσης πρόβαλλαν τις ενέργειες των τρομοκρατικών οργανώσεων με ένα μείγμα εξιδανίκευσης και κιτρινισμού: στη σκηνή παιζόταν μια συναρπαστική ταινία δράσης με επαναστάτες που επιζητούσαν να καταφέρουν το τελειωτικό πλήγμα «στην καρδιά του Κράτους» και με τις δυνάμεις ασφαλείας να τους καταδιώκουν.


Στην Ιταλία η αρχική συμπάθεια στις Ερυθρές Ταξιαρχίες αποδίδεται συνήθως στον ιστορικό συμβιβασμό του Χριστιανοδημοκρατικού και του Κομμουνιστικού Κόμματος που απογοήτευσε την επαναστατική αριστερά η οποία, στον έναν ή στον άλλο βαθμό, παρέμενε πιστή στις αρχές και τις αναπαραστάσεις του 19ου αιώνα, στην πρόσληψη της μπουρζουαζίας ως φορέα σήψης, παρακμής και εκμετάλλευσης. 

Ωστόσο, πολλά είχαν αλλάξει από τον 19ο αιώνα και, παρά τη μακρά λίστα των εγκλημάτων των Ερυθρών Ταξιαρχιών, η εξάρθρωση της οργάνωσης έγινε τόσο μέσω των μαζικών συλλήψεων, όσο και μέσω της ενδόρρηξής της –μετά τη δολοφονία του Άλντο Μόρο και κυρίως του Ρομπέρτο Πέτσι το 1981, οι Ερυθρές Ταξιαρχίες διασπάστηκαν. Κανείς βεβαίως δεν τιμωρήθηκε με τον τρόπο του 19ου αιώνα και η στήριξη της αριστερής τρομοκρατίας συνεχίστηκε και συνεχίζεται στους ακαδημαϊκούς κύκλους από μια θέση άνεσης και ασφάλειας. Οι αριστεροί ζηλωτές των πανεπιστημίων έχουν κύρος και λάμψη.


Η γερμανική Φράξια Κόκκινος Στρατός, γνωστή ως Ομάδα Μπάαντερ-Μάινχοφ, προερχόταν επίσης από την εξωκοινοβουλευτική αριστερά και εφάρμοζε τις μεθόδους της «μαύρης τρομοκρατίας», δηλαδή όχι μόνο δολοφονίες προσώπων αλλά τρομοκρατικές ενέργειες στις οποίες εμπλέκονταν αθώα πλήθη. Η εγκαρδιότητα για τη Φράξια συνδεόταν τότε, εκτός από την ολοφάνερη αίσθηση του ανήκειν στην ευρύτερη αριστερή παράταξη, με την αλληλεγγύη στο παλαιστινιακό κίνημα με το οποίο οι Μπάαντερ και Μάινχοφ διατηρούσαν στενές σχέσεις: οι τρομοκράτες εκπαιδεύονταν σε παλαιστινιακά στρατόπεδα στην Ιορδανία. 

Το 1977 πολλά ΜΜΕ και διανοούμενοι, συγγραφείς, σκηνοθέτες, φάνηκαν συντετριμμένοι όταν οι επικεφαλής της οργάνωσης βρήκαν τον θάνατο στις φυλακές του Στάμχαϊμ. Οι συνθήκες απομόνωσης στις οποίες κρατούνταν είχαν προκαλέσει έντονες διαμαρτυρίες: στο Στάμχαϊμ τους είχε επισκεφτεί ο Ζαν-Πολ Σαρτρ ο οποίος δεν έχανε ευκαιρία να στηρίξει τον αριστερό σεχταρισμό σε όλες του τις εκδοχές και εκδηλώσεις.


Η ευρωπαϊκή αριστερή τρομοκρατία κινητοποίησε προαιώνια λαϊκά αντανακλαστικά. Η απόφαση ανθρώπων να ζήσουν στην παρανομία, να παραβιάσουν τους νόμους, γραπτούς και άγραφους, ασκούσε και συνεχίζει να ασκεί κάποια γοητεία, εφόσον αυτό που ονομάζουμε ξανά και ξανά ηθικό πλεονέκτημα αποτελεί αδιαφιλονίκητη πραγματικότητα. Οι λαοί θαμπώνονται εύκολα, τόσο από χαρισματικούς ηγέτες όσο κι από διαταραγμένα άτομα που κάνουν ριψοκίνδυνες επιλογές: όσο ο Χίτλερ είχε σκοτεινό χάρισμα, τόσο είχαν και πολλοί που τοποθετούνταν στο άλλο άκρο του πολιτικού φάσματος. Αν εξετάσει κανείς από κοντά μια από αυτές τις εξτρεμιστικές οργανώσεις –ένα λιγότερο μελετημένο παράδειγμα είναι ο ιαπωνικός Ενωμένος Κόκκινος Στρατός– θα διαπιστώσει όχι μόνο τις προφανείς και χιλιοειπωμένες ομοιότητες με τον φασισμό, αλλά την περαιτέρω εξτρεμοποίησή του: την έλξη προς το απόλυτο άκρο του αυταρχισμού και του κοινωνικού μίσους από το οποίο πέφτεις, κατά κάποιον τρόπο, σε μια ζοφερή άβυσσο. 

Το άκρο αυτό που επίσης εκπροσωπούν οι δολοφόνοι κατά συρροήν –ο Τζακ ο Αντεροβγάλτης ή ο Night Stalker του Λος Άντζελες– προκαλεί ενδιαφέρον, δέος, ακόμα και ερωτικά αισθήματα. Ό,τι ταράζει την ανία του μικροαστού, ότι απειλεί την κανονικότητα, μοιάζει να έχει βαθύ και δυσερμήνευτο νόημα. Το κοινό δυσκολεύεται να αποδεχθεί ότι δεν υπάρχει κανένα νόημα κι ότι η τρομοκρατία είναι προϊόν των ανθρώπινων ατελειών, της ανθρώπινης διανοητικής και ψυχικής ανεπάρκειας.  





«Πηγή: https://www.athensvoice.gr/politics/700707_h-sagini-tis-tromokratias»