ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΛΙΣΤΑΣ ΣΕΛΙΔΩΝ

Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2021

Δρ. Αλκιβιάδης Κεφαλάς: "Η Τουρκία, μπορεί να αντιμετωπισθεί, ΜΟΝΟ με την ανάπτυξη εθνικών στρατηγικών επιθετικών όπλων" - "Η χώρα μας κινδυνεύει να μετατραπεί, σε μία επαρχία της νέο-oθωμανικής αυτοκρατορίας.

 





Δρ. Αλκιβιάδης Κωνσταντίνος Κεφαλάς *

Στην συνέντευξη που ακολουθεί προτείνει την επικέντρωση των προσπαθειών μας στην ανάπτυξη εθνικής αμυντικής τεχνολογίας και στρατηγικών όπλων, ως βασικές προϋποθέσεις για να μην καταντήσει η πατρίδα μας «επαρχία της νέο-oθωμανικής αυτοκρατορίας». 

Σε ποιο σημείο βρίσκεται η Ελλάδα από τεχνολογικής απόψεως (υποδομές, νομοθετικό πλαίσιο, συμβολή των ΑΕΙ στην ανάπτυξη συστημάτων υψηλής τεχνολογίας, άμυνα κλπ); 

Η Ελλάδα είναι μία χώρα η οποία παραδοσιακά αδυνατεί να εκτιμήσει τη σημασία που έχει η τεχνολογική έρευνα για την οικονομική ανάπτυξη και την άμυνα μίας χώρας. Αυτή η θέση πρωτεύοντος είναι πολιτική και δευτερευόντως κοινωνική. Παρά το γεγονός ότι η χώρα μας είναι ένα ελεύθερο κράτος εδώ και 200 χρόνια, δεν κατόρθωσε να αποκτήσει τη «συλλογική ψυχολογική αυτοπεποίθηση» ότι είναι σε θέση να κατασκευάσει τεχνολογικά προϊόντα εφάμιλλης ποιότητας με αυτά των άλλων χωρών με το ίδιο, περίπου, πληθυσμιακό μέγεθος, όπως π.χ. το Ισραήλ ή η Σουηδία. 

Επί παραδείγματι στον αμυντικό τομέα η δημόσια συζήτηση είναι «για το τι θα αγοραστεί» από το εξωτερικό και όχι «για το τι μπορούμε να φτιάξουμε μόνοι μας σε εθνικό επίπεδο», προβληματισμοί που τίθενται σχεδόν σε όλες τις χώρες της Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένης και της Τουρκίας. 

Μέσα σε αυτό το κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο κινούνται και τα Ελληνικά Πανεπιστήμια, τα Ερευνητικά Κέντρα, καθώς και το νομικό πλαίσιο, όπου η μικρή επιστημονική (όχι τεχνολογική) έρευνα δεν ακολουθεί την εθνική στρατηγική, επειδή η Ελλάδα είναι ίσως η μόνη χώρα που δεν έχει επιστημονική και τεχνολογική εθνική στρατηγική, επειδή το υπάρχον επιστημονικό νομοθετικό πλαίσιο ακολουθεί αυτό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εξυπηρετώντας μέσω των εθνικών ή Ευρωπαϊκών ερευνητικών προγραμμάτων κυρίως τις ανάγκες της Γερμανικής βιομηχανίας. Προσωπικά, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, δεν γνωρίζω να υπάρχουν Ελληνικά τεχνολογικά προϊόντα. 

Αυτή η θέση της «εθνικής επιστημονικής και τεχνολογικής ηττοπάθειας» έχει επικρατήσει και στα Ελληνικά Πανεπιστήμια και στα Ερευνητικά Κέντρα, όπου παράγονται μόνο επιστημονικές αναφορές, μερικές από αυτές, δημοσιευμένες σε επιστημονικά περιοδικά υψηλού κύρους, αλλά μέχρις εκεί. 

Η παραγωγή τεχνολογικών προϊόντων στη χώρα μας είναι σχεδόν μηδενική. Επί παραδείγματι στις 100 πλέον τεχνολογικά προηγμένες περιοχές του πλανήτη περιλαμβάνονται, η Κωνσταντινούπολη η Άγκυρα και το Τελ Αβίβ αλλά όχι η Αθήνα (σελ. 48-49, https://www.wipo.int /edocs/pubdocs/en/wipo_pub_gii_2020.pdf). 

Ποιοι είναι οι λόγοι της υστέρησης που περιγράφετε; 

Το πρόβλημα είναι πολυσύνθετο. Θα αναφερθώ όμως σε αυτό που νομίζω ότι είναι η κύρια πηγή της κακοδαιμονίας. Στην Ελλάδα, σε αντίθεση με τις άλλες Ευρωπαϊκές χώρες απέτυχε να οικοδομήσει μεγαλοαστική τάξη με εθνική συνείδηση. 

Επιπλέον οι οικονομικές της δραστηριότητες ήταν παρασιτικές, ήταν μιμητική και αμόρφωτη, και συνεπώς, δεν είχε ιστορική συνέχεια επειδή οι επίγονοι ζούσαν στο εξωτερικό τρώγοντας την τεράστια περιουσία της προηγούμενης γενιάς. 

Μία μεγαλοαστική τάξη με «πατίνα» και παράδοση ενδιαφέρεται να επενδύσει στη βιομηχανία και συνεπώς για να επιβιώσει οικονομικά χρειάζεται τεχνολογική έρευνα, ώστε σε ένα παγκόσμιο ανταγωνιστικό περιβάλλον να μπορεί να δημιουργεί τα καλλίτερα τεχνολογικά προϊόντα. 

Αυτή η ανάγκη θα μεταφερθεί αφενός στην πολιτική τάξη και αφετέρου στους μικροαστούς και στην κοινωνία, ώστε να δημιουργηθεί μία τεχνολογική κουλτούρα, ένα τεχνολογικό υπόβαθρο. Δοθέντος ότι οι πολιτικές ελίτ πάντα ήταν, είναι και θα είναι καλοπληρωμένοι υπάλληλοι των μεγαλοαστών, είναι προφανές ότι μέσα σε αυτό το κοινωνικό και παραγωγικό πλαίσιο δεν είναι δυνατόν να δημιουργηθούν οι κατάλληλες νομοθετικές και κοινωνικές δομές που θα προωθήσουν την τεχνολογική έρευνα. 

Επί παραδείγματι, το εφοπλιστικό κεφάλαιο δεν επενδύει στην εθνική πολεμική βιομηχανία, αλλά στην αγορά ακινήτων. 

Πώς κρίνετε τις μέχρι τώρα επιλογές των αλληλοδιάδοχων κυβερνήσεων στο ζήτημα της τεχνολογίας; 

Παρά το γεγονός ότι ο πρώτος που θεσμοθέτησε νομικά την επιστημονική και τεχνολογική έρευνα στην Ελλάδα με το νόμο 1514/87 ήταν ο Ανδρέας Παπανδρέου με το νόμο Λιάνη, η τεχνολογική έρευνα στην Ελλάδα αντιμετωπίστηκε, πολιτικά κομματικά και γραφειοκρατικά. 

Ο κύριος άξονας περιστροφής της ήταν η μεταφορά εθνικών πόρων στις θνήσκουσες και μη βιώσιμες κρατικοποιημένες βιομηχανίες, ώστε μέσω των ερευνητικών προγραμμάτων να προσλαμβάνονται οι κομματικοί φίλοι στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, οι οποίο αργότερα μετά από μερικά χρόνια συμβάσεων μονιμοποιούντο νομοθετικά. 

Έτσι δημιουργήθηκε μία γραφειοκρατία η οποία πολύ λίγο έχει να κάνει με την ουσιαστική επιστημονική και τεχνολογική έρευνα. Αυτός ήταν άλλωστε και ο λόγος που ο διακεκριμένος διαστημικός επιστήμονας κ. Κριμιζής παραιτήθηκε από το Εθνικό Συμβούλιο Έρευνας και Τεχνολογίας, όταν αντιλήφθηκε τι πράγματι συμβαίνει σε αυτούς τους διοικητικούς μηχανισμούς. 

Τα Ερευνητικά προγράμματα διανέμονταν και ακόμα διανέμονται με γνώμονα την εξυπηρέτηση του κομματικού συμφέροντος και τη λογική της παρέας. Το αποτέλεσμα είναι γνωστό. 

Η χώρα έχει καταλήξει να είναι μία απέραντη τεχνολογική δυστοπία. 

Η συμμετοχή μας στην ΕΕ δεν μας έχει ωφελήσει σε αυτό τον τομέα; 

Το αντίθετο. Τα Ευρωπαϊκά επιστημονικά και τεχνολογικά προγράμματα έχουν σκοπό να διοχετεύσουν τον πακτωλό των Ευρωπαϊκών κονδυλίων κυρίως στη Γερμανική και Γαλλική βιομηχανία, μέσω ενός ιδιοφυούς νομικού πλαισίου με το οποίο παρακάμπτουν την αρχή του ανταγωνισμού. 

Επί παραδείγματι μία αυτοκινητοβιομηχανία στην Γερμανία καταθέτει μία ερευνητική πρόταση για να αναπτύξει ένα ηλεκτρικό αυτοκίνητο, παράλληλα με μία αντίστοιχη Ελληνική πρόταση μίας μικρής Ελληνικής βιομηχανίας. Προφανώς η Ελληνική πρόταση δεν έχει καμία ελπίδα να χρηματοδοτηθεί αφού στα πλαίσια της «αριστείας» πρόκειται να ανταγωνιστεί με την ερευνητική πρόταση ενός Γερμανικού βιομηχανικού κολοσσού. 

Να μην μας διαφεύγει το γεγονός ότι η χώρα μας από-βιομηχανοποιήθηκε νομοθετικά μέσω των Ευρωπαϊκών οδηγιών για την παραγωγή. Επί παραδείγματι, η Ευρωπαϊκή Ένωση παρείχε κίνητρα για την καταστροφή του Ελληνικού αλιευτικού στόλου, για την απαγόρευση της καλλιέργειας της αμπέλου, την ποσόστωση των κτηνοτροφικών προϊόντων, κλπ. 

Δεν πρέπει να μας διαφεύγει επίσης και το γεγονός της επιλεκτικής φορολόγησης της Ελληνικής παραγωγής, όπως έγινε και με την επιλεκτική φορολόγηση του Ελληνικού κρασιού και της μπύρας από τη κυβέρνηση Τσίπρα, ή το επιλεκτικό κλείσιμο των ενεργειακών εγκαταστάσεων λιγνίτη από τη κυβέρνηση Μητσοτάκη.

 Η βασική αντίπαλος της χώρας μας, η Τουρκία, έχει αναπτύξει τον τεχνολογικό τομέα της

Υπάρχει μία ειδοποιός διαφορά μεταξύ της Ελλάδος και της Τουρκίας. Η Τουρκία έχει μία μακροχρόνια εθνική στρατηγική να καταστεί ενεργειακά αυτάρκης και ταυτόχρονα να ελέγξει τον τεράστιο γεωγραφικό χώρο από την Κίνα μέχρι το Κέιπ Τάουν της Αφρικής. 

Για να το πετύχει αυτό θα πρέπει να κατασκευάσει τα δικά της όπλα, τα οποία θα πρέπει να είναι τουλάχιστον τεχνολογικά ισοδύναμα με αυτά των μεγάλων δυνάμεων. ‘Άρα θα πρέπει να αναπτύξει την τεχνολογική και επιστημονική έρευνα. Η μεγαλύτερη δυσκολία σε αυτό το επίτευγμα είναι η πολιτική βούληση και η διαχείριση του εγχειρήματος. 

Δοθέντος ότι η πολιτική βούληση είναι δεδομένη, η Τουρκία αποφάσισε να ιδρύσει δύο γραφεία. Το πρώτο είναι ένας ερευνητικός οργανισμός (TUBITAK) ο οποίος θα αναλάμβανε να συντονίσει τα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά κέντρα αποκλειστικά και μόνο στην ανάπτυξη οπλικών συστημάτων και το δεύτερο γραφείο είναι το γραφείο αμυντικής βιομηχανίας, το οποίο θα συντόνιζε τη αμυντικές ανάγκες με την τεχνολογική έρευνα. 

Και τα δύο γραφεία είναι υπό την άμεση εποπτεία του Τούρκου Προέδρου. Τα δύο αυτά γραφεία προχώρησαν στην ανάπτυξη προτύπων οπλικών συστημάτων, τα οποία μετά από επιτυχείς δοκιμές μπαίνουν σε μαζική παραγωγή σε κρατικά ή ιδιωτικά εργοστάσια.

 Έτσι σήμερα η Τουρκία ικανοποιεί με τα εγχώρια αμυντικά συστήματα το 75 % των αμυντικών της δαπανών, ενώ στα επόμενα 10 χρόνια θα είναι εντελώς αυτάρκης στον αμυντικό τομέα. 

Τι πρέπει να κάνει η Ελλάδα για να ισοσκελίσει την επικίνδυνη διαφορά που περιγράφετε; 

Η Ελλάδα θα πρέπει να κάνει αυτό που έκανε η Τουρκία, αν και τα πράγματα εδώ είναι πολύ χειρότερα. 

Κατ’ αρχάς θα πρέπει να εκπονηθεί εθνικό στρατηγικό σχέδιο με βάσει την αποκλειστική αμυντική τεχνολογική έρευνα.

 Δεύτερον να καταργηθούν όλοι οι φορείς επιστημονικής χρηματοδότησης, που δεν είναι τίποτα περισσότερο από δυσκίνητοι γραφειοκρατικοί οργανισμοί και να ιδρυθούν τα αντίστοιχα γραφεία όπως στη Τουρκία. 

Τρίτον, θα πρέπει να αναπροσανατολιστεί η επιστημονική έρευνα στα ερευνητικά κέντρα και να ιδρυθούν νέα. Είναι αδιανόητο σε μία ναυτική χώρα που θέλει να κυριαρχήσει στο Αιγαίο να μην έχει ένα ινστιτούτο ακουστικών ερευνών, ώστε να συνδράμει τα Ελληνικά υποβρύχια. 

Τα νέα ινστιτούτα θα πρέπει να προσανατολιστούν προς την τεχνολογική έρευνα στρατηγικών όπλων, όπως π.χ. θα ήταν η δημιουργία όνος ινστιτούτου βαλλιστικών ερευνών για την αφομοίωση της πυραυλικής τεχνολογίας. 

Η εθνική απόκτηση στρατηγικών όπλων θα αποτελέσει αποτρεπτικό παράγοντα για την Τουρκία, επειδή η σκιά της εθνικής αποτρεπτικής ισχύος καθορίζει και το αποτέλεσμα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. 

Μια χώρα με ύφεση και σε επιτήρηση έχει δυνατότητες τεχνολογικής ανάπτυξης; 

Από που μπορούν να βρεθούν τα κονδύλια που χρειάζονται;  Είναι ένας καλά καλλιεργούμενος μύθος από αυτούς που δεν θέλουν η Ελλάδα να αναπτυχθεί τεχνολογικά, δηλαδή ότι η τεχνολογική έρευνα απαιτεί πολλά χρήματα. Λόγω επαγγελματικής ιδιότητος, είμαι σε θέση να γνωρίζω χώρες που αναπτύσσουν προηγμένα πυραυλικά συστήματα αγοράζοντας, αντιγράφοντας και αφομοιώνοντας τεχνολογία παιδικών παιχνιδιών από τη Κίνα! 

Η Σοβιετική Ένωση ανέπτυξε ένα τεχνολογικό σύστημα ισχύος επειδή κατήργησε τη συναρμολόγηση τύπου φασόν (η παραγωγή μοιράζεται σε πολλά εργοστάσια), υιοθετώντας αντί αυτού τη κάθετη παραγωγή σε μία μόνο μονάδα. 

Αυτό έπραξε και ο Ελον Μασκ, ο οποίος κατασκευάζει εξ ολοκλήρου τους πυραύλους του σε ένα εργοστάσιο του, καταργώντας το σύστημα φασόν της ΝΑΣΑ. Το αποτέλεσμα είναι η ελαχιστοποίηση του κόστους σε σχέση με αυτό της ΝΑΣΑ. 

Το ίδιο πράττει και η εταιρεία κατασκευής πυραύλων Rocketsan στη Τουρκία. Στην Ελλάδα κάθε χρόνο δαπανώνται εκατοντάδες εκατομμύρια Ευρώ υπό μορφή μπόνους στους διάφορους κομματικούς κηφήνες του δημοσίου τομέα. 

Δισεκατομμύρια επίσης δαπανώνται για το μουσουλμανικό εποικισμό της χώρας. Εάν μόνο ένα μέρος από τις δημόσιες δαπάνες πήγαινε στην αμυντική τεχνολογική έρευνα, η χώρα μας σήμερα θα μιλούσε με την Τουρκία από μία διαφορετική θέση. 

Μπορούμε μέσω συμπράξεων και συνεργειών να καλύψουμε το κενό που υπάρχει; Ποιες θα μπορούσαν να είναι αυτές; 

Πρόσφατα, Τούρκος αξιωματούχος δήλωσε ότι η Τουρκία έχει δρομολογήσει την απόκτηση πυρηνικών όπλων επειδή το δικαιούται και ότι θα συνεργαστεί και με το διάβολο για να το πετύχει. 

Το Πακιστάν πλήρωσε Νοτιαφρικάνους επιστήμονες για την μεταφορά και αφομοίωση της πυρηνικής τεχνολογίας, με αποτέλεσμα σε λίγα χρόνια να αποκτήσει πυρηνικά όπλα. 

Υπάρχουν εκατοντάδες χιλιάδες ιδιοφυίες σε όλο τον κόσμο, καθώς και μικρές εταιρείες (technology brokers) που για λίγα χρήματα θα ήταν διατεθειμένες να πουλήσουν και τη ψυχή τους στο διάβολο. 

Αυτό έπραξε και η Τουρκία και αυτό θα πρέπει να πράξει και η Ελλάδα εάν θέλει να επιβιώσει. Η συντριπτική πληθυσμιακή υπεροχή της Τουρκίας μπορεί να αντιμετωπισθεί μόνο με την ανάπτυξη στρατηγικών επιθετικών όπλων, όπως η μαζική παραγωγή βαλλιστικών πυραύλων, υποβρύχια, Drones και πυρηνικά όπλα. 

Εν εναντία περιπτώσει η χώρα μας θα μετατραπεί σύντομα σε μία επαρχία της νέο-oθωμανικής αυτοκρατορίας.



*Δρ. Αλκιβιάδης Κωνσταντίνος Κεφαλάς 

Eίναι Διδάκτωρ Φυσικής του πανεπιστημίου του Manchester. Σπούδασε φυσική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εκπόνησε τη διδακτορική του διατριβή στην φυσική των lasers και την κβαντική οπτική στο Πανεπιστήμιο του Manchester, UK (1983). 

Τα επιστημονικά και ερευνητικά του ενδιαφέροντα εστιάζονται στην ατομική και μοριακή φυσική, τη φυσική των lasers, τη νανοτεχνολογία και τη βιοφυσική, με έμφαση στους μηχανισμούς καρκινογέννησης από ακτινοβολίες και νανοσωματίδια. 

Σχεδίασε και κατασκεύασε το πρώτο laser μοριακού φθορίου στον κόσμο, με τη μεγαλύτερη ενέργεια ανά φωτόνιο μέχρι σήμερα. Έχει δημοσιεύσει περίπου 150 επιστημονικές εργασίες σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά υψηλού κύρους, έχει συμμετάσχει σε περισσότερα από 200 διεθνή συνέδρια, σε πολλά από αυτά ως προσκεκλημένος ομιλητής. 

Έχει διδάξει φυσική στα Πανεπιστήμια του Μάντσεστερ, Οξφόρδης (Ηνωμένο Βασίλειο) και Καζάν (Ρωσία), στο μεταπτυχιακό τμήμα του Josef Stefan Institute στη Λιουμπλιάνα και στα μεταπτυχιακά τμήματα του ΕΚΠΑ και του ΕΜΠ. Υπήρξε επιβλέπων σε πολλά διδακτορικά και μεταπτυχιακά Masters of Science. 


πηγή: EΘNIKH HXΩ -  ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2021