ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΛΙΣΤΑΣ ΣΕΛΙΔΩΝ

Παρασκευή 10 Ιουλίου 2020

Αγιά Σοφιά: Από χριστιανική εκκλησία σε τζαμί και μετά Μουσείo - Η μοναδική ιστορία του κτηρίου



Εκατομμύρια άνθρωποι από κάθε σημείο του πλανήτη προσέρχονται κάθε χρόνο στην Αγία Σοφία της Κωνσταντινούπολης για να θαυμάσουν το κορυφαίο δημιούργημα της βυζαντινής ναοδομίας που από το 1985 βρίσκεται στον Κατάλογο των Μνημείων Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO. Η ιστορία του ναού και οι ρόλοι του στις θρησκείες και στους λαούς μέσα στους αιώνες αγγίζουν πολλαπλές πτυχές της διπλωματίας, της πολιτικής και της διαμόρφωσης του πολυπολιτισμικού χάρτη.
Ο ναός της Αγίας Σοφίας κτίζεται στην Κωνσταντινούπολη, σε μια ιδιαιτέρως σεισμογενή περιοχή, και το γεγονός ότι συνεχίζει να παραμένει όρθιος επί 15 αιώνες ενώ άλλα κτήρια στην περιοχή ισοπεδώθηκαν, αποτελεί ένα μοναδικό τεχνολογικό επίτευγμα.  Ήταν έμπνευση του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ήταν το όραμα του Ιουστινιανού καθώς και το πρωτοποριακού σχεδιασμού και αρχιτεκτονικής συνθέσεως δημιούργημα των δύο πιο σημαντικών αρχιτεκτόνων της Αυτοκρατορίας του Βυζαντίου.

Η μοναδική ιστορία του κτηρίου

Σύμφωνα με την παράδοση, ο πρώτος που έθεσε (στο ίδιο σημείο που βρίσκεται και σήμερα) τα θεμέλια ενός ναού του Θεού Σοφίας ήταν ο Μέγας Κωνσταντίνος. Ο ναός δεν είχε καλή τύχη ·το 404 μ.Χ. πυρπολείται από τους οργισμένους υποστηρικτές του εξορισμένου ιεράρχη Χρυσόστομου. Αργότερα, τον 6ο αιώνα, ο Ιουστινιανός αποφασίζει την ανοικοδόμηση του ναού, με στόχο να γίνει ένας ναός πιο εντυπωσιακός από κάθε άλλον. Αναθέτει το έργο στους κορυφαίους αρχιτέκτονες της εποχής, Ανθέμιο Τραλλιανό και Ισίδωρο τον Μιλήσιο. Περισσότεροι από 10.000 εργάτες εργάζονται για την ανοικοδόμηση του οικοδομήματος χρησιμοποιώντας τα πιο ακριβά υλικά (χρυσό, πολύτιμους λίθους, λευκό μάρμαρο, ασήμι κ.ά.) και τελικά, μέσα σε λιγότερο από έξι χρόνια, ρεκόρ για τα δεδομένα της εποχής, η Αγία Σοφία, που στο εξής θα επαναπροσδιόριζε το κέντρο της χριστιανικής πίστης, ολοκληρώνεται.
Με την πραγματοποίηση μίας πλουσιοπάροχης γιορτής, η Αγία Σοφία που είναι αφιερωμένη στη Σοφία του Θεού, ανοίγει τις πόρτες της για πρώτη φορά το 537 μ.Χ. Ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός ενθουσιάζεται με το μεγαλείο του ναού, ο οποίος χωράει 23.000 ανθρώπους, και με τα χέρια υψωμένα προς τα πάνω, στον άμβωνα του ναού, αναφωνεί μία φράση που περνάει στην Ιστορία: «Δόξα τω Θεώ το καταξιωσάντί με τελέσαι τοιούτον έργον. Νενίκηκά σε Σολομών!».
Η Αγία Σοφία δεν ήταν μόνο ο πατριαρχικός ναός της Κωνσταντινούπολης· ήταν και η αυτοκρατορική Εκκλησία, ενώ κάθε φορά που χτυπούσαν οι καμπάνες της ήταν για την Πόλη μια τεράστια γιορτή. Η ιστορία της είναι πολυτάραχη. Tο 1204 ο εσωτερικός διάκοσμος και όλα τα ιερά κειμήλια, σκεύη και υφάσματα της Αγίας Σοφίας καθώς και τα άγια λείψανα που φυλάσσονταν μέσα, αποσπώνται με ιδιαίτερη βαρβαρότητα από τους Φράγκους. Η λεηλασία αυτή γίνεται στο πλαίσιο της Πρώτης Άλωσης της Πόλης από τους Σταυροφόρους όταν, εκμεταλλευόμενοι τη στρατιωτική παρακμή της Αυτοκρατορίας, επιχειρούν να την καταλύσουν. Κατά τη Λατινοκρατία (1204-1261) στον ιερό ναό της Αγίας Σοφίας στέφονται οι Λατίνοι Πατριάρχες και Αυτοκράτορες· οι Ρωμαίοι έχουν επιτύχει τον στόχο τους: τον απόλυτο εξευτελισμό της Ορθόδοξης θρησκείας. Το 1054 μέσα στην Αγία Σοφία της Κωνσταντινούπολης το Σχίσμα των δύο Εκκλησιών «νομιμοποιείται» όταν ο απεσταλμένος του Πάπα εισβάλλει στον ναό, σε ώρα λειτουργίας, και επιδεικτικά ρίχνει πάνω στην Αγία Τράπεζα τον αναθεματισμό του Παπισμού κατά της Ορθοδοξίας.

Τον Γενάρη του 1453, οι Οθωμανοί μεταφέρουν τα στρατεύματά τους στην Κωνσταντινούπολη με στόχο, όπως ισχυρίζονταν, τον εξισλαμισμό του ορθοδόξου ναού των αλλοθρήσκων. Η τελευταία χριστιανική λειτουργία στην Αγία Σοφία του Χριστού τελείται στις 28 Μαΐου του 1453. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ΙΑ’ Δραγάτης, ο τελευταίος αυτοκράτορας της χρεωκοπημένης πλέον Αυτοκρατορίας του Βυζαντίου, αφού προσεύχεται μαζί με τον λαό για την Αυτοκρατορία, πέφτει μαχόμενος κατά την προσπάθειά του να υπερασπιστεί τα τείχη της Πόλης. Η Κωνσταντινούπολη τελικά περνάει στα χέρια των Οθωμανών και στο εξής η Αγία Σοφία αναμορφώνεται ώστε να λειτουργεί ως μουσουλμανικό τέμενος.
Μετά την Καταστροφή της Σμύρνης και με την επανάσταση του Κεμάλ Ατατούρκ, η Αγία Σοφία μετατρέπεται σε μουσείο.

Εκκλησία, τζαμί, μουσείο… 

Ο **Χαράλαμπος Γ. ΧοτζάκογλουΒυζαντινολόγος και Πρόεδρος της Κυπριακής Επιτροπής Βυζαντινών Σπουδών, μιλάει στο ert.gr για την πορεία που ακολούθησε η Αγία Σοφία: από χριστιανική εκκλησία σε τζαμί και μετά μουσείo.
«Τα γεγονότα είναι πάνω κάτω γνωστά. Το 2016 ο «Σύνδεσμος Προσφοράς στα Βακούφια, τα ιστορικά μνημεία και το περιβάλλον» κατέθεσαν αίτηση ανάκλησης της Απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου του Κεμάλ Ατατούρκ της 24ης Νοεμβρίου 1934 στο Τουρκικό Συμβούλιο της Επικρατείας, βάσει της οποίας η Αγία Σοφία από οθωμανικό τέμενος μετατρεπόταν σε μουσείο και υπήχθη πλέον στο Υπουργείο Παιδείας και κατόπιν στο Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού. Το 1985 μάλιστα εντάχθηκε στον Κατάλογο Μνημείων της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της ΟΥΝΕΣΚΟ, βάσει της Συνθήκης του 1972, που έχει προσυπογράψει και η Τουρκία. Αλλαγή του status της Αγίας Σοφίας απαιτεί τη σύμφωνη γνώμη και της Διακυβερνητικής Επιτροπής της ΟΥΝΕΣΚΟ.
Η προσφυγή απερρίφθη, όμως ο Σύνδεσμος αυτός προχώρησε με ανάλογη προσφυγή για άλλο μνημείο, τη Μονή της Χώρας, ένα εντυπωσιακό μοναστικό σύμπλεγμα της Κωνσταντινουπόλεως, που ανακαίνισε ο Θεόδωρος Μετοχίτης, Μέγας Λογοθέτης του Βυζαντινού Αυτοκράτορα και διακόσμησε με τοιχογραφίες και ψηφιδωτά μεταξύ 1316-1321 και το οποίο με αντίστοιχη απόφαση Υπουργικού Συμβουλίου του 1945 είχε επίσης μετατραπεί σε μουσείο. Στη δεύτερη περίπτωση το ίδιο Τμήμα του Τουρκικού Συμβουλίου της Επικρατείας έκανε δεκτή την προσφυγή και η Μονή της Χώρας λειτουργεί σήμερα ως τζαμί. Με ανάλογο σκεπτικό μετατράπηκε το 2013 σε τζαμί και η Αγία Σοφία της Τραπεζούντος, ενώ οι σχετικές επεμβάσεις στην ιστορική εκκλησία της Αγίας Σοφίας στη Βιζύη της Ανατολικής Θράκης το 2006 προξένησαν σημαντικές ζημιές στο βυζαντινό κέλυφος του μνημείου.

Παρόλα αυτά, συνέχισε η επαναφορά του θέματος της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως σε τζαμί και η σημερινή τουρκική ηγεσία άρχισε σταδιακά να προσδίδει χαρακτηριστικά οθωμανικού τεμένους, παρά την υπουργική απόφαση. Το 1991 καθόρισε έναν χώρο μέσα στην Αγιά Σοφιά ως χώρο προσευχής των Μουσουλμάνων και από το 2016 διορίστηκε μόνιμος μουεζίνης, ο οποίος καλεί τους πιστούς σε προσευχή από τους μιναρέδες του βυζαντινού μνημείου. Τον Μάρτιο του 2020τ εν μέσω κορονοϊούτ έγινε δοκιμαστική της ακουστικής του μνημείου για κάλεσμα και ανάγνωση προσευχής από ιμάμη και μουεζίνη.
Προσφάτως, ο ανωτέρω Σύνδεσμος επανήλθε αιτούμενος να επανεξετασθεί η άρση του χαρακτήρα της Αγιάς Σοφιάς ως μουσείου και στις επόμενες ημέρες αναμένεται η ετυμηγορία του Τουρκικού Δικαστηρίου. Η νέα προσφυγή προκάλεσε την αντίδραση της διεθνούς ακαδημαϊκής (Ψηφίσματα της Διεθνούς Επιτροπής Βυζαντινών Σπουδών, καθώς και των Εθνικών Επιτροπών, Ελλάδος, Ιταλίας, Γαλλίας, Ρωσίας, ΗΠΑ, Γεωργίας, Ισπανίας, Κύπρου) και μη κοινότητος, καθώς Υπουργείων πολλών κυβερνήσεων, μεταξύ των οποίων των ΗΠΑ, Ρωσίας, Γαλλίας και Ελλάδος προκαλώντας την αντίδραση της Τουρκίας, για ανάμειξη στις εσωτερικές της υποθέσεις, υπογραμμίζοντας ότι, εντός της επικράτειας της εθνικής της κυριαρχίας, μπορεί να πράττει ό,τι επιθυμεί. Μία τέτοια τοποθέτηση βέβαια αγνοεί τις υποχρεώσεις των κρατών στις διεθνείς συνθήκες, που έχουν συνομολογήσει. Τέλος, η πρόσφατη τοποθέτηση του Τούρκου Προέδρου, ότι όπως εκείνος δεν αναμιγνύεται στα θρησκευτικά μνημεία ξένων χωρών, έτσι και οι ξένες χώρες δεν μπορούν να έχουν λόγο στα της Τουρκίας, έγινε στον απόηχο των δηλώσεών του μερικές εβδομάδες πριν στα τουρκικά ΜΜΕ, που κατηγόρησε την Κυπριακή κυβέρνηση για τις κροτίδες που ρίχθηκαν σε κλειστό τζαμί της Λεμεσού και επιφυλάχθηκε «να απαντήσει ως κράτος δεόντως».

Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, σε μία δήλωσή του διαπνεόμενη από πνεύμα καταλλαγής, σημείωσε ότι η βαριά κληρονομιά της Αγιάς Σοφιάς εντός της τουρκικής επικράτειας παραπέμπει στην ευθύνη του τουρκικού λαού και στην ύψιστη τιμή να αναδεικνύει την οικουμενικότητα ενός τέτοιου μνημείου. Ποια πορεία όμως ακολούθησε το μέγα μνημείο της Χριστιανοσύνης ως τη μετατροπή του σε μουσείo το 1934 από τον Κεμάλ;
Ως γνωστόν μετά την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, το 1453, ο Μωάμεθ ο Πορθητής τη μετέτρεψε σε τζαμί, χωρίς όμως να κάνει οιαδήποτε σημαίνουσα αλλαγή ή προσαρμογή στο μνημείο. Τα ψηφιδωτά και οι τοιχογραφίες της ακόμη και στην αψίδα, τον τρούλο και στα σφαιρικά τρίγωνα έμειναν ορατά έως και τον 18ο αιώνα, όπως γνωρίζουμε από επισκέπτες του μνημείου και σχέδια των ψηφιδωτών παραστάσεων (π.χ. Evlia, G. F. Grelot, βασιλεύς Κάρολος ΙΒ΄ Σουηδίας, Cornelius Loos, λόρδος Sandwich). Ο πρώτος, ο οποίος ανέθεσε στον περιώνυμο αρχιτέκτονα Σινάν εργασίες προσαρμογής του χώρου σε τζαμί ήταν το 1573 ο σουλτάνος Σελίμ Γ΄, ενώ σταδιακά προστέθηκαν και οι μιναρέδες.
Το θέμα της τύχης της Αγιάς Σοφιάς ανακινήθηκε στo πλαίσιo της Μεγάλης Ιδέας στις αρχές του 20ού αιώνος με την εντολή του ελληνικού στρατού να αποβιβασθεί στη Σμύρνη και τη διοίκηση της Κωνσταντινουπόλεως και των Στενών από Διασυμμαχική Επιτροπή. Ο Βρετανός διευθυντής του λονδρέζικου Βασιλικού Κολλεγίου (King’s College) Ρόναλντ Μπάροους (Ronald Burrows) και προσωπικός φίλος του Ελευθερίου Βενιζέλου συνέστησε τον Ιανουάριο του 1919 μία «Επιτροπή Εξαγοράς της Αγιάς Σοφιάς» ένεκα του διάχυτου φόβου της καταστροφής της μέσα στο πολεμικό κλίμα, που βίωνε η Τουρκία με τον Κεμάλ. Στο κλίμα αυτό της έξαρσης των εθνικών πόθων και παθών τελέσθηκε και θεία Λειτουργία στην Αγία Σοφία από τον κρητικό στρατιωτικό ιερέα Ελευθέριο Νουφράκη και μερικούς Έλληνες στρατιώτες, όταν τα πλοία τους ναυλούχησαν στην Κωνσταντινούπολη, καθοδόν προς το Κριμαϊκό πεδίο της μάχης εναντίον των Μπολσεβίκων.
Η Μικρασιατική Καταστροφή άλλαξε τον ρουν της ελληνικής ιστορίας, όπου ο Ελευθέριος Βενιζέλος διακρίθηκε για κάποιες υψηλού επιπέδου διπλωματικές του κινήσεις, προσγειωμένες στον ρεαλισμό των πραγμάτων. Το 1930 υπέγραψε με τον Κεμάλ το Ελληνοτουρκικό Σύμφωνο Φιλίας. Την ίδια χρονιά, στη άλλη άκρη της γης, ένας Αμερικανός φιλόλογος, ο Θωμάς Γουάιτμορ (Th. Whittemore), ίδρυε το «Ινστιτούτο Βυζαντινών Σπουδών Αμερικής». Η ίδρυση του Ινστιτούτου δεν ήταν τυχαία, όπως φάνηκε, καθώς, ύστερα από λίγους μήνες, τον Ιούνιο του 1931, επετράπη στον Γουάιτμορ η καθαίρεση των οθωμανικών κονιαμάτων από την περίοδο του 1847-9 του Σουλτάνου Αβδούλ Μετζίτ Α΄ και τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους του ανετέθη η αποκάλυψη των ψηφιδωτών της Αγιάς Σοφιάς.
Τον Ιανουάριο του 1934 ο Ελευθέριος Βενιζέλος πρότεινε στη Σουηδική Επιτροπή τον Κεμάλ για το Νόμπελ Ειρήνης. Τον Νοέμβριο του ιδίου έτους, το Υπουργικό Συμβούλιο του Κεμάλ αποφάσισε την μετατροπή της Αγιάς Σοφιάς σε μουσείο.
Πολλά ερωτήματα έχουν προκύψει σχετικά με την προσωπικότητα του Γουάιτμορ. Πώς ενδιαφέρθηκε ο ίδιος για την Αγιά Σοφιά, πώς γνωρίσθηκε με τον Κεμάλ και του ανέθεσε το έργο αυτό, πώς κατάφερε και συγκέντρωσε πόρους για το πολυδάπανο έργο… Ο Γουάιτμορ είχε μυηθεί στον βυζαντινό πολιτισμό από τον Βρετανό επιστήθιο φίλο του Μάθιου Στιούαρτ Πρίτσαρντ (M. Stewart Prichard), ο οποίος εργάστηκε στο Μουσείο Καλών Τεχνών της Βοστώνης και συνέχισε να γράφει μεγάλα τμήματα των εκθέσεων του Γουάιτμορ για τα αποκαλυφθέντα ψηφιδωτά της Αγίας Σοφιάς. Στα συνεχή ταξίδια του είχε γνωρίσει τα βυζαντινά μνημεία και τον Ελληνισμό και είχε γοητευθεί από τον βυζαντινό πολιτισμό, ο οποίος την περίοδο εκείνη είχε διαδοθεί στις ΗΠΑ ως αρχιτεκτονικός τύπος της «προτεσταντικής» πτέρυγας (Low church) σε αντιδιαστολή με την «ευαγγελική» (High Church) της Εκκλησίας των Διαμαρτυρομένων. Επίσης, κατά τη διάρκεια των ανασκαφών του στην Αίγυπτο είχε ενταχθεί στους Αλεξανδρινούς κύκλους πολλών φιλότεχνων Ελλήνων, όπως του επιστήθιου Ελληνοσύριου φίλου του Γάστωνος Ζανανίρη, καθώς και του Κωνσταντίνου Καβάφη
Ένας από τους μεγιστάνες της εποχής και υποστηρικτής του Γουάιτμορ ήταν ο Τσαρλς Γκρέιβ (Ch. Grave), Ρωσόφιλος και εμπνευστής μιας ολόκληρης αποστολής, την οποία συντόνιζε ο Γουάιτμορ, με σκοπό την αποκατάσταση χιλιάδων Ρώσων φυγάδων μετά την επανάσταση των Μπολσεβίκων. Ο Γουάιτμορ είχε φροντίσει να υιοθετηθούν πολλά ορφανά από τη Ρωσία, να ξεκινήσουν σπουδές και πολλά εξ αυτών να εγκατασταθούν στις ΗΠΑ. Ήταν τότε που γνώρισε ως αυτόπτης μάρτυρας τη σκληρότητα της Ρωσικής επανάστασης του 1917 έναντι της εκκλησιαστικής κληρονομιάς της ρωσικής αυτοκρατορίας. Μεταλλικά σκεύη εκκλησιών ανυπολόγιστης καλλιτεχνικής αξίας οδηγήθηκαν στα καμίνια και έλιωσαν, δεκάδες εκκλησίες απογυμνώθηκαν από τα κειμήλιά τους και απαγορεύθηκε η λειτουργία τους και μνημεία ιστορικά, όπως ο βυζαντινός Καθεδρικός του Ουσπένσκυ στο Κρεμλίνο, όπου στέφοντο οι Ρώσοι αυτοκράτορες, καθώς και πολλά μοναστήρια βομβαρδίστηκαν από τους επαναστάτες. Με παρασκηνιακές διαβουλεύσεις ο Γουάιτμορ κατάφερε και αγόρασε τις καμπάνες της βυζαντινής Μονής του Προφ. Δανιήλ στη Μόσχα και τις μετέφερε στις ΗΠΑ, αποτελώντας ίσως τις μοναδικές διασωθείσες από τα καμίνια των Μπολσεβίκων καμπάνες. Στο πλαίσιο αυτό ο Γουάιτμορ ταξίδευσε μεταφέροντας βοήθεια στο Ρωσικό μοναστήρι του Αγίου Όρους μαζί με τον Γκρέιβ.


Αυτός του ο φόβος επανάληψης του ρωσικού σκηνικού στην Τουρκία, που βίωνε την επαναστατική δράση του Κεμάλ, ο οποίος συνδέθηκε και υποστηρίχθηκε από τον Λένιν και η σκληρότητα που επιδείχθηκε σε πολλά βυζαντινά μνημεία, διαπερνούσε συνεχώς το μυαλό του Γουάιτμορ. Ήδη, οι Νεότουρκοι είχαν κατεδαφίσει τον βυζαντινό ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου με τα περίφημα βυζαντινά ψηφιδωτά στη Νίκαια της Βιθυνίας και είχαν παραδώσει στην πυρά την Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης με τη μοναδική βιβλιοθήκη ελληνικών χειρογράφων.

Ο επιχειρηματίας και μαικήνας Τσάρλς Γκρέιβ, υποστηρικτής της Μεγάλης Ιδέας του Βενιζέλου, που αποτελούσε μέλος της παλαιάς «Επιτροπής Εξαγοράς της Αγιάς Σοφιάς» του 1919, στήριξε τις ελπίδες του για τη διάσωση του κορυφαίου μνημείου στον Γουάιτμορ. Βοηθώντας οικονομικά, αλλά και διπλωματικά, με τη συνδρομή του Αμερικανού Πρέσβυ Ι. Γκριού (J. Grew) ενθάρρυνε τον Γουάιτμορ να αναπτύξει σχέσεις με τον ισχυρό άνδρα της κεμαλικής Κωνσταντινούπολης, διευθυντή του Αρχαιολογικού Μουσείου της Πόλης και μετέπειτα βουλευτή και στενού συνεργάτη του Κεμάλ, Χαλίλ Ετέμ Μπέη (Halil Ethem Bey). Ο Χαλίλ Μπέης ήταν μικρότερος αδελφός του περίφημου Οσμάν Χαμπτή Μπέη (Osman Hamdi Bey) και υπήρξε προστατευόμενος του Σουλτάνου Αβδούλ Χαμίντ Β΄, ο οποίος τον είχε διορίσει διευθυντή του Μουσείου Αρχαιοτήτων και αργότερα ίδρυσε το Μουσείο Καλών Τεχνών της Πόλης. Σε επιστολή του Γουάιτμορ σημειώνεται ότι με τον Χαλίλ Μπέη έγιναν οι διαπραγματεύσεις, οι οποίες οδήγησαν στην απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου του Κεμάλ τον Ιούνιο του 1931 να επιτραπεί η αποκάλυψη και συντήρηση των ψηφιδωτών, η οποία συνεχίστηκε παρά την αντίδραση του Τουρκικού Τύπου, καθώς και με τη δημοσίευση άρθρων του Χαλίλ Μπέη στον Τύπο, υπερασπίζοντας τον Γουάιτμορ. Η αποκάλυψη των ψηφιδωτών της Κωνσταντινουπόλεως εντυπωσίασε ολόκληρο τον κόσμο. Στη σύντομη συνάντηση που είχε ο Γουάιτμορ με τον Κεμάλ στην Άγκυρα συνοδευόμενος από τον Χαλίλ Μπέη και την Ζέχρα Κεμάλ, θετή κόρη του Κεμάλ και απόφοιτο του Αμερικανικού Κολλεγίου Θηλέων της Κωνσταντινουπόλεως, ο Τούρκος Πρόεδρος εντυπωσιάστηκε από τα αποκαλυφθέντα ψηφιδωτά. Αριθμημένα αντίγραφά τους διατέθηκαν στις ΗΠΑ προς πώληση και τα συγκεντρωθέντα ποσά αναχρηματοδότησαν τις εργασίες αποκάλυψης και συντήρησης του ψηφιδωτού διακόσμου της Αγιάς Σοφιάς.
Η φήμη που απέκτησε ο Γουάιτμορ του έδωσε τη δυνατότητα να συνεχίσει αργότερα και με την αποκάλυψη των ψηφιδωτών στη Μονή της Χώρας, την οποία επίσης ανάλογη απόφαση Υπουργικού Συμβουλίου είχε μετατρέψει σε μουσείο. Ο Γουάτμορ συνέχισε αφοσιωμένος το έργο του έως τον θάνατό του από καρδιακή προσβολή 70 ακριβώς χρόνια πριν. Η μετατροπή και διατήρηση του καθεστώτος της Αγιάς Σοφιάς σε μουσείο τα τελευταία 86 χρόνια κατάφερε να αποτελέσει ιδεατό πλαίσιο συντήρησης, αποκάλυψης, διατήρησης και μελέτης των ανεπανάληπτων ψηφιδωτών και της αρχιτεκτονικής του κορυφαίου μνημείου όλων των εποχών. Ενός μοναδικού μνημείου, το οποίο έως και σήμερα ακόμη και οι Τούρκοι, το προσδιορίζουν με το ελληνικό του όνομα, που έλαβε πριν 1660 από τον Κωνσταντίνο τον Μέγα».

**Ο Χαράλαμπος Γ. Χοτζάκογλου σπούδασε Ιστορία, Αρχαιολογία και Ιστορία της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Τυβίγγης (Tübingen) Γερμανίας. Ολοκλήρωσε τις διδακτορικές του σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης. Από το 2001 διδάσκει Βυζαντινή Αρχαιολογία, Αρχιτεκτονική και Τέχνη στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο. Δίδαξε επίσης ως επισκέπτης Καθηγητής στα Πανεπιστήμια Κύπρου, Νεάπολις και Λευκωσίας. Έλαβε μέρος με διαλέξεις σε διάφορα Συμπόσια και διεθνή Συνέδρια στην Ευρώπη, Αφρική και στις ΗΠΑ και δημοσίευσε μελέτες του για τη βυζαντινή και μεταβυζαντινή Αρχιτεκτονική και Τέχνη. Κατέγραψε, για πρώτη φορά με επιστημονικές προδιαγραφές, με την Ι. Μ. Κύκκου τα θρησκευτικά μνημεία στο τουρκοκρατούμενο βόρειο τμήμα της Κύπρου, για τα οποία εκδόθηκε βιβλίο του, το οποίο παρουσιάστηκε τιμητικώς στην Ολομέλεια της Ακαδημίας Αθηνών και κυκλοφόρησε σε πέντε γλώσσες. Διατελεί Πρόεδρος της Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών και της Κυπριακής Επιτροπής Βυζαντινών Σπουδών, Γραμματεύς του Συνδέσμου Μικρασιατών Κύπρου.