ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΛΙΣΤΑΣ ΣΕΛΙΔΩΝ

Κυριακή 10 Μαΐου 2020

Πώς η Ελλάδα θα γλιτώσει τη "Μεγάλη Κατάθλιψη" της οικονομικής ύφεσης - Η διαφορά μεταξύ της ύφεσης (recession) και της κατάθλιψης (depression) - Διαβάστε τι θα συμβεί αν χάσει τη δουλειά ο γείτονας ή αν χαθεί και η δική μας δουλειά



Ενώ η σταδιακή άρση του lockdown αυξάνει τις προσδοκίες σχετικά την πορεία επανεκκίνησης της ελληνικής οικονομίας, το εύρος των προβλέψεων περίπου 20 διεθνών τραπεζών και οίκων αξιολόγησης, που αναμένουν η ύφεση του 2020 να κυμανθεί από 5% έως και 21,3%, με την ανάκαμψη του 2021 να εκτείνεται επίσης από 1% έως 17%, υποδηλώνει  εμφανή έλλειψη ορατότητας σχετικά με το οικονομικό τοπίο της επόμενης μέρας. «Μάλλον θα πρέπει να βασιστούμε στο παλιό ρητό σχετικά με τη διαφορά μεταξύ της ύφεσης (recession) και της κατάθλιψης (depression). Δηλαδή, αν χάσει τη δουλειά του ο γείτονας μιλάμε για ύφεση, ενώ αν χαθεί και η δική μας δουλειά τότε μιλάμε για τη Μεγάλη Κατάθλιψη όπως το 1929» ανέφεραν χαρακτηριστικά διαχειριστές διεθνών κεφαλαίων.
Εμπόδιο το χρέος
«Το μεγάλο ερώτημα για την πορεία της ελληνικής οικονομίας είναι το πώς θα κινηθεί ο τουρισμός και τα τουριστικά έσοδα» εκτιμούσε η UBS, η οποία αναμένει πως η ύφεση εφέτος θα κυμανθεί κατ’ ελάχιστον στο 10% (μία πρόβλεψη που ταυτίζεται με το ΔΝΤ), αναμένοντας πως το χρέος θα ξεπεράσει το 200% του ΑΕΠ, κάτι που αποτελεί τεράστιο εμπόδιο στον δρόμο της ανάκαμψης στον οποίο είχε εισέλθει η Ελλάδα τα προηγούμενα χρόνια, μετά τη 10ετή κατάρρευση της οικονομίας.
Και ενώ αξιωματούχοι που μελετούν ενδελεχώς τα δεδομένα της οικονομίας εκτιμούν πως η ύφεση εφέτος με βάση τα σημερινά δεδομένα θα κυμανθεί στην περιοχή του 7%-8%, οι προβλέψεις της Bank of America Merrill Lynch αποτελούν μάλλον το θετικό σενάριο για τη χώρα καθώς «βλέπουν» την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας στο 9,8% το 2021, σε επίπεδα δηλαδή υψηλότερα της ύφεσης κατά 7,5% που αναμένει για το 2020, κάτι που σημαίνει πως εφετινή περιπέτεια θα μπορούσε να αποδειχθεί ως μία παρένθεση.

Τρία σενάρια
Στο άλλο άκρο βρίσκονται οι προβλέψεις της Morgan Stanley που αναμένουν στο αρνητικό σενάριο ύφεση 21,3% το 2020, έναντι 13,3% στο βασικό σενάριο και 6,6% στο θετικό σενάριο. Οι προβλέψεις της μάλιστα για το 2021 είναι απογοητευτικές καθώς στο βασικό της σενάριο η ανάκαμψη θα φθάσει μόλις στο 4%, στο κακό σενάριο στο 1,1% και στο αισιόδοξο στο ισχνό επίσης 4,3%. Αν και βλέπει ανάκαμψη από το γ’ τρίμηνο του 2020, η Morgan Stanley εκτιμά πως η επιστροφή του ελληνικού ΑΕΠ στα προ πανδημίας επίπεδα είναι δύσκολο να επιτευχθεί πριν το 2022.
Η Capital Economics αναμένει ύφεση 15% εφέτος, με την ανάκαμψη του 2021 να αναμένεται στο 10%, ενώ προβλέπει πως το ΑΕΠ της Ελλάδας θα χρειαστεί τουλάχιστον 2-3 χρόνια για να επιστρέψει στα προ κορωνοϊού επίπεδα. Για την HSBC, το 2020 θα είναι μία δύσκολη χρονιά δεδομένης της αρνητικής επίδρασης της πανδημίας στον τουρισμό, ενώ η ύφεση θα ξεπεράσει το 6% και θα αντιστρέψει την πρόσφατη πτωτική τάση των NPEs των ελληνικών τραπεζών. Καθώς η αχίλλειος πτέρνα της ελληνικής οικονομίας παραμένει ο τουρισμός, μία πτώση κατά 50% στις αφίξεις θα μπορούσε να μειώσει το ΑΕΠ τουλάχιστον κατά 5%.
Μία νέα ύφεση
Μόλις η Ελλάδα είχε αρχίσει να ανακάμπτει από την τελευταία οικονομική κρίση, η πανδημία οδηγεί σε μία νέα ύφεση κατά 6%, επισημαίνει και η Oxford Economics, η οποία όπως εκτιμά θα είναι μεγαλύτερη εάν τα μέτρα περιορισμού συνεχιστούν περισσότερο από ό,τι αναμένεται, απόρροια των συνεπειών στον τουρισμό που αποτελεί το «σωσίβιο» της ελληνικής οικονομίας. 
Από την πλευρά της, η Citigroup αναμένει μεν ύφεση 7,8% εφέτος αλλά και ανάκαμψη 7,3% το 2021, ενώ το ΑΕΠ θα αυξηθεί 2,3% το 2022 και 1,5% τη διετία 2023-2024, καθώς η δυνητική ανάπτυξη της Ελλάδας παραμένει αδύναμη, απόρροια των αρνητικών δημογραφικών στοιχείων και της ισχνής αποταμίευσης που παραμένει ανεπαρκής για την κάλυψη των επενδυτικών αναγκών της οικονομίας.
Η Standard & Poor’s αναμένει ύφεση 9% εφέτος, με την ανάκαμψη του 2021 να κινείται στο 5,5%, σημειώνοντας ωστόσο ότι οι προβλέψεις της «είναι ασυνήθιστα αβέβαιες, καθώς εξαρτώνται από την εξέλιξη της πανδημίας», ενώ η DBRS προβλέπει ύφεση μόλις 5% το 2020, σημειώνοντας την ταχύτατη αντίδραση της κυβέρνησης που έχει αποτρέψει μια σοβαρή κρίση υγείας, με τις έκτακτες παρεμβάσεις να περιορίζουν τον οικονομικό αντίκτυπο της πανδημίας.
H Fitch προβλέπει επίσης ύφεση 8,1% το 2020 και ανάκαμψη 5,1% το 2021, αν και παρατεταμένες περίοδοι lockdown ή ένα δεύτερο κύμα πανδημίας θα συνεπάγονταν πολύ μεγαλύτερες μειώσεις στην παραγωγή το 2020 και ασθενέστερη ανάκαμψη το 2021.
Η Eurobank στο ήπιο σενάριο προβλέπει ύφεση 6,7% εφέτος και στο δυσμενές ύφεση 10,6%, ενώ σε κάθε περίπτωση αναμένονται απότομη μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης, εξαγωγών και επενδύσεων, σημαντική αύξηση της ανεργίας (20,9% στο ήπιο σενάριο, 22,8% στο δυσμενές, από 17,3% το 2019), αποπληθωριστικές πιέσεις, αλλά και πιέσεις στην κτηματαγορά και στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια.
Προσφορά και ζήτηση
Κοινή διαπίστωση είναι πάντως ότι η Ελλάδα είναι ευάλωτη στη διαταραχή της ζήτησης και της προσφοράς από την πανδημία, απόρροια της μεγαλύτερης έκθεσης του ΑΕΠ στον τουρισμό και στις μεταφορές, του μεγαλύτερου μεριδίου των πολύ μικρών επιχειρήσεων και των αυτοαπασχολούμενων στο εργατικό δυναμικό, του υψηλού ποσοστού μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs), των περιορισμένων δυνατοτήτων επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής, αλλά και της στάσης αναμονής των ξένων επενδυτικών κεφαλαίων. 
Παράλληλα, η ένταση και η διάρκεια της ύφεσης θα προσδιοριστούν, σε σημαντικό βαθμό, από την πορεία της πανδημίας, από το πόσο σύντομα θα υπάρξουν αξιόπιστες θεραπείες και εμβόλιο, αλλά και από τον κίνδυνο διάβρωσης, εκ νέου, της ηθικής συναλλαγών και πληρωμών. Η κρίση του κορωνοϊού συνεπάγεται επίσης καθολική καθυστέρηση εφαρμογής του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων και σημαντική μείωση των αναμενόμενων εσόδων το 2020.
Τα τέσσερα γκρουπ επικινδυνότητας
Σε τέσσερα γκρουπ χώρισε τις χώρες που κινδυνεύουν να βιώσουν μία παρατεταμένη περίοδο ανάκαμψης η Capital Economics, με την Ελλάδα να συγκαταλέγεται σε δύο από αυτά. Το ένα αφορά τις χώρες που εξαρτώνται περισσότερο από τον τουρισμό (3η πίσω από την Ταϊλάνδη και τις Φιλιππίνες), εκτιμώντας ότι θα χρειαστούν αρκετά χρόνια για να επιστρέψει ο τομέας σε «φυσιολογικά» επίπεδα, ενώ το άλλο τις χώρες που διαθέτουν υψηλό χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ. Ωστόσο αν και η Ιαπωνία με την Ελλάδα βρίσκονται στις δύο πρώτες θέσεις, η Capital Economics εκφράζει μεγαλύτερη ανησυχία για τις Ιταλία και Βραζιλία.
Ποια είναι τα όπλα της χώρας
Tα όπλα της χώρας για να αντιμετωπιστεί το βάθος της ύφεσης αφορούν την ελαστικότητα της τήρησης των δημοσιονομικών κανόνων και την ενίσχυση από τα διαρθρωτικά ταμεία της ΕΕ, την απρόσκοπτη πρόσβαση στις αγορές (αναμένεται τις επόμενες εβδομάδες μία ακόμη έκδοση 10ετούς ομολόγου), τη διατήρηση ενός σχετικά υψηλού αποθέματος ασφαλείας (cash buffer), την επιστροφή των κερδών από τα ελληνικά ομόλογα (SMPs και ANFAs), το πρόγραμμα SURE για την απασχόληση και το ΕΣΠΑ, αλλά και τη δυνατότητα χρηματοδοτικής στήριξης μέσω του Μηχανισμού Σταθερότητας χωρίς τους αυστηρούς κανόνες. 
Παράλληλα, σημαντική είναι η στήριξη της ΕΚΤ μέσω της συμμετοχής της χώρας μας στο «QE πανδημίας» που συμπιέζει το κόστος δανεισμού, αλλά και η αποδοχή των ελληνικών κρατικών ομολόγων ως εγγυήσεων που ενισχύει τη ρευστότητα και κατά συνέπεια την πραγματική οικονομία, όπως και η υποστήριξη των κοινοτικών κονδυλίων και της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, υπό μορφή εγγυήσεων που προσφέρονται για τη μόχλευση κεφαλαίων. 
Από την άλλη πλευρά, η επιτυχής υγειονομική διαχείριση και πολιτική εξομάλυνσης της επιδημικής καμπύλης έχουν προσδώσει σημαντικά οφέλη στην αξιοπιστία και στο brand name της χώρας στην αγορά τουριστικών υπηρεσιών τα επόμενα έτη, παρατηρεί η Alpha Bank. 
Επιπρόσθετα, ενώ η εκτιμήσεις αναφέρουν ότι ο λόγος του χρέους ως προς το ΑΕΠ θα κυμανθεί στο 200%, το profile του σήμερα δεν έχει καμία σχέση με την εποχή της κρίσης του χρέους που βίωσε πρόσφατα η χώρα. Το μεγαλύτερο μέρος του οφείλεται σε επίσημους δανειστές, με τη μέση σταθμική διάρκεια να βρίσκεται στα 20,5 έτη.