ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΛΙΣΤΑΣ ΣΕΛΙΔΩΝ

Δευτέρα 27 Απριλίου 2020

Ηρωας ή γιατρουδάκι; - Πόσο θα κρατήσει η ηρωοποίηση των "Αγίων με τις λευκές μπλούζες"; - "Πόσα θα μου δώσεις;"






Πόσο αλήθεια θα κρατήσει η ηρωοποίηση των «αγίων με τις λευκές μπλούζες»; 
Μήπως όταν κοπάσει η πανδημία, θα κοπάσει και η ιατρομανία και θα αρχίσουν πάλι η γκρίνια και η απαξίωση; Ποιος θα κάνει viral την εξουθενωμένη ιταλίδα γιατρό Φραντσέσκα Μαντζαντόρντι όταν βγουν από το σπίτι οι άοκνες Καρντάσιαν; 

Λένα Παπαδημητρίου

«Μαμά, ο Τσιόδρας είναι διάσημος;» με ρώτησε ο δωδεκάχρονος γιος μου τις πρώτες μέρες του lockdown. H αποκατάσταση του κύρους και της εικόνας των ιατρών στη συνείδηση του κόσμου είναι (το έχουμε πλέον εμπεδώσει) ένα από τα απρόσμενα κέρδη της πανδημίας. 

Γιατροί media stars, βίντεο εντατικολόγων στο TikTok, καντάδες από ορχήστρες ολόκληρες έξω από νοσοκομεία, χειροκροτήματα στα μπαλκόνια του πλανήτη, ο «Ιησούς» του Ρίο Ντε Τζανέιρο με λευκή ρόμπα και στηθοσκόπιο, καταιγισμός «ιατρικών» ειδήσεων ακόμα και στις πολιτικές σελίδες (διαβάζω π.χ. στους Financial Times ότι ο κορυφαίος επιδημιολόγος του Ισραήλ είναι Αραβας). 
Φτάνω στο σημείο να πιστεύω ότι ο γιος μου θα καθίσει μια μέρα να καταβροχθίσει τη ζωή ενός λοιμωξιολόγου όπως κάνει για τη σειρά-ντοκιμαντέρ «Last Dance» για τον Μάικλ Τζόρνταν που σαρώνει αυτές τις ημέρες της καραντίνας στο Netflix. 

Ομολογώ ότι δεν με συνεπαίρνει ιδιαίτερα όλη αυτή η αιφνίδια ιατρομανία. Διότι με διακατέχει εξ απαλών ονύχων. Μεγάλωσα σε ένα σπίτι που ο γιατρός (του δημόσιου νοσοκομείου) ήταν ένας μικρός θεός. Και μάλιστα ο δικός μου, προσωπικός μικρός θεός. Μία από τις πρώτες αναμνήσεις που διατηρώ από τον πατέρα μου είναι η φιγούρα του με μάσκα, σαμπό και την πράσινη στολή του χειρουργείου να με περιμένει στα εξωτερικά ιατρεία του «Ευαγγελισμού». Μία δεύτερη είναι να πλένει τα χέρια του: ένα αργό, εξονυχιστικό, σχεδόν συγκινητικό στην επιμέλειά του, τελετουργικό που φρόντιζα να μιμούμαι (ας τολμούσα να κάνω και αλλιώς). 

Στο σπίτι όπου μεγάλωσα οι γιατροί ήταν πάντα οι φίλοι, οι αυθεντίες, αυτοί που περιφρουρούσαν το πιο πολύτιμο αγαθό. Οι ιστορίες που έφταναν στα αφτιά μου με γέμιζαν σεβασμό και δέος, π.χ. ο αγαπημένος θείος μου, επιφανής παιδίατρος στην Πάτρα, βοηθούσε συχνά τις φτωχές οικογένειες (οι μανάδες τού άφηναν το κλειδί και έμπαινε και εξέταζε μόνος του τα παιδιά μέσα στο σπίτι). Θυμάμαι ακόμα στα 15 μου να γνωρίζω διά ζώσης έναν από τους τελευταίους μεγάλους (επιστήμονες και ανθρώπους): τον Κωνσταντίνο Γαρδίκα. 

Όσο για τις «άλλες» ιστορίες, για τα «φακελάκια», για τις φίρμες που βασάνιζαν τον κοσμάκη και τους ασυνείδητους, έφταναν στα παιδικά αφτιά μου, αλλά εκ του ασφαλούς. Ήταν πάντα οι «άλλοι», οι «τενεκέδες με τις λευκές μπλούζες», με τους οποίους «εμείς» δεν είχαμε και δεν θέλαμε να έχουμε καμία σχέση. Δεν ξέχασα π.χ. ποτέ την ιστορία με το κομμένο δάχτυλο. Ήταν, νομίζω, τη δεκαετία του ’80. Ένας ξυλουργός έκοψε πάνω στη δουλειά το δάχτυλό του. Μία φιλεύσπλαχνη σύζυγος ιατρού προσφέρθηκε να τον βοηθήσει. Συνόδευσε τον ξυλουργό (και το κομμένο δάχτυλο μέσα σε βαζάκι) σε έναν διάσημο τότε ειδικό στη χειρουργική χεριού δημόσιου νοσοκομείου. Τον παρακάλεσε να βοηθήσει τον καημένο τον άνθρωπο. Εκείνος την κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω: «Πόσα θα μου δώσεις;»

Σήμερα που ένας ιός ήρθε να αποκαταστήσει το κύρος των γιατρών, απολαμβάνω ενδομύχως μια μικρή δικαίωση για τους απαξιωμένους επί σειρά ετών «ήρωες με τις λευκές ρόμπες» (συμπεριλαμβανομένων και των νοσηλευτών και του λοιπού επιστημονικού και παραϊατρικού προσωπικού). Περισυλλέγω, όπως όλοι, τις δραματικές ιστορίες με τους ήρωες που χάνουν τη ζωή τους (θυμίζω ότι ένα 14% των θυμάτων στην Ισπανία είναι γιατροί και νοσηλευτές). Ακούω την αγωνία μιας φίλης, της οποίας ο γιος δουλεύει σε νοσοκομείο του Λονδίνου (ορθοπεδικός, αλλά και αυτός επιστρατευμένος στη μάχη κατά του κορονοϊού). «Του είπα να παραιτηθεί να προστατεύσει τον εαυτό του. “Τι είναι αυτά που λες, ρε μάνα; Θα σηκωθώ να αφήσω τον κόσμο να πεθαίνει;”». 

«Όλη αυτή η εξιδανίκευση σήμερα είναι κουταμάρες!» με προσγειώνει βιαίως και με γέλια ένας 90χρονος ιατρός, από τους πλέον σεβαστούς στην ειδικότητά του (διατέλεσε μεγάλος, αλλά ποτέ «φίρμα»). «Ελληνικοί συναισθηματισμοί. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να θεοποιούμε τους γιατρούς. Το έλεγα πάντα και στους ασθενείς μου όταν το έκαναν σε μένα τον ίδιο. Είμαστε απλώς μια μερίδα ανθρώπων που επιλέξαμε να κάνουμε αυτή τη δουλειά. Δεν μας υποχρέωσε κανείς. Και εμείς έχουμε, όπως όλοι, τις αδυναμίες μας, τις βρωμιές μας, τις λωποδυσίες μας. Ένα 20% είναι μορφωμένοι και ευσυνείδητοι. Ένα 40% είναι μορφωμένοι αλλά του οκταώρου και όλοι οι υπόλοιποι είναι οι αμόρφωτοι και κοπανατζήδες. Πολλοί δε από τις λεγόμενες “φίρμες” είναι γιατροί-μαφιόζοι, θα έπρεπε να είναι φυλακή». 

«Ωραιοποιήσαμε αίφνης το σύμπαν!», συνεχίζει. «Σε αυτό συνέβαλε, τώρα με τον κορονοϊό, το ότι πολλοί εκπρόσωποι του κατεστημένου (πολιτικοί, δημοσιογράφοι, άνθρωποι εξουσίας) νοσηλεύτηκαν στα κρατικά νοσοκομεία π.χ. στον “Ευαγγελισμό” ή στo “Σωτηρία”. Διότι, βλέπετε, αυτή τη φορά δεν μπορούσαν να πάνε στα μεγάλα ιδιωτικά, στο Λονδίνο ή στον “καλύτερο ειδικό του κόσμου στο Τέξας”, όπως έκαναν πάντα. Εξ ου και αυτή η ωραιοποίηση, εξ ου και οι γεμάτες ευγνωμοσύνη επιστολές για τους “αγίους με τις λευκές μπλούζες” της δημόσιας υγείας. Αν είχαν νοσηλευτεί σε ιδιωτικό νοσοκομείο, δεν θα το ωραιοποιούσαν τόσο, γιατί θα τους είχαν αδειάσει το πορτοφόλι!». 

«Χρειάστηκε αυτή η πανδημία για να συνειδητοποιήσουμε και εδώ στην Ελλάδα ότι τα πράγματα δεν ήταν όπως κάποιοι τα νόμιζαν» μου αναφέρει, σε πιο μετριοπαθή τόνο, έτερος, μάχιμος γιατρός, επίσης με μακρά θητεία και στη δημόσια και στην ιδιωτική υγεία. «Ομολογουμένως, οι γιατροί στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων, δεν λιποτάκτησαν, δεν ολιγώρησαν. Όσο για τον κόσμο, είναι αναμενόμενο αυτό το διογκωμένο συναίσθημα. Μπροστά στον φόβο, δεν έχεις άλλη επιλογή. Όταν πέφτει ο κεραυνός, ψάχνεις κάπου να κρυφτείς…». 

Η θεοποίηση του ήρωα με την άσπρη μπλούζα (ή την ολόσωμη διαστημική στολή και τα γυαλιά ευρέος οπτικού πεδίου) δεν αποκλείεται αργά ή γρήγορα να σβήσει, τόσο αιφνίδια και λυσσαλέα όσο ξεκίνησε. Θυμίζω ότι οι γιατροί-μαχητές της επιδημίας του Εμπολα είχαν αναδειχθεί «Person(s) of the Year» του περιοδικού Time για το 2014 (όπως ακριβώς θα γίνει, είναι βέβαιο, και με τους πολεμιστές του SARS-CoV-2 στο τέλος του 2020). 

Ύστερα οι ήρωες του Εμπολα χάθηκαν και αυτοί στη λήθη του αλγόριθμου της Google· σιγά σιγά ο κόσμος επέστρεψε στους παλιούς, τους δοκιμασμένους και απείρως πιο φωτογενείς media stars με τις αστρονομικές αμοιβές, ενώ ξεκίνησε ατόφια η γκρίνια για τα απαξιωμένα συστήματα υγείας, για τους «αγύρτες» και τα «γιατρουδάκια». 
Η υγεία κατακρνημνίστηκε πάλι στο αξιακό μας σύστημα. Είναι στην ανθρώπινη φύση. 
Τους αφανείς ήρωες τούς θυμάσαι μόνο όταν πολιτογραφείσαι (εσύ ή κάποιος πολύ δικός σου) «υπήκοος του βασιλείου των αρρώστων», όπως θα έλεγε η σκοτεινή κυρία των αμερικανικών γραμμάτων Σούζαν Σόνταγκ. 
Ίσως η ελπίδα να κρύβεται αλλού. Μιλώ με μια δεκαεπτάχρονη, διαολεμένα ξύπνια νεαρή, που φέτος, παρά την καραντίνα, δίνει τη δική της μάχη: να μπει στην Ιατρική. «Ελπίζω όλο αυτό να είναι ένα wake-up call για όσα παιδιά σκέφτονται να γίνουν γιατροί» μου λέει. «Βλέποντας την πανδημία του κορονοϊού, δεν μπορεί να θέλεις να φορέσεις την άσπρη ρόμπα για το πρεστίζ, για τα λεφτά, γιατί σε ώθησε ο μπαμπάς σου ή γιατί σου αρέσει το “Grey’s Anatomy”. Για μένα η πανδημία, ακόμα και οι φρικτές εικόνες που είδα, όπως εκείνη με τα φέρετρα στον ομαδικό τάφο στη Νέα Υόρκη, επιβεβαίωσε ότι, ναι, αυτό θέλω. Θέλω να γίνω ο ήρωας, αυτός για τον οποίο βγαίνει όλος ο κόσμος στο μπαλκόνι να χειροκροτήσει». 


Πηγή: Protagon.gr