ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΛΙΣΤΑΣ ΣΕΛΙΔΩΝ

Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2019

Συμβούλιο της Επικρατείας: Η αξιοπρεπής διαβίωση, για τους δημοσίους υπαλλήλους, εξασφαλίζεται με τον μισθό των 780-1.092 ευρώ!! - Για τον λόγο αυτό καταργούμε τα δώρα!! - Για τους δικαστικούς με ποιο μισθό εξασφαλίζεται η αξιοπρεπής διαβίωση;;





Με το σκεπτικό πως οι μισθοί των δημοσίων υπαλλήλων, σε σχέση με την κατάσταση στην κοινωνία (είτε με τους ιδιωτικούς υπαλλήλους) ακόμα και μετά την κατάργηση των 3 δώρων τους εξασφαλίζει αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, η Ολομέλεια του Συμβουλίου Επικρατείας έκρινε συνταγματική την οριστική περικοπή των δώρων και επιδομάτων των εν ενεργεία δημοσίων υπαλλήλων με το μνημόνιο 2 (νόμος 4093/2012).
Όπως αναφέρουν οι δικαστές η αξιοπρεπής διαβίωση   για τους δημοσίους υπαλλήλους εξασφαλίζεται με τον βασικό μισθό των 780-1.092 ευρώ.
Συγκεκριμένα η Ολομέλεια Ανωτάτου Δικαστηρίου αναφέρει πως ο βασικός μισθός των δημοσίων υπαλλήλων που κυμαίνεται από τα  780  ευρώ έως  και 1.092 ευρώ, ακόμη και μετά την κατάργηση των τριών επίμαχων επιδομάτων, εξασφαλίζουν «αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, τόσο σε σχέση με όσους διαβιούσαν στα όρια της φτώχειας όσο και με όσους απασχολούνταν στον ιδιωτικό τομέα με τον κατώτατο βασικό μισθό και ημερομίσθιο» και η περικοπή του 13ου και 14ου μισθού ήταν αναγκαία σύμφωνα με τα δημοσιονομικά δεδομένα.
Πρόκειται για μια ουσιώδη δικαστική μεταστροφή αφού η Ολομέλεια ανέτρεψε την απόφαση του ΣΤ΄ Τμήματος του ΣτΕ που είχε κρίνει ότι η κατάργηση των τριών δώρων-επιδομάτων (που έγιναν με το νόμο 4093/2012) αντίκεινται στα άρθρα 25 και 4 του Συντάγματος και τις απορρέουσες από αυτά αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας.
Πλειοψηφία
Η πλειοψηφία του Δικαστηρίου (πρόεδρος η Αικατερίνη Σακελλαροπούλου και  εισηγητές οι σύμβουλοι Επικρατείας,  Ελένη  Παπαδημητρίου και Ιωάννης Σπερελάκης (αρχικά εισηγήτρια ήταν η Κωνσταντίνα Φιλοπούλου) αποφαίνεται πως η κατάργηση των τριών επιδομάτων,  «τεκμηριώνεται επαρκώς» και δεν παρίσταται απρόσφορο μέτρο, και μάλιστα προδήλως, για «την επίτευξη των επιδιωκόμενων   σκοπών, ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν ήταν αναγκαίο, δεδομένου ότι με αυτό το μέτρο, το οποίο εφαρμόζεται γενικά σε όλους τους μισθωτούς του δημόσιου τομέα, γίνεται προσπάθεια εξοικονόμησης και περιορισμού των διογκωμένων δαπανών της Γενικής Κυβέρνησης, η οποία υπαγορεύεται από επιταγές της Ε.Ε. για μείωση του υπερβολικού δημοσίου ελλείμματος».
Περαιτέρω, συνεχίζει η Ολομέλεια του ΣτΕ, «κατά τη λήψη του επίμαχου μέτρου, ο νομοθέτης είχε πλήρη επίγνωση όχι μόνο του εν γένει επιπέδου διαβίωσης του πληθυσμού της Χώρας, αλλά και ειδικά του επιπέδου διαβίωσης των δημοσίων υπαλλήλων, καθώς αυτοί «ακόμη και μετά την κατάργηση των επίμαχων επιδομάτων, εξασφάλιζαν αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, τόσο σε σχέση με όσους διαβιούσαν στα όρια της φτώχειας όσο και με όσους απασχολούνταν στον ιδιωτικό τομέα με τον κατώτατο βασικό μισθό και ημερομίσθιο».
Επιπλέον, σημειώνουν οι δικαστές του ΣτΕ, «η τυχόν ύπαρξη εναλλακτικών λύσεων δεν καθιστά, ενόψει των ευρέων περιθωρίων εκτίμησης που απολαμβάνει ο νομοθέτης στη χάραξη της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής και του οριακού ελέγχου, στον οποίο υπόκειται κατά τούτο, από μόνη της μη αιτιολογημένη την επίδικη ρύθμιση, ούτε, άλλωστε, υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο η συγκεκριμένη επιλογή, αν, δηλαδή, ο νομοθέτης επέλεξε τον καλύτερο τρόπο χειρισμού του προβλήματος ή αν έπρεπε να είχε ασκήσει διαφορετικά την εξουσία του».
Μειοψηφία
Στην απόφαση μειοψήφησαν 2 αντιπρόεδροι και 4 σύμβουλοι Επικρατείας που αναφέρουν στο σκεπτικό τους πως  «απαιτείτο και στην προκείμενη περίπτωση η προηγούμενη εξέταση τυχόν εναλλακτικών επιλογών και η εκτίμηση της προσφορότητας και αναγκαιότητας της επίμαχης κατάργησης υπό το φως των αρχών της αναλογικότητας και της ίσης συμμετοχής στα δημόσια βάρη, ιδίως ενόψει του γεγονότος ότι τα καταργηθέντα δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα και επίδομα αδείας, συνολικού ετησίου ύψους 1.000 ευρώ, χορηγούνταν μόνο στους χαμηλόμισθους υπαλλήλους του Δημοσίου που είχαν μικτές μηνιαίες αποδοχές (συμπεριλαμβανομένων και των ως άνω δώρων και επιδόματος αδείας) μέχρι 3.000 ευρώ, σύμφωνα με τους νόμους 4875/2010 και 4024/2011».
«Οι εν λόγω υπάλληλοι έχουν ήδη υποστεί αλλεπάλληλες μειώσεις τόσο των αποδοχών τους, όσο και του εν γένει εισοδήματός τους βάσει των διαφόρων νομοθετημάτων της περιόδου της κρίσης. Εξάλλου, οι επίμαχες καταργήσεις δεν μπορούν να δικαιολογηθούν ειδικότερα ούτε εκ του λόγου ότι αποτελούν τμήμα ενός ευρύτερου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής που περιέχει δέσμη μέτρων για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και την εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών, διότι η προϋπόθεση αυτή αποτελεί αναγκαίο όχι όμως και επαρκή όρο για τη συνταγματικότητα των εν λόγων περικοπών».