ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΛΙΣΤΑΣ ΣΕΛΙΔΩΝ

Κυριακή 4 Αυγούστου 2019

Αναλογία 1 προς 500, μάχη ως τον βέβαιο θάνατο για την τιμή - Oρισμένοι άνθρωποι αδιαφορούν για τη ζωή τους προτάσσοντας την τιμή ως το υπέρτατο αξίωμα,



Υπάρχουν στιγμές που ορισμένοι άνθρωποι αδιαφορούν για τη ζωή τους προτάσσοντας την τιμή ως το υπέρτατο αξίωμα, ακόμα και αν ο χαμός τους είναι βέβαιος. Μια τέτοια περίπτωση ήταν και αυτή των 21 γενναίου του Σαραγκάρι που βρέθηκαν, έκαστος, να μάχεται με 500 αντιπάλους.


Το Σαραγκάρι ήταν ένα μικρό χωριό στη βρετανική Ινδία. Σήμερα ανήκει στο Πακιστάν. Στα τέλη του 19ου αιώνα αποτελούσε την πρώτη γραμμή άμυνας των Βρετανών από εισβολές εκ του Αφγανιστάν. Για τον σκοπό αυτό είχαν κτιστεί εκεί τα οχυρά Λόκχαρτ και Γκουλιστάν.
Επειδή όμως μεταξύ τους παρεμβάλλονταν ορεινοί όγκοι, για να επικοινωνούν, δημιουργήθηκε ένα ακόμα μικρό οχυρό στο Σαραγκάρι όπου εγκαταστάθηκε σταθμός ηλιογράφου. Το «οχυρό» του Σαραγκάρι ήταν ένα μικρό κτίσμα με μερικές τυφεκιθυρίδες και έναν πέτρινο πύργο όπου βρισκόταν και ο ηλιογράφος, συνηθισμένη συσκευή μετάδοσης μηνυμάτων εκείνη την εποχή.
Το 1897 οι Αφγανοί Παστούν είχε ξεκινήσει και πάλι τις επιθέσεις κατά των Βρετανών. Στην περιοχή στάθμευε το 36ο Σύνταγμα Σιχ του βρετανικού στρατού των Ινδιών. Στις 3 και στις 9 Σεπτεμβρίου 1897 οι Αφγανοί επιτέθηκαν ανεπιτυχώς στο οχυρό Γκουλιστάν.
Ενόψει των επιθέσεων οι Βρετανοί ενίσχυσαν και τη φρουρά στο Σαραγκάρι που αριθμούσε πλέον τρεις υπαξιωματικούς και 18 στρατιώτες του 36ου Συντάγματος Σιχ με επικεφαλής τον λοχία Ιστάρ Σινγκ (Σινγκ: κοινή προσθήκη σε όλα τα ονόματα των πολεμιστών Σιχ που σημαίνει λιοντάρι).
Ο λοχίας προερχόταν από στρατιωτική οικογένεια. Τόσο ο παππούς του, όσο και ο πατέρας του είχαν πολεμήσει υπέρ των Βρετανών. Ο ίδιος είχε καταταγεί στον βρετανικό στρατό των Ινδιών σε ηλικία μόλις 17 ετών. Πλέον στα 34 του έμελλε να περάσει στην αθανασία, όπως και ο δεκανέας Λαλ Σινγκ, ο υποδεκανέας Σαντά Σινγκ και οι 18 στρατιώτες τους.
Απίστευτη εχθρική υπεροχή
Απέναντι στη μικρή αυτή δύναμη οι Αφγανοί έριξαν 10.000 άνδρες τους. Γύρω στις 09.00 το πρωί της 12ης Σεπτεμβρίου 1897 οι Αφγανοί προσέγγισαν το μικρό οχυρό. Ο χειριστής του ηλιογράφου Γκουρμούκ Σινγκ ανέφερε την κατάσταση με μήνυμά του στο οχυρό Λόκχαρτ ζητώντας ενισχύσεις.
Ο διοικητής του οχυρού Λόκχαρτ συνταγματάρχης Χάουτον απάντησε πως δεν μπορούσε να διαθέσει άνδρες. Τότε ο λοχίας Ιστάρ Σινγκ συγκέντρωσε τους άνδρες του και ρώτησε τη γνώμη τους. Γνώριζαν ότι αν έμεναν να υπερασπιστούν το μικρό τους οχυρό θα πέθαιναν όλοι. Κι όμως κανείς τους δεν δείλιασε και τάχθηκαν υπέρ της παραμονής στο οχυρό με σκοπό να καθυστερήσουν τους Αφγανούς, αλλά και να εξακολουθούν να εξυπηρετούν τον πρωταρχικό τους ρόλο ως κέντρο επικοινωνίας μεταξύ των άλλων δύο οχυρών.
Οι Αφγανοί ζήτησαν από τους ελάχιστους αμυνόμενους να παραδοθούν αλλά αυτοί αρνήθηκαν. Τότε τα εχθρικά στίφη εξόρμησαν. Οι αμυνόμενοι πολέμησαν κυριολεκτικά σαν λιοντάρια και πέραν πάσης λογικής απέκρουσαν δύο εχθρικές επιθέσεις παρά το γεγονός ότι οι εχθροί κατάφεραν να γκρεμίσουν ένα τμήμα του τείχους.
Ακολούθησε νέα πρόταση των Αφγανών προς παράδοση που επίσης απορρίφθηκε. Νέα επίθεση μέσω του ρήγματος οδήγησε σε αγώνα σώμα με σώμα ακόμα και με τα δόντια. Οι Σιχ με τα περίφημα μαχαίρια Κιρπάν, έσφαζαν ανελέητα τους πολυάριθμους εχθρούς αγνοώντας τις πληγές τους.
Πιεζόμενοι ασφυκτικά οι επιζώντες Σιχ υποχώρησαν στο τελευταίο οχύρωμα με διαταγή του λοχία τους, ο οποίος μόνο με το μαχαίρι στο χέρι κάλυψε την υποχώρησή τους πολεμώντας απεγνωσμένα ως το μοιραίο τέλος. Ένας προς ένας οι Σιχ έπεφταν μαχόμενοι. Ο Γκουρμούκ Σινγκ, ο χειριστής του ηλιογράφου είχε απομείνει τελευταίος. Αφού έστειλε το τελευταίο του μήνυμα εφόρμησε μόνος κατά των εχθρών, φωνάζοντας την πολεμική ιαχή των Σιχ (“η νίκη ανήκει σε αυτούς που επικαλούνται τον θεό με καθαρή καρδιά”) σκοτώνοντας 20 πριν τον κομματιάσουν οι Αφγανοί.
Το Σαραγκάρι έπεσε. Όμως οι 21 γενναίοι είχαν σκοτώσει τουλάχιστον 600 αντιπάλους και το κυριότερο είχαν δώσει χρόνο στα άλλα οχυρά να ενισχυθούν. Βρετανοί και Ινδοί τιμούν έως σήμερα την θυσία των λίγων αυτών ανδρών που έβαλαν την τιμή τους πάνω από τη ζωή τους.