«Η αλήθεια δεν είναι ο κατάλληλος τρόπος για να επιτύχει μία εφημερίδα, μία ιστοσελίδα, ένας οικονομικός αναλυτής ή κάποιος συγγραφέας. Μόνο ένα πολύ μικρό ποσοστό των ανθρώπων ενδιαφέρεται για την αλήθεια – ενώ ελάχιστοι είναι πρόθυμοι να την ακούσουν, ειδικά όταν δεν τους συμφέρει. Οι περισσότεροι ενδιαφέρονται για τη δικαίωση των πεποιθήσεων τους, κυρίως των πολιτικών, ή για την επιβεβαίωση των προκαταλήψεων τους – αδιαφορώντας για τη χειραγώγηση τους.
Θέλουν να διαβάσουν αυτό που ήδη πιστεύουν, επειδή είναι παρήγορο, απολαυστικό και καθησυχαστικό. Όταν έρχονται δε αντιμέτωποι με την άγνοια τους εξοργίζονται, θυμώνουν, κλείνουν τα μάτια και τα αυτιά τους.
Εάν θέλει λοιπόν κανείς να επιτύχει σαν συγγραφέας και όχι μόνο, τότε πρέπει να επιλέξει μία ομάδα ατόμων με κοινά χαρακτηριστικά, όπως είναι οι οπαδοί ενός κόμματος ή μίας ιδεολογίας, προσφέροντας τους αυτό που περιμένουν – που ενισχύει τα πιστεύω τους, τις αντιλήψεις και τη νοοτροπία τους, ανεξάρτητα από το εάν είναι αληθινό ή/και αντικειμενικό.
Υπάρχουν παντού και πάντοτε «πνευματικές αγορές» για όλους τους ανθρώπους. Ειδικά στο διαδίκτυο οι επιτυχημένες αναρτήσεις, αυτές που προσελκύουν ανθρώπους και Likes, είναι κυρίως εκείνες που «παίζουν» με τη μία ή με την άλλη ιδεολογία, με το ένα κόμμα ή με το άλλο, με το ένα συναίσθημα ή με το άλλο, με τη μία ομάδα συμφερόντων ή με την άλλη. Προφανώς υπάρχουν εξαιρέσεις βέβαια, αλλά είναι πολύ λίγες, μετρημένες στα δάχτυλα ενός χεριού.
Ο μοναδικός κανόνας επιτυχίας εδώ είναι να περιορισθούν η «αλήθεια» και η «αντικειμενικότητα», σε αυτά που πιστεύει η ομάδα αναγνωστών που υπηρετεί αυτός που γράφει και προβαίνει σε αναρτήσεις – ενώ όλες οι άλλες προσπάθειες είναι καταδικασμένες» (P.C. Roberts με παρεμβάσεις).
.
Άποψη
Όταν αναλύει κανείς αντικειμενικά την οικονομική κατάσταση μίας χώρας, τα μέτρα που λαμβάνει η εκάστοτε κυβέρνηση της, τους νόμους που ψηφίζει, τη διεθνή της δραστηριότητα ή τις διαχειριστικές της ικανότητες, δεν μπορεί να ανήκει σε κάποιο κόμμα – αφού τότε είναι επηρεασμένος και προκατειλημμένος, οπότε δεν υπηρετεί την αλήθεια.
Από την άλλη πλευρά όταν είναι απολύτως συνεπής στις απόψεις του, σταθερός και δογματικός, επίσης δεν υπηρετεί την αλήθεια – αφού ο κόσμος αλλάζει, οι συνθήκες επίσης, οπότε πρέπει να διαφοροποιείται κανείς ανάλογα.
Όταν όμως υπηρετεί κάποιος την αλήθεια και αλλάζει απόψεις όταν αυτό επιβάλλεται από την αλήθεια, εισακούγεται από ελάχιστους ανθρώπους και μειώνεται νομοτελειακά το «ακροατήριο» του – αφού τον εγκαταλείπουν αυτοί που δεν τους συμφέρει η αλήθεια ή που παραμένουν σταθεροί στις απόψεις τους, παρά το ότι οι συνθήκες έχουν αλλάξει.
Επομένως δεν είναι σε θέση να επηρεάσει τη ροή των πραγμάτων, όταν επιδεινώνονται. Ως εκ τούτου, η αλήθεια δεν προσφέρει ούτε στον ίδιο, ούτε στους άλλους – ενώ η μικρή ομάδα που είναι πρόθυμη να την ακούσει, δεν έχει το κρίσιμο μέγεθος για να προωθήσει τις αλλαγές που ενδεχομένως χρειάζονται για την επίτευξη ενός στόχου, αποκτώντας το μόνο στην άκρη-άκρη του γκρεμού.
Εύλογα λοιπόν αναρωτιέται κανείς εάν πρέπει να θυσιάσει την αλήθεια, προς όφελος είτε του εαυτού του, είτε της συμμετοχής του σε μία ομάδα που θα επιλέξει – αφού ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ζώο και όχι μοναχικό. Για παράδειγμα ένα πολιτικό κόμμα, το οποίο θα υπηρετεί με αυτά που γράφει ή εκδίδει – άμεσα ή έμμεσα, όπως συνήθως συμβαίνει. Η ανταμοιβή του εν προκειμένω μπορεί να είναι είτε ηθική, όπως η προσέλκυση περισσότερων αναγνωστών, η κοινωνικότητα κοκ., είτε υλική – για παράδειγμα η οικονομική στήριξη του από το κόμμα, οι διαφημιστικές καταχωρήσεις, η πώληση των βιβλίων του στους «συναδέλφους» οπαδούς του κοκ.
Κάτι ανάλογο ισχύει επίσης για τους πολιτικούς οι οποίοι, αφού επιλέξουν μία ομάδα, μόνο για την αλήθεια δεν ενδιαφέρονται –αφού η αλήθεια δεν εξυπηρετεί σχεδόν ποτέ τους ίδιους ή τους φανατικούς ψηφοφόρους τους, αυτούς δηλαδή που τους οδηγούν στην εξουσία. Επομένως είτε λένε ψέματα, είτε υπεκφεύγουν όταν δεν είναι επαρκώς ετοιμόλογοι ή καλοί ρήτορες – αδιαφορώντας εντελώς για την αλήθεια.
Με τον τρόπο αυτό δημιουργείται σταδιακά το «παρακράτος», με την ευρεία έννοια της λέξης – το οποίο συνήθως αποτελείται από την οικονομική εξουσία, την πολιτική και τη «μιντιακή», καθώς επίσης από ορισμένους άλλους «Θεσμούς». Το παρακράτος αυτό αφενός μεν απομυζεί τη συντριπτική πλειοψηφία των Πολιτών, αφετέρου τους χειραγωγεί, έτσι ώστε να στηρίζουν οι ίδιοι το δήμιο τους – ελπίζοντας να μην υπάρχουν πολλοί άνθρωποι, οι οποίοι να πιστεύουν πως τα αντίπαλα κόμματα είναι πραγματικά αντίπαλα, δεν διαπλέκονται μεταξύ τους, δεν διαφθείρονται και πιστεύουν σε ιδεολογίες ή/και σε αυτά που καθημερινά δηλώνουν.
Μπορεί τώρα να αλλάξει κανείς γνώμη σε αυτούς που είναι τόσο αφελείς, ώστε να πιστεύουν πώς το κράτος δεν κυβερνάται από το εκάστοτε «παρακράτος»; Ότι έχουν τη δυνατότητα να επιλέγουν δημοκρατικά την ανιδιοτελή διακυβέρνηση τους, μέσω των εκλογών; Πολύ δύσκολα, με εξαίρεση έναν μικρό αριθμό ανθρώπων, οι οποίοι όμως δεν είναι σε θέση να αλλάξουν τίποτα, εκτός εάν προηγηθεί μία ολοσχερής καταστροφή – αφού η πλύση εγκεφάλου που υφίσταται καθημερινά το σύνολο της κοινωνίας από το «παρακράτος» είναι παντοδύναμη.
Το ελληνικό «παρακράτος» πάντως δεν κατάφερε να το εξουδετερώσει ούτε το ΔΝΤ – όχι φυσικά από καλοσύνη, αλλά για να πάρει τη θέση του. Πιθανολογούμε εδώ πως δεν θα το κατορθώσει ούτε η Γερμανία – αν και αυτή δοκιμάζει να συνεργαστεί μαζί του για να μπορέσει να το ελέγξει, με στόχο την εξυπηρέτηση των δικών της συμφερόντων.
Βασίλης Βιλιάρδος
http://www.analyst.gr/2017/08/29/i-alitheia-kai-to-parakratos/