Αποτελεί περίπου αξίωμα της στρατηγικής ανάλυσης ότι δεν υφίσταται απόλυτη στρατιωτική ισχύς. Η στρατιωτική ισχύς είναι ένα σχετικό μέγεθος, σε συνάρτηση, μεταξύ άλλων, με το γεωγραφικό περιβάλλον, το είδος της πολεμικής αντιπαράθεσης, τη μεθοδολογία διοίκησης των εμπλεκομένων, τις πολιτισμικές και κοινωνικές τους ιδιαιτερότητες κ.λπ.
Του Δρ. Κωνσταντίνου Γρίβα*
Κατά συνέπεια, η διαμόρφωση ενός πλέγματος στρατιωτικών ικανοτήτων, που θα καλύπτει τις αμυντικές και αποτρεπτικές ανάγκες μιας χώρας, δεν μπορεί να γίνεται με κάποιον «τυφλοσούρτη» αλλά θα πρέπει να οικοδομείται κατόπιν μελέτης των επιμέρους ιδιαιτεροτήτων που ισχύουν στο γεωσύστημα εντός του οποίου η συγκεκριμένη χώρα λειτουργεί.
Αν η παραπάνω είναι μια γενική απαίτηση, ισχύει πολύ περισσότερο για την περίπτωση της σημερινής Ελλάδας για μια σειρά από λόγους. Ο πρώτος εξ αυτών είναι η οικονομική κρίση, η οποία έχει μετατρέψει σε μακρινό όνειρο την εποχή που δαπανούσαμε αφειδώς τεράστια χρηματικά ποσά για μεγάλες αγορές οπλικών συστημάτων, ακόμη και αν, με κάποιον μαγικό τρόπο, η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας εν συνόλω βελτιωθεί εντυπωσιακά μέσα στα επόμενα χρόνια.
Και για να γίνουν ακόμη χειρότερα τα πράγματα, τα εξελιγμένα οπλικά συστήματα, όπως είναι, για παράδειγμα, τα μαχητικά αεροσκάφη, τείνουν να γίνονται ολοένα και πιο ακριβά και κατά συνέπεια καθίσταται ολοένα και πιο δύσκολο να αποκτηθούν αλλά και να συντηρηθούν και να αναπληρωθούν, επιβεβαιώνοντας την τάση που είχε διαβλέψει ο Πωλ Κέννεντι στο ιστορικό του βιβλίο, «Η Άνοδος και η Πτώση των Μεγάλων Δυνάμεων», τη δεκαετία του 80.
Την ίδια στιγμή, η Άγκυρα έχει στα σκαριά ένα τεράστιο εξοπλιστικό πρόγραμμα, το πιο επικίνδυνο κομμάτι του οποίου είναι η ανάπτυξη εγχώριων προηγμένων οπλικών συστημάτων, που απειλούν να διαμορφώσουν μια νέα στρατηγική πραγματικότητα σε βάθος χρόνου στο ελληνοτουρκικό σύστημα.
Η κατάσταση γίνεται δε ακόμη πιο ζοφερή από το ότι η Τουρκία φαίνεται πως παρακολουθεί στενά (σε αντίθεση με την Ελλάδα) τις δραματικές αλλαγές που φέρνουν στην τέχνη, την επιστήμη και την τεχνολογία του πολέμου, μεταλλάξεις των διεθνών γεωστρατηγικών μεγεθών, όπως είναι η λεγόμενη «Πυραυλική Επανάσταση», στην οποία ο γράφων έχει αναφερθεί επανειλημμένως σε προηγούμενα άρθρα του στα «Επίκαιρα».
Για παράδειγμα, έχουμε αναλύσει την πιθανότητα ανάπτυξης κατευθυνόμενων βαλλιστικών πυραύλων που θα μπορούν να προσβάλουν κινούμενα πλοία επιφανείας (ASBM), στα πρότυπα των κινεζικών, όπως και τις τρομακτικές αλλαγές που θα επέφερε στις ισορροπίες ισχύος στο Αιγαίο μια παρόμοια εξέλιξη.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΝΑΓΚΗ ΓΙΑ «ΘΕΩΡΙΑ ΝΙΚΗΣ»
Εν παραλλήλω, η ανατροπή των ισορροπιών ισχύος στο ελληνοτουρκικό σύστημα, που ενδέχεται να διαμορφωθεί τα επόμενα χρόνια, συνδυάζεται με την εμφάνιση μίας νέας Τουρκίας, η οποία φαίνεται πως θεωρεί ως φυσικό της δικαίωμα την σχεδόν απόλυτη κυριαρχία στο Αιγαίο και τη μετατροπή της Κύπρου σε χώρα περιορισμένης κυριαρχίας, που θα υπακούει στα τουρκικά κελεύσματα.
Και αυτό όχι επειδή το θέλει ο «μεγαλομανής» Ερντογάν αλλά διότι έτσι προκύπτει από τη μετάλλαξη του ίδιου του διεθνούς συστήματος σε πολυπολικό, καθώς και από τη διακηρυγμένη φιλοδοξία της Τουρκίας να μετατραπεί σε έναν από τους κυρίαρχους πόλους ισχύος αυτού του συστήματος, κάτι που εν μέρει αποτελεί και αναγκαστική επιλογή έτσι ώστε να δραπετεύσει δια «επίθεσης στον ουρανό» από τα δραματικά εσωτερικά της προβλήματα.
Ήδη, πάντως, η στάση της Άγκυρας έχει διαμορφώσει μια κατάσταση που μπορεί να χαρακτηριστεί «πόλεμος εν αναμονή» με την Ελλάδα και η κατάσταση μάλλον θα επιδεινωθεί στα χρόνια που έρχονται. Κατά συνέπεια, έχουμε ενώπιον μας ένα μείζον πρόβλημα Άμυνας και θα πρέπει να κάνουμε κάτι για αυτό. Φαινομενικά το πρόβλημα δείχνει άλυτο. Στην πραγματικότητα όμως δεν είναι.
Το γεγονός της οικονομικής στενότητας αλλά και η δαιμονοποίηση των εξοπλιστικών προγραμμάτων στη συνείδηση της κοινής γνώμης, οδηγούν αναπόφευκτα στη διαπίστωση ότι δεν μπορούμε να λειτουργήσουμε όπως κατά τη δεκαετία του ‘90 μετά τα Ίμια, επιδιώκοντας μεγάλα εξοπλιστικά προγράμματα συμβατικού χαρακτήρα.
Αντιθέτως, θα πρέπει να προχωρήσουμε σε οικονομικότερες και ίσως σε όχι και τόσο συμβατικές επιλογές, οι οποίες θα βασίζονται στις δραστικές αλλαγές που επισυμβαίνουν στη διεθνή γεωγραφία στρατιωτικής ισχύος, ώστε να επιτύχουμε ισορροπία αλλά – γιατί όχι – και πλεονέκτημα έναντι της Τουρκίας, οικοδομώντας μια στιβαρή αποτρεπτική πρόταση έναντι του τουρκικού αναθεωρητισμού και διαμορφώνοντας μια «Θεωρία Νίκης» (Theory of Victory), στην περίπτωση που η αποτροπή αποτύχει και οι δύο χώρες περάσουν την «πύλη του φρενοκομείου», κατά την ιστορική φράση του Γεωργίου Παπανδρέου.
Και φυσικά, θα πρέπει επίσης να «παντρέψουμε» τις διεθνείς εξελίξεις στην τέχνη, την επιστήμη και την τεχνολογία του πολέμου με τις επιμέρους συνθήκες και ιδιαιτερότητες που κυριαρχούν στο ελληνοτουρκικό σύστημα αντιπαράθεσης, όπως είναι το μεικτό γεωγραφικό περιβάλλον, που συνδυάζει στεριά, θάλασσα και αέρα σε μια αδιαίρετη γεωστρατηγική ενότητα, ή η συμμετοχή και των δύο χωρών στο ΝΑΤΟ, γεγονός που μάλλον θα «καναλιζάρει» την όποια ένοπλη αντιπαράθεση σε ένα εξαιρετικά περιορισμένο χρονικά αλλά υψηλής έντασης πολεμικό επεισόδιο. Ένα είδος μικρού αλλά «πυκνού» πολέμου.
ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΝΑ ΓΙΝΟΥΝ «ΜΕΤΑΛΥΚΕΙΑΚΑ ΚΕΝΤΡΑ»
Είναι επομένως προφανές ότι χρειάζεται μια ρεαλιστική και σε βάθος ανάγνωση των διεθνών εξελίξεων στον χώρο της τέχνης, της επιστήμης και της τεχνολογία του πολέμου, όπως και η διασύνδεσή τους με τις ελληνικές και τις τουρκικές ιδιαιτερότητες. Απαιτείται, κατά συνέπεια, η επένδυση στο πρωταρχικό και θεμελιώδες οπλικό σύστημα, που χωρίς αυτό κάθε άλλη προσπάθεια οικοδομείται πάνω στην άμμο, όσα χρήματα και αν διαθέσεις, όσο προηγμένες τεχνολογίες και αν αποκτήσεις. Αυτό το θεμελιώδες οπλικό σύστημα είναι η εθνική στρατιωτική σκέψη.
Η εγχώρια συλλογική κουλτούρα πολέμου και αποτροπής, η οποία πρέπει να προέρχεται από εμάς και να απευθύνεται σε εμάς και όχι να μας έρχεται «ετοιματζίδικη» από «γκουρού» του εξωτερικού, οι οποίοι προωθούν απόψεις και λύσεις για καταστάσεις και προβλήματα που, στην καλύτερη περίπτωση, θα έχουν μόνο μερική σχέση με τις ελληνικές ιδιαιτερότητες.
Όπως σημειώθηκε ήδη, δεν υπάρχει απόλυτη στρατιωτική ισχύς, ούτε η τέλεια μεθοδολογία μάχης και αποτροπής. Όλα αυτά διαμορφώνονται με βάση κάποιες γενικές αρχές, σε συνάρτηση όμως με τις ιδιαιτερότητες του κάθε γεωσυστήματος. Φυσικά, μπορείς και οφείλεις να μελετήσεις ξένα μοντέλα, τόσο σημερινά όσο και προγενέστερα, δεν υπάρχουν όμως μαγικές λύσεις, ικανές να εφαρμοστούν ως έχουν στα ελληνικά δεδομένα.
Με άλλα λόγια, απαιτείται άμεσα και επιτακτικά η επένδυση στην εγχώρια στρατιωτική επιστήμη. Την οποία στρατιωτική επιστήμη ( ή, για να το πούμε καλύτερα, την στρατιωτική, τη ναυτική και την αεροπορική επιστήμη) στην Ελλάδα υπηρετούν και αναπτύσσουν οι τρεις θεμελιώδεις Ανώτατες Στρατιωτικές Σχολές (ΑΣΕΙ), δηλαδή η Σχολή Ευελπίδων, η Σχολή Ναυτικών Δοκίμων και η Σχολή Ικάρων.
Όπως έγινε όμως γνωστό, ιδιαίτερα μετά την παραίτηση σε ένδειξη διαμαρτυρίας του Κοσμήτορα της Σχολής Ικάρων, καθηγητού Πέτρου Κωτσιόπουλου, η κυβέρνηση αποφάσισε να υποβαθμίσει τα ΑΣΕΙ στο επίπεδο των Εκκλησιαστικών Σχολών και των Σχολών Εμποροπλοιάρχων, συντρίβοντας την όποια δυνατότητα υπήρχε να δημιουργηθεί εγχώρια στρατιωτική σκέψη, δηλαδή το πρωταρχικό και θεμελιώδες οπλικό σύστημα, πάνω στο οποίο θα χτιζόταν μια ρεαλιστική προσπάθεια αντιμετώπισης της εντεινόμενης τουρκικής απειλής. Τόσο απλά.
Βέβαια, υπάρχουν και πολλές ακόμη συνέπειες, άμεσες και εν δυνάμει, για το στράτευμα, τα στελέχη του και τις ελληνικές αμυντικές και αποτρεπτικές ικανότητες που θα προκύψουν από αυτήν την εξέλιξη. Αλλά προσωρινά ας περιοριστούμε σε αυτό.
Στο ότι, δηλαδή, τη στιγμή που η Τουρκία υπερεξοπλίζεται και αναπτύσσει δικά της οπλικά συστήματα, πιθανώς και καινοφανείς πολεμικές μεθοδολογίες, ενώ είναι ξεκάθαρο και ότι επιδιώκει ριζική αλλαγή του status quo στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να υποβαθμίσει περαιτέρω τους ήδη υποβαθμισμένους θεσμούς που θα μπορούσαν να ξεκινήσουν μια προσπάθεια ανατροπής αυτής της κατάστασης, χωρίς να χρειαστεί η Ελλάδα να εισέλθει σε μια ανεξέλεγκτη, «τυφλή» κούρσα εξοπλισμών.
Μια μεγαλεπήβολη εξοπλιστική προσπάθεια, πέραν του ότι είναι μάλλον εκτός της σημερινής οικονομικής και κοινωνικής πραγματικότητας, δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα προσέφερε επαρκείς και αποτελεσματικές λύσεις έναντι της τουρκικής ισχύος, εξαιτίας τόσο των ποσοτικών δεδομένων όσο και ποιοτικών μεταλλάξεων της τουρκικής πολεμικής μηχανής.
Κοντολογίς, μετά την απρόσμενη και αδικαιολόγητη ακαδημαϊκή υποβάθμιση των Ανώτατων Στρατιωτικών Σχολών, η διαμόρφωση μιας εγχώριας στρατιωτικής σκέψης υπονομεύεται, άρα και η αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής καθίσταται πολύ πιο δύσκολη σε βάθος χρόνου.
Μια σειρά από ανατριχιαστικές σκέψεις χτυπάνε την πόρτα του μυαλού ακόμη και του πιο καλοπροαίρετου για τους βαθύτερους λόγους που προέκυψε αυτή η υποβάθμιση, αλλά είναι ακόμη πολύ νωρίς για να πούμε το οτιδήποτε.
Το γεγονός όμως παραμένει ότι με τον νέο νόμο τα ΑΣΕΙ απειλούνται να μετατραπούν σε ένα είδος μεταλυκειακών κέντρων και αυτό είναι ένα πολύ μεγάλο και επικίνδυνο λάθος, με συνέπειες σε βάθος χρόνου που δύσκολα μπορούν να προσδιοριστούν σήμερα.
(*) Ο Κωνσταντίνος Γρίβας είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Γεωπολιτικής στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Διδάσκει επίσης Γεωγραφία της Ασφάλειας στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή στο Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.