«Μεσολόγγι: Χαρά της ιστορίας, Γη επαγγελμένη. Πάνε εκατό χρόνια κι ας πάνε. Η θύμηση άχρονη μπροστά σου θα γονατίζη». Σ’ αυτούς τους λίγους, αλλά τόσο μεστούς στίχους από το ποίημα του «Η Δόξα στο Μεσολόγγι»1, ο Μεσολογγίτης Εθνικός μας ποιητής Κωστής Παλαμάς έκλεισε όλο το μεγαλείο της θρυλικής εποποιίας του Μεσολογγίου. Και τα μεν ανυπέρβλητα πολεμικά κατορθώματα των ανδρείων υπερασπιστών του εξήρθησαν ιδιαίτερα από τους ιστοριογράφους, υμνήθηκαν διθυραμβικά από τους ποιητές και χιλιοτραγουδήθηκαν από τη λαϊκή μούσα. Η τραγική, όμως, μοίρα των αμάχων, και ιδίως το παρατεταμένο και απερίγραπτο δράμα των Read more… γυναικοπαίδων, αν και δεν υπολείφτηκαν σε υπέρτατες θυσίες και δεν υστέρησαν σε απαράμιλλους ηρωισμούς, δεν δικαιώθηκε ανάλογα. Προκειμένου να μας δοθεί η δυνατότητα να διεξέλθουμε, έστω σε αδρές γραμμές, το τεράστιο και ανεξάντλητο, αλλά και σε πολλές περιπτώσεις ανεξιχνίαστο, θέμα της τύχης τους, θα περιοριστούμε σε περίληψη των εκτυλιχθέντων πολεμικών γεγονότων της τελευταίας πολιορκίας.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΠΡΟΗΓΗΘΕΝΤΩΝ Στα μέσα Απριλίου του 1825 καταφθάνουν και πολιορκούν το Μεσολόγγι, για τρίτη2φορά, αμέτρητα ασκέρια Τούρκων και Αλβανών, που έμοιαζαν, κατά τον Κώστα Κρυστάλλη3, «σαν μαύρα σύννεφα βαριά που σβήνουνε τ’ αστέρια», για να καθυποτάξουν αυτούς, που σύμφωνα με τον Σπυρίδωνα Τρικούπη4, «όταν το παν έκλινεν το γόνυ, ήσαν οι μόνοι οι οποίοι ήραν ακλινή την κεφαλήν». Πίσω από τ’ αδύνατα τείχη της πόλης βρισκόταν η δύναμη της Φρουράς, από 4.000περίπου άνδρες. Ήταν μεσολογγίτες, ρουμελιώτες, ηπειροσουλιώτες, Θεσσαλοί, μακεδόνες, καθώς και 6.000 περίπου γυναικόπαιδα. Ο παρών τότε Κοζανίτης Νικόλαος Κασομούλης5, ιστοριογράφος και Αγωνιστής, αναφέρει την αρχή των ταλαιπωριών των τελευταίων με τον αναγκαστικό εκπατρισμό τους: «Αποκλεισθέντες οι Έλληνες εις το Μεσολόγγι, η πρώτη των φροντίς εστάθη να μεταφέρουν ταις φαμελλίαις των όλοι οι φαμελλίται εις Κάλαμον6, ή όπου δύναται ο καθείς και να μείνουν μόνο οι πολεμικοί άνδρες. Τούτο το μέτρον εστάθη το σωτηριωδέστερον και το οποίον έπειτα παραμεληθέν, μας έβλαψεν, όταν επέστρεψαν τα γυναικόπαιδα, καθώς θέλει ιδούμεν». Κι αρχίζει η πολιορκία με αραιά στην αρχή και πυκνά στη συνέχεια πυρά απ’ τα τουρκικά κανονιοστάσια, συνοδευόμενα από δελεαστικές προτάσεις για παράδοση, οι οποίες, με παρελκυστική αρχικά τακτική, τελικά απορρίπτονταν. Στις 8 Ιουνίου, απόπειρα των Τούρκων να πατήσουν τη νησίδα Μαρμαρού7 στη ΒΔ. πλευρά της πόλης αποτυγχάνει.
Ακολουθούν οι πολύνεκρες μάχες του Ιουλίου-Αυγούστου8 με περιφανείς νίκες των Ελλήνων, που κατέληξαν από εκεί και πέρα στη σαφή κάμψη της ορμής του εχθρού. Ήδη από τις 24 Ιουλίου είχε καταπλεύσει και ο Ελληνικός στόλος υπό τον Ναύαρχο Ανδρέα Μιαούλη9, ο οποίος έλυσε τον κλοιό του Οθωμανικού στόλου, ανεφοδίασετους πολιορκούμενους και ανέκτησε τον έλεγχο της λιμνοθάλασσας. Εξουθενωμένος πια ο σκληροτράχηλος Κιουταχής, αναγκάζεται στις 6 Οκτωβρίου ν’ αποσυρθεί στην τελευταία γραμμή των οχυρώσεών του και μέχρι τα ριζά του Ζυγού, αναμένοντας πλέον τη συνδρομή του Αιγύπτιου Ιμπραήμ.
Η ευνοϊκή, όμως, μέχρι τότε έκβαση των επιχειρήσεων, έκανε τους πολιορκημένους να υπερεκτιμήσουν τα αποτελέσματα. Έτσι, δεν είχαν την πρόνοια να εκμεταλλευτούν παραπέρα τις επιτυχίες τους και να εκμηδενίσουν πλήρως τις δυνάμεις του Κιουταχή, σε συνδυασμένη ενέργεια με τα σώματα της υπαίθρου, όπως άλλωστε τους πρότεινε ο έμπειρος και οξυδερκής Καραϊσκάκης10, επικεφαλής των τελευταίων. Και δυστυχώς, η κατάσταση αυτή του εφησυχασμού, της υπερβολικής ευφορίας και απρονοησίας -γνωστά ελαττώματα της φυλής- είχε οδυνηρές συνέπειες, όπως θα δούμε, στην τύχη των αμάχων.
Ο αυτόπτης Κασομούλης σχετικά ιστορεί: «Ο Κος Ιωάννης Μάγερ11, συντάκτης των «Ελληνικών Χρονικών», θερμότερος εις τας πολεμικάς ευτυχίας μας, επήγεν εις Κάλαμον να μετακομίση την φαμελλίαν του. Εκεί εκοινοποίησεν εντόνως τον αποσυρμόν του πολιορκητού, επρόσθεσεν και τον αφανισμόν του, καθώς και την ασφάλειαν εις το εξής του Μεσολογγίου». «Κάθε γυναίκα και τέκνα, οίτινες εξ μήνας δεν είχαν ιδή τους γονείς των και συζύγους, αλλά και άλλοι συγγενείς ενθαρρύνθησαν… και πλήθος φαμελλιών άρχισαν να εισέρχωνται εις το Μεσολόγγι…». «Αι θροφαί άρχισαν να ελαττώνωνται, διότι όλαι αυταί αι νεόφερτοι ψυχαί ζούσαν από τα περισσεύματα των στρατιωτικών μερίδων».
Στο μεταξύ, περί τα τέλη Νοεμβρίου, ο Μιαούλης με τον Ελληνικό Στόλο αναγκάζεται ν’ αποχωρήσει, στερούμενος εφοδίων, ενώ λίγο πριν είχε προτείνει: «να εμβαρκαρίσουν τα γυναικόπαιδα και να τα μεταβιβάσουν (εκ νέου) εις Κάλαμον». Ήταν όμως πια αργά. Οι στερήσεις και οι αναπόφευκτες μειώσεις που είχαν υποστεί τα γυναικόπαιδα μακριά από τα σπίτια τους, έκαναν τους περισσότερους αρχηγούς των οικογενειών να μη θέλουν πλέον να τα αποχωριστούν. Αλλά για τις συνθήκες διαβίωσης των γυναικόπαιδων μακριά απ’ τις εστίες τους, ας δούμε χαρακτηριστικό απόσπασμα, υπό τον τίτλο «Οι Μισολογγίτισσες», από το διήγημα του Διονυσίου Σολωμού12 «Γυναίκα της Ζάκυθος». «…Και εσυνέβηκε αυτές τις ημέρες όπου οι Τούρκοι πολιορκούσαν το Μισολόγγι και συχνά ολημερνίς και κάποτες ολονυχτίς έτρεμε η Ζάκυθο από το κανόνισμα το πολύ. Και κάποιες γυναίκες Μισολογγίτισσες επερπατούσαν τριγύρω γυρεύοντας για τους άνδρες τους, για τα παιδιά τους, για τα’ αδέρφια τους, που πολεμούσαν. Στην αρχή εντρεπόντανε να βγούνε και προσμένανε το σκοτάδι για ν’ απλώσουν το χέρι, επειδή δεν ήσαν μαθημένες… Όταν όμως οι χρείες επερισσέψανε, εχάσανε την εντροπή και ετρέχανε ολημερνίς… Και δεν τους έλεγε κανένας όχι, γιατί οι ρωτήσεις των γυναικών ήτανε τες περισσότερες φορές συντροφευμένες από τες κανονιές του Μισολογγίου και η γη έτρεμε κάτου από τα πόδια μας. Και οι πλέον φτωχοί εβγάνανε το οβολάκι τους και το δίνανε και κάνανε το σταυρό τους κοιτάζοντας κατά το Μισολόγγι και κλαίγοντας…».
Από κει και πέρα, μέσα στην πόλη, παίχτηκε η προτελευταία φάση του δράματος των αμάχων, με την ενεργό συμμετοχή τους στις τρομερές συγκρούσεις των μαχών και στις φοβερές συνέπειες του πολέμου. Παράλληλα, άρχισε σταδιακά να πλανιέται έντονο το φάσμα της πείνας, προάγγελος των όσων δεινών θα συνέβαιναν λίγο αργότερα.
Αλλά, ας ξαναγυρίσουμε στο οδοιπορικό μας. Στις 12 Δεκεμβρίου13, αποβιβάζεται στο Κρυονέρι, ανατολικά του ποταμού Ευήνου, ανενόχλητος ο Αιγύπτιος Ιμπραήμ με 15.000 άνδρες μεταξύ των οποίων 8.400 τακτικού στρατού υπό Γαλλοϊταλούς, κυρίως, Αξιωματικούς εκπαιδευτές. Βλέπει τα αδύνατα τείχη της πόλης, την «φράχτη», όπως περιφρονητικά τα αποκάλεσε, και χλευάζοντας τον Κιουταχή, αναλαμβάνει μόνος του σε 15 ημέρες να επιτύχει, ότι ο τελευταίος σε 8 μήνες δεν είχε κατορθώσει. Οι δικοί μας όμως δίνουν σκληρό μάθημα στον επηρμένο Ιμπραήμ, συντρίβοντας τις σφοδρότατες επιθέσεις του, ώστε εκ των πραγμάτων αναγκάζεται τώρα να ζητήσει τη σύμπραξη του Κιουταχή.
Στις 9 Ιανουαρίου 1826, προσορμίζεται και πάλι με το Στόλο ο Μιαούλης στα νερά του Μεσολογγίου και φέρνει λίγα τρόφιμα. Αυτός όμως έμελλε να είναι και ο τελευταίος ανεφοδιασμός. Αποπλέοντας μέρος του Στόλου στις 17 Ιανουαρίου υπό τον Υπαρχηγό Σαχτούρη, επαναλήφθηκε -χωρίς πάλι αποτέλεσμα- η πρόταση για εκκένωση των γυναικοπαίδων, ενώ στις 25 ακολούθησε και η αποχώρηση των λοιπών πλοίων με τον Μιαούλη.
Στις 16 Φεβρουαρίου14, ο Ιμπραήμ, εξαπέλυσε γενική και αποφασιστική επίθεση, αλλά οι Έλληνες με θαρραλέες νυχτερινές αντεφόδους σε δύο φάσεις κατατρόπωσαν τις δυνάμεις του και τον ανάγκασαν να συνειδητοποιήσει το μάταιο των από ξηρά προσπαθειών τους. Επικεντρώνουν πλέον τις ενέργειές τους οι δύο Αρχηγοί στον ασφυκτικό αποκλεισμό της πόλης κι από τη θάλασσα. Ο εχθρός, κατόπιν, ναυπηγεί μικρά σκάφη για τα αβαθή της λιμνοθάλασσας και στη συνέχεια καταλαμβάνει15 διαδοχικά, μετά από επικό αγώνα των φρουρών τους, τις νησίδες του Βασιλαδίου και του Ντολμά στις 25 και 28 Φεβρουαρίου αντιστοίχως και το Ανατολικό (Αιτωλικό) την 1η Μαρτίου. Ακολουθεί σαν τελευταία αναλαμπή η απαράμιλλη εποποιία της Κλείσοβας16 στις 25 Μαρτίου, όπου οι Αγαρηνοί παθαίνουν πρωτοφανή πανωλεθρία με πάνω από 3.000 νεκρούς και τραυματίες. Αμέσως μετά, φάνηκε μια αμυδρή ελπίδα με την έλευση και πάλι του Στόλου υπό τον άφθαστο Μιαούλη, ο οποίος, όμως, με ελλιπή πληρώματα και ανεπαρκή μέσα, δεν κατορθώνει να λύσει το θαλάσσιο βρόχο των πολιορκητών, ενώ προσπάθεια διείσδυσης μικρών πλοιαρίων στη λιμνοθάλασσα με λίγα εφόδια, τη νύχτα της 1ηςπρος 2α Απριλίου, από τυχαίο γεγονός, αποτυγχάνει.
ΑΠΟΦΑΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΕΣ ΤΗΣ ΕΞΟΔΟΥ
Η πείνα, λοιπόν, αυτός ο αδυσώπητος εχθρός, λυγίζει τα γόνατα των πολιορκημένων. «…Ευρέθησαν πολλοί εις την σκληράν και αναπόδραστον ανάγκην να φάγωσι και ανθρωπίνας σάρκας…» αφηγείται ο Στρατηγός Νικόλαος Μακρής17, γεγονός που σημειώνει και ο Αρτέμιος Μίχος (Οπ.π. σελ. 48).
Γίνονται σ’ αυτές τις κρίσιμες στιγμές δελεαστικές προτάσεις για παράδοση… Κι οι δικοί μας ούτε ν’ ακούσουν. Η αντίστροφη μέτρηση του χρόνου είχε αρχίσει. Και όπως υμνωδεί στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» ο Σολωμός: «Είν’ έτοιμα στην άσπονδη πλημμύρα των αρμάτων, δρόμο να σχίσουν τα σπαθιά κι ελεύθεροι να μείνουν, εκείθε με τους αδελφούς, εδώθε με το χάρο». Έτσι, το πρωί της 6ης Απριλίου συνέρχονται οι Αρχές και παίρνουν την μεγάλη απόφαση να πραγματοποιήσουν Έξοδο, περίπου δύο ώρες μετά το σούρουπο της 10ηςΑπριλίου, Σάββατο του Λαζάρου προς Κυριακή των Βαΐων. Εκτός από τις ρυθμίσεις για την τύχη των λαβωμένων, αρρώστων και αιχμαλώτων, αποφασίζουν προς στιγμήν, σύμφωνα με τον Κασομούλη18: «Να φονεύσωμεν τας γυναίκας και τα μικρά παιδιά επί τω λόγω να μη προδοθούμεν από τα κραυγάς των… και προσέτι δια να μην πέσουν αιχμάλωτοι εις τον εχθρόν». Εξεγείρεται όμως αμέσως η άγια ψυχή του σεβάσμιουΔεσπότη Ιωσήφ των Ρωγών, ο οποίος με αποφασιστική, αλλά και συγκινητική παρέμβαση, αποτρέπει την ανίερη αυτή πράξη και τελικά αποφασίστηκε «οι επιθυμούντες και δυνάμενοι» να ακολουθήσουν τους Εξοδίτες. Κι αρχίζουν πλέον πυρετώδεις οι προετοιμασίες για τη λύτρωση… Οι άρρωστοι, οι λαβωμένοι και οι γέροντες, μεταφέρονται σε ορισμένα γερά σπίτια και τους προμηθεύουν πολεμοφόδια και νερό. Ο Προεστός γέρο-Καψάλης, γυρίζει στις γειτονιές και προσκαλεί όσους ήθελαν να συναχθούν στα Καψαλέικα, όπου ήταν η κύρια μπαρουταποθήκη. Συμπληρώνει ο Κασομούλης: «Έβλεπες έναν αγώνα προετοιμασίας γινόμενον με τόσην αταραξίαν και με γέλια, ώστε ούτε ο έσχατος άνθρωπος δεν εσυλλογίζετο πως έμελλε τάχα να μη σωθή. Και έτρεχαν εις τους δρόμους, άλλοι εδώθεν άλλοι εκείθεν, με τα φανάρια ωσάν τες ημέρες των αγρυπνιών της Μεγάλης Εβδομάδος…».
Μια συγκλονιστική σκηνή, ανάμεσα στις τόσες που διαδραματίστηκαν, δημοσιεύτηκε στο βιβλίο «LesfemmesGrecquesauxdamesFrangaises», Paris 1826, για μια τιμημένη Μεσολογγιτοπούλα, την αρραβωνιαστικιά του Εύδοξου Ζαΐμη, κατά την ώρα του αποχωρισμού από το γέροντα πατέρα της: «…Όταν τον είδα να με φιλή και να φεύγη προς τις συνοικίες που τις είχαν υπονομεύσει, έτρεξα και κρεμάστηκα απ’ το λαιμό του… Μάταια ο αδελφός μου και ο Εύδοξος πολέμαγαν να με ξεκολλήσουν από πάνω του. Τότε, ο πατέρας έβαλε το χέρι μου μέσα στο χέρι του αρραβωνιαστικού μου, μας ευλόγησε, μας φίλησε ύστερα και τους τρεις και χωρίς να πει λέξη, χάθηκε μέσα στο καραβάνι των γερόντων, που τη στιγμή εκείνη πέρναγε από κει δα…».
Αρκετοί άρρωστοι και πληγωμένοι αυτοκτονούν. Ο Γεράσιμος Τζόρνας φράζει με το κορμί του την μπούκα του κανονιού του, την περίφημη «Κοψαχείλα» και την πυροδοτεί. Το ίδιο κάνει και ο Μεσολογγίτης πυροβολητής Γιώργος Ρισάνος πάνω στη ντάπια του. Ο Θανάσης Χινόπωρος σκοτώνει τη μνηστή του και ο Θόδωρος Πετροφίλης τη νέα γυναίκα του και αμέσως μετά αυτοκτονούν, ανήμποροι να ακολουθήσουν τους εξερχομένους.
Στιγμές άφθαστου Εθνικού μεγαλείου ξετυλίγονται19. Η παράδοση στον άπιστο ήταν το μεγαλύτερο αμάρτημα και όπως ψάλλει ο Σολωμός: «Δεν κλαίγαν για το σκοτωμό που θε να σκοτώνονταν μον κλαίγαν για το σκλαβωμό που θε να σκλαβώνονταν» Στο τέλος, μεταλαβαίνουν όλοι των αχράντων μυστηρίων και ανταλλάσσουν ασπασμούς αγάπης, λέγοντας «Καλή αντάμωση στον άλλονε Κόσμο». Και κάποτε έρχεται η μοιραία ώρα «όπου την τρέμει ο λογισμός».
ΣΚΗΝΕΣ ΤΗΣ ΕΞΟΔΟΥ
Η Έξοδος έγινε, κατά την επικρατέστερη εκδοχή, από την ανατολική πλευρά του Φρουρίου σε τρεις κολώνες.20 Τα γυναικόπαιδα περιστοιχιζόμενα κυρίως από Μεσολογγίτες πολεμιστές, που είχαν και τη φροντίδα των φαμελλιών τους, ακολούθησαν, με κάποια εύλογη βραδύτητα, τη δεξιά κολώνα στην άκρη της λιμνοθάλασσας. Η Φρουρά, όμως, όταν άρχισε να βγαίνει, βρέθηκε αντιμέτωπη μ’ έναν εχθρό ο οποίος καραδοκούσε, γιατί «…είχε σπία και ήταν πρεπαράδος…», θα γράψει στον Διονύσιο Ρώμα21 στην Ζάκυνθο στις 17 Απριλίου από τον Κάλαμο ο απεσταλμένος του Γεώργιος Στρούζας, όπως έμαθε «από μερικούς που ερρίχθησαν στο γιαλό με πλοιάρια και ήρθαν εις Πεταλά τέσσαραις ημέρες υστερώτερα». Ο Σπυρομήλιος ακόμη θα προσθέσει: «Εις την αντιπερίταφρον εμποδίσθησαν πολλά γυναικόπαιδα και στρατιώται, διότι είχε πολλήν δυσκολίαν η πέρα όχθη να την ανέβουν… Έσπασεν και η γέφυρα της περιτάφρου και μερικοί εφώναξαν: οπίσω να τρέξωμεν εις τους προμαχώνας… Ταύτα έκαμαν να οπισθοδρομήσουν και να εμβούν πάλιν εις το φρούριον». Εδώ θα επισημάνουμε ότι τα δικά μας σώματα της υπαίθρου, των οποίων ηγείτο οΚώστας Μπότσαρης, που αντικατέστησε δύο μέρες πριν τον άρρωστο Καραϊσκάκη,αδράνησαν και δεν πρόσφεραν την αναμενόμενη βοήθεια προς τους «Εξοδίτες», αν και έγκαιρα είχαν ειδοποιηθεί.
Έτσι, οι μεν έμπειροι πολεμιστές 22, μαζί με ελάχιστα γυναικόπαιδα, ξεπερνώντας με μύριες δυσκολίες τα φονικότατα πυρά του αραβικού Πεζικού έξω απ’ τα τείχη, κατόπιν τη φοβερή επέλαση του αιγυπτιακού Ιππικού στον κάμπο του Μεσολογγίου και τέλος την εξοντωτική ενέδρα επίλεκτων Αλβανών κοντά στο Μοναστήρι του Αη-Συμιού, κατόρθωσαν τελικά, με τη συνδρομή ελαφρών τμημάτων της υπαίθρου, να διασωθούν στο στρατόπεδο της Δερβέκιστας «εκείθε με τους αδελφούς», γύρω στους 1.500 από τις 3.000-3.500 που υπολογίζονταν οι Εξοδίτες. Θανάσης Ραζηκότσικας
Η συντριπτική όμως μάζα των γυναικοπαίδων έμεινε, δυστυχώς, «εδώθε με το Χάρο», γιατί, μέσα στην απερίγραπτη σύγχυση που ακολούθησε και σημαδεύτηκε με το θάνατο του Αρχηγού των Μεσολογγιτών Θανάση Ραζηκότσικα, γύρισαν εσπευσμένα πίσω στη μαρτυρική πόλη, όπου όμως, κατά κακή τους τύχη, ταυτόχρονα είχε εισβάλλει και ο εχθρός απ’ τις αφύλακτες πλέον ντάπιες.
Και συνεχίζεται τώρα η τρομερή σφαγή, που είχε αρχίσει στον κάμπο, με τις ανατινάξεις των παγιδευμένων προμαχώνων και των Μεσολογγίτικων σπιτιών που είχαν ταμπουρωθεί οι άρρωστοι και οι λαβωμένοι. Αρκετές γυναίκες αυτοκτονούν. Πολλά αγόρια πάνω από 12 χρονών σφάζονται. Ακολουθεί ο δαυλός του τραγικούΧρήστου Καψάλη στις μπαρουταποθήκες των Καψαλέικων και μετά η ανατίναξη του ανεμόμυλου στις 12 Απριλίου απ’ τον ηρωικό Δεσπότη Ιωσήφ. Τέλος, όσα γυναικόπαιδα δεν βρήκαν το θάνατο που γύρεψαν στις μπαρουταποθήκες, στα νερά της λιμνοθάλασσας και όπου αλλού αποζήτησαν τη λύτρωση, σύρθηκαν στον εξανδραποδισμό και την ατίμωση.
Το Μεσολόγγι ανυπεράσπιστο πια και παραδομένο στις φλόγες, είναι τώρα ένα τραγικό πυροτέχνημα. Οι Αγαρηνοί δεν αφήνουν από τη λύσσα τους «λίθον επί λίθου». Ας παρακολουθήσουμε τώρα απόσπασμα από την συγκλονιστική περιγραφή για τη σφαγή στον κάμπο από τον Ιταλό γιατρό στην υπηρεσία του Ιμπραήμ, Alfonso Nuzzo Mauro.23 Την αυγή της άλλης μέρας, ο γιατρός διέσχισε το πεδίο της μάχης και μας δίνει ανατριχιαστικές λεπτομέρειες. «Εδώ ένας άντρας πεσμένος καταγής, βουτηγμένος στο αίμα, με τα μαλλιά του ανάκατα, τα γκρίζα μουστάκια ανορθωμένα, μ’ ένα αμούστακο νέο, νεκρό στο πλευρό του. Είναι ένας πατέρας, θύμα της πατρικής αγάπης και του πατριωτισμού του. Εκεί μια ομάδα από σκοτωμένους άντρες, γυναίκες, παιδιά. Ολόκληρη οικογένεια που θερίστηκε μ’ ένα μόνο χτύπημα. Παρακάτω, ένας Αιγύπτιος γρεναδιέρος νεκρός πλάι σ’ ένα νεαρό ζευγάρι. Ένα παλικάρι που κρατάει ακόμα σφικτά το χέρι μιας κοπέλας, ντυμένης με μεταξωτή πουκαμίσα. Έπεσε, υπερασπίζοντάς την. Ένας κλαυθμυρισμός, τράβηξε την προσοχή μου. Μια μάνα νεκρή κρατώντας στα ξυλιασμένα της χέρια ένα μωρό με κατσαρά ξανθά μαλλιά, που μάταια βυζαίνει τον άψυχο μαστό της. Το σεβάστηκε ο θάνατος…».
Τα θύματα είναι αναρίθμητα, γράφει ο γιατρός. Την επομένη της Εξόδου, σύμφωνα με την φιλότουρκο Σικελό Γενικό πρόξενο της Αυστρίας στο Μωριά και στη Ρούμελη, με έδρα την Πάτρα, Αββά Βιτσέντσο Μικαρέλλι24, φορτώθηκαν για την Κωνσταντινούπολη σφραγισμένα σε βαρέλια 7.000 αφτιά και πολλά κεφάλια Αρχηγών αλατισμένα. Για κάθε ζευγάρι αφτιά έπαιρναν οι στρατιώτες 50 γρόσια. Στους νεκρούς αυτούς θα πρέπει να προστεθούν και 1.900 περίπου, που χάθηκαν για διάφορες αιτίες, κατά τη διάρκεια της πολιορκίας και ιδίως το τελευταίο δίμηνο, από τους οποίους τα 4/5 περίπου ανήκαν σε Μεσολογγίτες.
Ακόμη μια εξιστόρηση, για όσα διαδραματίσθηκαν μέσα στο Μεσολόγγι μετά την Έξοδο, έχουμε από τον Γάλλο Jules Planat25: «Τα Αραβικά τμήματα μπήκαν στην πόλη και τότε άρχισε μάχη από τα παράθυρα και πίσω από τους τοίχους, που κράτησε τέσσερις ώρες. Μερικές οικογένειες που είχαν συγκεντρωθεί σε υπονομευμένα σπίτια, ανατινάχθηκαν παρασύροντας στον θάνατο πολλούς Αιγυπτίους… Η φωτιά, οι μπάλες των κανονιών, οι βόμβες και οι ανατινάξεις των υπονόμων είχαν μεταβάλλει αυτήν την πόλη σε σωρό από καπνίζοντα ερείπια, ανακατωμένα με πτώματα και διαμελισμένα κορμιά, τάφο ενός τραγικού ηρωισμού». Τεράστιες, όμως ήταν και οι Τουρκοαιγυπτιακές απώλειες. Κατά τον Auguste Fabre26,ο Ιμπραήμ έχασε το μισό στρατό του στην πολιορκία του Μεσολογγίου. Επίσης, κατά τον Seve Vingtrinier27, «Είκοσι χιλιάδες Τούρκοι χάθηκαν εκεί και οκτώ χιλιάδες Αιγύπτιοι έμειναν στους νοσηρούς βάλτους». Ακόμη και ο Άγγλος φιλέλληνας Συνταγματάρχης Thomas Gordon28 θα σημειώσει πως, όταν ο Ιμπραήμ διαπεραιώθηκε από το Μεσολόγγι στην Πάτρα και επιθεώρησε το τακτικό στράτευμά του, διαπίστωσε ότι από τους 8.000-10.000 άνδρες, είχαν απομείνει μόνο 3.500.
Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΟΠΑΙΔΩΝ
Με την νυχτερινή Έξοδο, τη σφαγή στον κάμπο και την μέχρι αυτοθυσίας αντίσταση μέσα στο Μεσολόγγι, τελείωσε η πρώτη φάση του ολέθρου και άρχισε η σκοτεινή τραγωδία των 6.000 περίπου αιχμαλωτισθέντων γυναικοπαίδων. Την άλλη κιόλας μέρα στήθηκε σκλαβοπάζαρο. Θα το επισκεφτεί ο γνωστός μας πλέον γιατρός Nuzzo Mauro. Η αγοραπωλησία γινόταν στο στρατόπεδο του Κιουταχή. Είδε μια ατελείωτη φάλαγγα από γυναίκες και παιδιά να πωλούνται ως δούλοι και διηγείται: «Ήταν τόπος πόνου και απελπισίας. Εκεί εξεταζόταν το ανθρώπινο εμπόρευμα σε όλα τα σημεία του σώματος ακόμη και στα πλέον απόκρυφα, πριν καθορισθεί η τιμή. Ο αγοραστής ψηλάφιζε το εμπόρευμα κι αν του άρεσε πλήρωνε και το έπαιρνε. Έτσι, η αδελφή χωριζόταν από τον αδελφό και το παιδί από τη μητέρα. Το παιδί αρπαζόταν δυνατά από τα φορέματά της. Ο αγοραστής έσερνε βίαια τη μάνα κι ένας άλλος το παιδί. Με τα μάτια στεγνά πια από δάκρυα η μητέρα, αγκομαχώντας από την εξάντληση, τον φόβο και την κακομεταχείριση, έβλεπε με ένα πνιχτό λυγμό το παιδί της ν’ απομακρύνεται κλαίγοντας κι απελπισμένο».
Φεύγοντας ο γιατρός από την κατεστραμμένη πόλη και κλείνοντας την αφήγησή του, θα αναφωνήσει συντετριμμένος: «Addio, addio per sempre citta infelice, culla di Eroi, ma abisso d’ infortunio, e di desolazione». (Αντίο, αντίο για πάντα άτυχη πόλη, λίκνο ηρώων, αλλά άβυσσος δυστυχίας και ερημώσεως). Αιγύπτιοι, Τούρκοι και Αλβανοί διαμοιράστηκαν τα γυναικόπαιδα, τα οποία υπέστησαν ανήκουστα μαρτύρια και υποβλήθηκαν σε ανομολόγητους εξευτελισμούς, πριν καταλήξουν σε διάφορα μέρη του τότε Οθωμανικού Κράτους. Συναφές με τα παραπάνω είναι και ανέκδοτο έγγραφο29, συντεταγμένο στον Κάλαμο στις 5 Αυγούστου 1828 και υπογεγραμμένο από επιφανείς Μεσολογγίτες, που υποβλήθηκε στον Κυβερνήτη Ι. Καποδίστρια, σε συνέχεια σχετικής προκηρύξεώς του στις 26 Μαΐου 1828.
Το έγγραφο επιγράφεται «Ο ΔΥΝΑΤΟΣ ΚΑΙ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΙΚΩΤΕΡΟΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΑΝΑΖΗΤΟΥΜΕΝΩΝ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΤΩΝ ΑΙΧΜΑΛΩΤΩΝ». Σε αυτό περιλαμβάνονται 1582 ονόματα αιχμαλώτων, από τα οποία τα 944 ανήκουν σε Μεσολογγίτες, ενώ παραπλεύρως αναγράφεται η ηλικία και ο (πιθανός) τόπος κρατήσεώς τους. Εδώ θα προσθέσουμε, ότι ο Καποδίστριας το θέρος του 182830 επισκέφθηκε στον Κάλαμο τους εκεί καταφυγόντες και παρέδωσε στον Άγγλο διοικητή 25.000 γρόσια για κάλυψη αμέσων αναγκών. Όμως, λίγο αργότερα, τον Σεπτέμβριο, οι Άγγλοι, προφανώς θιγέντες από αυτήν την χειρονομία, επέστρεψαν το ποσό με την παρατήρηση ότι μπορούσαν οι ίδιοι να φροντίζουν τους πρόσφυγες. Μάλιστα, δεν αρκέσθηκαν σ’ αυτό, αλλά τον Οκτώβριο του 1828 εκκένωσαν το νησί από τους πρόσφυγες και τους μετέφεραν στην Πελοπόννησο και ιδίως στα περίχωρα της Πάτρας.
Όπου όμως και αν σύρθηκαν τα σκλαβωμένα γυναικόπαιδα έζησαν πάντοτε με το όνειρο του γλυκού νόστου στις πατρογονικές τους εστίες. Τα τυχερότερα κατάφεραν τα αμέσως επόμενα χρόνια να απελευθερωθούν, είτε δραπετεύοντας από την αιχμαλωσία, είτε καταβάλλοντας λύτρα. Και μέχρι να ελευθερωθεί η γενέτειρά τους, άρχισαν άλλα να συγκεντρώνονται στα διάφορα νησιά του Ιονίου και κυρίως στον Κάλαμο και άλλα να καταφθάνουν στο Ναύπλιο, τον Πόρο, την Αίγινα και την Τροιζήνα. Πολλά βρέθηκαν μετά από αρκετά χρόνια κατόπιν επιμόνων αναζητήσεων των οικείων τους, ενώ άλλα είτε χάθηκαν είτε βίαια εξισλαμίστηκαν. Το καθένα είχε τη δική του τραγική ιστορία.
Ανάμεσα στις απειράριθμες τραγικές περιπτώσεις που ακολούθησαν το χαλασμό, είναι και το κατωτέρω αποτρόπαιο θέαμα, που περιγράφει ο Μεσολογγίτης ιστορικός Κωστής Στασινόπουλος31: «Τον μακαρίτη πατέρα μας, οκταετή όντα και μη δυνάμενον να περιπατήση, τον έβαλαν εις τα οπίσθια ζώου, απέναντι της κεφαλής του πατρός του, η οποία ευρίσκετο (εντός καλάθου) υπεράνω της σωρού των άλλων κεφαλών».
Επίσης, μια μικρή τραγωδία αναδύθηκε πρόσφατα απ’ το αρχείο Καποδίστρια32, εξ αφορμής επιστολής με ημερομηνία 6 Σεπτεμβρίου 1826, απευθυνόμενης προς τον Βιάρο Καποδίστρια, αδελφό του Κυβερνήτη, από τον Κερκυραίο ευγενή Ανδρέα Μουστοξύδη, που είχε στείλει από την Βενετία. Εκεί, στις αρχές του ιδίου μήνα, είχε καταπλεύσει ένα μικρό πλοίο κάποιου Νικολάου Πόβιτς απ’ τη Δαλματία, στο οποίο βρισκόταν ένα μικρό Ελληνόπουλο ηλικίας 3-4 ετών ζωηρότατο, ξανθό, με γαλανά μάτια, που το είχε αγοράσει στην Πρέβεζα, λίγο μετά την Έξοδο του Μεσολογγίου. Η Ελληνική Κοινότητα της Βενετίας και προσωπικά ο Μουστοξύδης, επιδίωξαν επίμονα να εξαγοράσουν το παιδί, πλην ανεπιτυχώς, επειδή σύμφωνα με τα εκεί ισχύοντα, ο Πόβιτς θα ήταν υποχρεωμένος να το παραδώσει, μόνο αν το ζητούσαν οι γονείς του. Ο Μουστοξύδης, δεν έχασε χρόνο και έγραψε αμέσως στον Βιάρο Καποδίστρια. Ο τελευταίος με τη σειρά του, παρακίνησε 32 γυναίκες πρώην σκλάβες απ’ το Μεσολόγγι, που είχαν καταφύγει τότε στην Κέρκυρα μαζί με 200 περίπου παιδιά, οι οποίες είχαν χάσει κατά την άλωση της πόλης παιδιά ή ανήψια, να ορίσουν με συμβολαιογραφική πράξη, σαν επίσημο έγγραφο, πληρεξούσιό τους τον Μουστοξύδη για την απόδοση του παιδιού, όπου μεταξύ των άλλων, ο Κερκυραίος Νοτάριος (συμβολαιογράφος) προέβλεψε: «…Ας το ζητήση ως τέκνον μας ημών, να το ζητήση ως συγγενή μας, εάν δεν είναι τέκνον μας, ας το ζητήση ως υιόν την κοινής ημών πατρίδος και ας διεγνωρισθεί ως χρέος και δίκαιον εδικόν μας, το να αναθρέψωμεν ημείς εις την θρησκείαν μας κατά τα έθιμά μας, ταύτα τα αδύνατα μέλη ατύχου λαού κοινής πατρίδος».
Ατυχώς, στην αλληλογραφία δεν φαίνεται αν ευοδώθηκε η προσπάθεια αυτή. Σχετικές πληροφορίες έγραψαν και ο Γάλλος διπλωμάτης, περιηγητής και Φιλέλληνας Σαρλ Ντεβάλ, ο Ερρίκος Τράιμπερ, Γερμανός γιατρός και αυτός του Βύρωνα, ο Φιλέλληνας Αμερικανός γιατρός Σάμουελ Γκρίντλεϋ Χάου κ.α. ΕΠΑΚΟΛΟΥΘΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ
Το έπος της άμυνας και της Εξόδου της ηρωικής φρουράς του Μεσολογγίου, αλλά κυρίως τα δεινοπαθήματα και ο αφανισμός των αμάχων, αφ’ ενός μόνοιασαν τους Έλληνες και αφ’ ετέρου αφύπνισαν τον πολιτισμένο κόσμο και αναζωπύρωσαν τον λανθάνοντα φιλελληνισμό. Και έτσι φτάσαμε33 αρχικά στο Πρωτόκολλο της Πετρουπόλεως στις 24 Απριλίου 1826, μετά στη Συνθήκη του Λονδίνου στις 6 Ιουλίου 1827, κατόπιν στη ναυμαχία του Ναβαρίνου στις 8/20 Οκτωβρίου 1827 και τελικά στην απελευθέρωση της Πατρίδας μας. Δεν είναι υπερβολή εάν λεχθεί ότι απ’ την τέφρα του Μεσολογγίου, η Ελλάδα αναγεννήθηκε σαν τον Φοίνικα.
ΠΑΛΙΝΝΟΣΤΗΣΗ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ
Τα σοβαρά παράπονα που οι Μεσολογγίτες εκφράζουν από τα χρόνια της Εθνικής μας παλιγγενεσίας για την Κρατική αστοργία, έχουν ισχυρότατα ερείσματα και δεν οφείλονται σε μεμψίμοιρη διάθεση. Αρχικά, πέρα από την αποδεδειγμένη εγκατάλειψη της πόλης κατά την περίοδο της πολιορκίας, από όσα οι κατά καιρούς Εθνοσυνελεύσεις κατά την διάρκεια της Επανάστασης ψήφισαν για την ενίσχυση των απομεινάντων από την ηρωική φρουρά,δεν δόθηκε σχεδόν τίποτε, ενώ οι αναγνωρισμένες οφειλές με τις ίδιες αποφάσεις προς τα ναυτικά νησιά, καταβλήθηκαν στο ακέραιο. Έτσι, τα γυναικόπαιδα που κατέφθαναν απ’ την αιχμαλωσία, βυθισμένα τα περισσότερα στην ορφάνια και βουτηγμένα σε παντελή ένδεια, υποχρεώθηκαν να προσφύγουν στην υποβολή ταπεινωτικών αναφορών και να επαιτούν αντί να απαιτούν την κυβερνητική μέριμνα. Από τα «Ιστορικά Έγγραφα Μεσολογγιτών της Εξόδου» 1826 – 183334 των Γενικών Αρχείων του Κράτους, αναδύεται σε όλη την τραγικότητά του το δράμα τους.
Ας ακούσουμε ένα: «(Γ.Α.Κ. Γενική Γραμματεία, φ. 244) Εξοχώτατε, Η υποφαινομένη είμαι Μεσολογγίτισσα. Ο άνδρας μου και τα αδέλφια μου εσκοτώθησαν όλοι, οι μεν εις την πολιορκίαν, οι δε εις την Έξοδον Μεσολογγίου, εγώ δε με μίαν ανήλικον κόρην μου ηχμαλωτίσθημεν και εφέρθημεν εις Αλεξάνδρειαν. Ήδη δε ελευθερωθείσαι με την βοήθειαν του Θεού ήλθομεν ενταύθα ομού με την κόρην μου, αλλά γυμναί, υστερούμεναι το ψωμί και αυτής της ημέρας. Επιθυμούμεν να υπάγωμεν εις την πατρίδα μας και δεν έχομεν τα έξοδα, μήτε το ψωμί του δρόμου. Όθεν προστρέχω μετά δακρύων εις το έλεος της Σεβαστής Κυβερνήσεως, παρακαλούσα να λάβη οίκτον να μας οικονομήση διά να υπάγωμεν και εις την πατρίδα μας. Υποσημειούμαι με σέβας βαθύτατον. Την 24 Ιουνίου 1830 Η ταπεινή δούλη σας Ναύπλιον Πανώρια Μαλακασοπούλα»
Στη συνέχεια, το Μεσολόγγι ελευθερώθηκε στις 2 Μαΐου 1829, ύστερα από συνθήκη 35 με τους Τούρκους. Σ’ αυτή προβλέφθηκε ειδική μέριμνα για την απελευθέρωση των σκλαβωμένων γυναικοπαίδων, στις ακόλουθες δύο από τις οκτώ παραγράφους: «Ε. Αφού έμβουν εις τα πλοία αι φαμελίαι, θέλουν διορισθή εκ μέρους του πληρεξουσίου τοποτηρητού (πρόκειτο περί του Αυγουστίνου, αδελφού του Ιωάννη Καποδίστρια) δύο γυναίκες να εξετάσουν με ακρίβειαν και όσαι γυναίκες θέλουν να μείνουν με τους Οθωμανούς μένουν με αυτούς, όσαι δε, θελήσουν να μείνουν με τους Χριστιανούς να μείνουν με αυτούς. Εάν καμμία από εκείνας όπου μείνουν με τους Έλληνας έχη παιδί, ομολογούμενον από την ίδιαν την μητέρα ότι είναι από Οθωμανόν, να το κρατή ο πατήρ του.
ΣΤ. Τα ανήλικα είτε είναι θηλυκά είτε αρσενικά όντα λιγώτερον των 14 ετών, εάν είναι και Τουρκευμένα, να κρατώνται από τους Έλληνας χωρίς να εξετάζεται η θέλησίς των τα οποία υπόσχονται οι Οθωμανοί να φανερώσουν όλα και, αν ευρεθή κανένα χωρίς να απαραστήσουν ή θέλοντες να το περάσουν δια Τούρκον, θέλουν είναι παραβάται της συνθήκης».
Γίνεται αντιληπτό τι σκοτεινές τραγωδίες κρύβονται πίσω από τις παραπάνω γραμμές. Αλλά οι διαμαρτυρίες των Μεσολογγιτών για την κυβερνητική αδιαφορία δεν σταματούν εδώ, ούτε θεραπεύονται οι ανάγκες τους. Έτσι η Αθηναϊκή εφημερίδα «Αθηνά», στις 28 Αυγούστου 1843, υπό τον τίτλο «Οι Μεσολογγίται Αδικούμενοι», γράφει μεταξύ άλλων: «…κανείς δεν αδικείται αν δώσωμεν εις τους Μεσολογγίτας τα πρωτεία· πολεμισταί και εργάται συγχρόνως, καθ’ όλην την πολιορκίαν, οι Μεσολογγίται εφάνησαν ανώτεροι παντός άλλου, εκ των οποίων προσεφέρθησαν θύματα 800 άνδρες, πενθηφορήσαντες δια παντός τας πολυστενάκτους οικογενείας των… Αι θυγατέρες και αι πολλά παθούσαι των Μεσολογγιτών μητέρες δεν ευρίσκουσι χάριν ενώπιον των σημερινών υπουργών…». Η υποβάθμιση της πόλης έφερε τον ξενιτεμό και την πληθυσμιακή στασιμότητα που συνεχίζονται μέχρι τις ημέρες μας. Παρατίθεται ενδεικτικό στοιχείο από δημογραφική μου έρευνα για την εξέλιξη του πληθυσμού των πόλεων του Νομού Αιτωλ/νίας: 1861: Αγρίνιο 5579, Μεσολόγγι 7763. 1961: Αγρίνιο 21714, Μεσολόγγι 12624.
Ύστερα από όσα εν συντομία εκθέσαμε και ανεξάρτητα από την Κρατική αστοργία, μέσα στους κλυδωνισμούς της εποχής μας, στη θύελλα των συμφερόντων και επιβουλών, προβάλλει σαν φωτεινό ορόσημο η εποποιία του Μεσολογγίου, η οποία εκτός απ’ την επιτακτική ανάγκη για Εθνική ομοψυχία και αρραγή ενότητα, θα εμπνέει πάντοτε κάθε αγώνα για ελευθερία και ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Και θα κλείσουμε, με μια ανέκδοτη σημείωση στα ιταλικά που συνοδεύει τους «Ελευθέρους Πολιορκημένους» ο Εθνικός μας βάρδος Διονύσιος Σολωμός, κατά την οποία: «Durrano con fermezza gli assediati e non cedono, lode ai perdenti, nessun ai vincitori» δηλαδή «Κρατούν γερά οι πολιορκημένοι και δεν υποκύπτουν. Δόξα σ’ αυτούς τους ηττημένους, καμία σ’ εκείνους τους νικητές». Με άλλα λόγια, οι αληθινοί νικητές δεν είναι οι πιο ισχυροί σε υλικά μέσα, αλλά αυτοί που ελεύθερα θυσιάστηκαν για ένα δίκαιο σκοπό. Αυτό είναι το διαχρονικό μήνυμα που άφησε το Μεσολόγγι, όχι μόνο στο Έθνος μας, αλλά και σε ολόκληρη την Οικουμένη.