ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΛΙΣΤΑΣ ΣΕΛΙΔΩΝ

Τρίτη 18 Απριλίου 2017

Η Ελλάδα στον «καταραμένο κύκλο»



Ευρώ


Ολόκληρη η διαχείριση της ελληνικής κρίσης από το 2010 μέχρι σήμερα, 2016, βασίζεται σε υπαιτίως λανθασμένη διάγνωση, με συνέπεια να εφαρμόζεται εξίσου υπαιτίως λανθασμένη συνταγή και η χώρα, μοναδική περίπτωση στην υπερχρεωμένη ευρωπαϊκή περιφέρεια, να μην εξέρχεται από την κρίση, αλλά αντίθετα να βυθίζεται όλο και περισσότερο σ’ αυτήν. Στο διάστημα της τελευταίας εξαετίας, οι κυβερνήσεις αλλάζουν, οι σημαίες και τα χρώματα μεταβάλλονται, αλλά η κατάσταση της χώρας δεν παύει να επιδεινώνεται, αφού η υπαίτια εφαρμοζόμενη συνταγή παραμένει ίδια και απαράλλαχτη.
Γιατί άραγε οι άλλες υπερχρεωμένες χώρες της ευρωζώνης (Ιρλανδία, Πορτογαλία, Κύπρος και Ισπανία) που βρέθηκαν σε παρόμοια θέση με την Ελλάδα κατορθώνουν και αποκαθιστούν σήμερα κάποια σταθερότητα, ενώ η χώρα μας παραμένει σταθερά στον φαύλο κύκλο της αστάθειας και χωρίς προοπτική εξόδου από αυτήν; Στο εύλογο αυτό ερώτημα απαντά χωρίς περιστροφές ο υπερσυντηρητικός Μοχάμεντ Ελ Εριάν, διευθυντικό στέλεχος της μεγαλύτερης αμερικανικής χρηματιστηριακής εταιρείας PIMCO. Όταν η πολιτική της λιτότητας αποσπά υπέρμετρους πόρους από το εσωτερικό της υπερχρεωμένης χώρας υπέρ των δανειστών, αυτό ονομάζεται «καταραμένος κύκλος» (malediction) που μοιραία εξωθεί την οικονομία σε συνθήκες ασφυξίας. «Για την αδιάκοπη κατολίσθηση της ελληνικής οικονομίας και το συνεχιζόμενο έλλειμμα κάθε προοπτικής απεμπλοκής από αυτήν ευθύνονται τα πιο σκληρά στην ιστορία προγράμματα λιτότητας που εφαρμόζονται σε αυτή τη χώρα κατά την τελευταία εξαετία».
Σε όλες τις περιπτώσεις υπερχρεωμένων χωρών, ακόμη και στην υπερχρεωμένη Καλιφόρνια, ελήφθη μέριμνα οι περικοπές δαπανών και εισοδημάτων να μην υπερβούν το 15% και μάλιστα να αποκατασταθούν έπειτα από μια τριετία, ώστε να μην πληγεί ανεπανόρθωτα ο κινητήρας της ανάπτυξης, αναγκαίος για τη δημιουργία πρόσθετου νέου εισοδήματος, ώστε η εξυπηρέτηση του χρέους να εξασφαλίζεται χωρίς η οικονομία να συρρικνώνεται.
Στην Ελλάδα συνέβη το ακριβώς αντίθετο, σε μετωπική σύγκρουση με κάθε οικονομική λογική, με κάθε οικονομική θεωρία και κάθε ιστορική εμπειρία. Ο χρηματιστής συμπληρώνει τη διάγνωσή του, τονίζοντας ότι για την ελληνική περίπτωση δεν αρκεί κάποιο διαφορετικό μείγμα μέτρων, αλλά επιβάλλεται κυρίως «διαφορετικού τύπου προσέγγιση». Προτεραιότητα πρέπει να είναι η εξασφάλιση της σταθερότητας και η επιστροφής στην ανάπτυξη, ώστε να μπορέσει έτσι και το χρέος να αποβεί εξυπηρετήσιμο, έπειτα από την αναγκαία σοβαρή απομείωσή του.
Στην ομοιοπαθή Ισπανία, ο υπερσυντηρητικός πρωθυπουργός Ραχόι αρνήθηκε μέχρι τέλους να εντάξει τη χώρα του σε μνημονιακό πρόγραμμα. Παράλληλα, αντί να μειώσει τις συντάξεις, τις αύξησε κατά 15%, αποδεχόμενος σχετική συμφωνία των κοινωνικών εταίρων. Το παράδειγμά του ακολούθησε και η συντηρητική κυβέρνηση της Πορτογαλίας, παρά την ένταξή της σε μνημονιακό πρόγραμμα.
Το αποτέλεσμα αυτής της επιλογής ήταν ότι έπειτα από μια αποσταθεροποιητική τριετία, οι δύο χώρες της Ιβηρικής εμφανίζουν θετικούς ρυθμούς. Όμως, ο Ραχόι επέμεινε επίσης μέχρι τέλους στον διαχωρισμό ανάμεσα στο τραπεζικό και το καθαρά δημόσιο χρέος. Αντίθετα, στη χώρα μας η βοήθεια που δίδεται προς τις ελληνικές τράπεζες από τον ευρωπαϊκό μηχανισμό ESM συνεχίζει να διέρχεται από το ελληνικό κράτος και να προστίθεται έτσι στο δημόσιο χρέος. Εάν παρόμοιος διαχωρισμός χρεών εφαρμοζόταν και στην ελληνική περίπτωση, τότε το ελληνικό δημόσιο χρέος από 180% του ΑΕΠ, που εμφανίζεται σήμερα, θα περιοριζόταν σε επίπεδα κατώτερα του 100%.
Στην Ελλάδα συμβαίνει αυτό που περιέγραφε στο παρελθόν η βρετανική εφημερίδα Independent: οι τράπεζες, αφού απέσπασαν κάθε είδους στήριξη από το κράτος, προκειμένου να σταθεροποιηθούν, στη συνέχεια το κατηγόρησαν ως «σπάταλο και διεφθαρμένο». Φυσικά, οι κατηγορίες ήσαν ακριβείς, αφού οι μεταφορές πόρων από την οικονομία προς τις τράπεζες πραγματοποιήθηκαν πάντοτε και χωρίς εξαίρεση υπό συνθήκες «σπατάλης και διαφθοράς». Ωστόσο, μολονότι ακριβείς, παραμένουν ανειλικρινείς, καθότι αποκρύπτουν ότι οι από τη σπατάλη και διαφθορά» επωφελούμενοι είναι ακριβώς οι ίδιοι οι κατήγοροι.
Στην Ελλάδα, οι «διασώσεις» τραπεζών δεν περίμεναν τα μνημονιακά προγράμματα για να ενεργοποιηθούν. Εμφανίστηκαν ήδη από το 2009, επί υπουργίας Αλογοσκούφη. Μέχρι σήμερα, έχουν πραγματοποιηθεί τουλάχιστον τέσσερις ανακεφαλαιοποιήσεις, οι οποίες συμποσούνται σε δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ, χωρίς από την άλλη πλευρά η οικονομία να επωφελείται, έστω και κατ’ ελάχιστον, από την υποθετική σταθεροποίηση του τραπεζικού συστήματος και ειδικά των τεσσάρων συστημικών τραπεζών.
Η ανακεφαλαιοποίηση θεωρήθηκε «επιτυχής». Εν τούτοις, οι τράπεζες έχουν παύσει να χρηματοδοτούν την οικονομία, είτε την κατανάλωση των νοικοκυριών είτε τις επιχειρήσεις. Επικαλούνται δικαιολογημένα τον υψηλό κίνδυνο χρηματοδοτήσεων σε συνθήκες «χρεοκοπημένης οικονομίας». Ωστόσο, εάν η ελληνική οικονομία εξωθείται σήμερα σε συνθήκες χρεοκοπίας, αυτό σε μεγάλο βαθμό οφείλεται και στις τεράστιες αφαιμάξεις ρευστότητας που συνεχίζει να υφίσταται με αιτιολογία τη σταθεροποίηση του τραπεζικού συστήματός της.
Βεβαίως, οι ανακεφαλαιοποιήσεις δεν πραγματοποιούνται μόνον με ελληνικό χρήμα που αφαιρείται από την ήδη ανεπαρκή ρευστότητα της ελληνικής αγοράς. Χρηματοδοτείται και με ευρωπαϊκό χρήμα, το οποίο όμως προστίθεται και επιβαρύνει όλο και περισσότερο το δημόσιο χρέος και μάλιστα ως ποσοστό του ΑΕΠ, το οποίο δεν παύει να συρρικνώνεται. Πρόσθετη συνέπεια αυτού είναι το χρέος, ακόμη και αν παραμείνει σταθερό σε απόλυτα μεγέθη, να συνεχίζει να διογκώνεται ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Σε κάθε περίπτωση, η προτεραιότητα στις ανακεφαλαιοποιήσεις αποβαίνει μοιραία για την οικονομία: είτε με ελληνικό χρήμα, είτε με ευρωπαϊκό, αποδυναμώνουν την οικονομία, επιβαρύνουν το δημόσιο χρέος, δηλαδή αποδυναμώνουν δύο φορές την οικονομία. Η χώρα βρίσκεται πλέον παγιδευμένη σε έναν πραγματικό και χωρίς τέλος «καταραμένο κύκλο», πράγμα που επιτρέπει στους εξ αυτού επωφελούμενους να ενοχοποιούν τα θύματά τους και να τα επιβαρύνουν με τις δικές τους ευθύνες για τη σημερινή κρίση.
Επικαλούνται τις χρόνιες από το απώτερο παρελθόν παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας, προκειμένου να συγκαλύπτουν τις σημερινές, από τις οποίες οι σημερινοί τιμητές είναι και οι επωφελούμενοι. Ενώ παράλληλα η διεισδυτικότητα της άρχουσας ιδεολογίας οδηγεί τα εκατομμύρια των θυμάτων στην αυτομαστίγωση. Με το υποκριτικό αφήγημα του υπερκαταναλωτισμού για την οκταετία που προηγήθηκε της κρίσης, ενοχοποιούνται οι εργαζόμενοι και τα νοικοκυριά. Παράλληλα, συγκαλύπτεται ο καθοριστικός ρόλος των τραπεζών και των διαπλεκόμενων βουλιμικών κεφαλαίων στο μεγάλο πάρτι που έλαβε χώρα.
Στη διάρκεια της οκταετίας 2001-2008, με την οικονομία να καταγράφει μέση ετήσια αύξηση 4,2%, οι πραγματικές αμοιβές των εργαζομένων δεν αυξήθηκαν παρά μόνον με 1,74% μέσο ετήσιο ρυθμό, ενώ τα κέρδη του κεφαλαίου εκτινάχθηκαν με μέση ετήσια προσαύξηση 8%. Κατά την ίδια περίοδο, η συνολική εθνική κατανάλωση, ως ποσοστό του ΑΕΠ, δεν αυξήθηκε. Αντίθετα, συμπιέστηκε από 63% σε 60%. Παράλληλα, οι ξέφρενες επενδύσεις σε κεφαλαιακούς εξοπλισμούς εκτινάχθηκαν από 19,8% του ΑΕΠ το 2000 σε 26% το 2008.
Στο επίμαχο διάστημα, η Ελλάδα αναδείχτηκε πρώτη χώρα στην Ευρωζώνη όχι σε υπερκαταναλωτισμό, αλλά σε επενδύσεις, με ρυθμό 3,5 φορές ανώτερο από τον αντίστοιχο μέσο όρο της Ευρωζώνης. Κατά την κρίσιμη περίοδο που προηγήθηκε της σημερινής κρίσης, η Ελλάδα δεν υπήρξε καθόλου θύμα κάποιου υποθετικού υπερκαταναλωτισμού, αλλά κυρίως θύμα μιας «άγριας, αρπακτικής και αναρχούμενης» κεφαλαιοποίησης, που στη συνέχεια βρέθηκε απρόσμενα στο κενό με το ξέσπασμα της αμερικανικής και διεθνούς κρίσης από το φθινόπωρο του 2008.
Η ένταξη της χώρας στο ευρώ δεν ήταν η αρχή της καταστροφής της, αλλά αντίθετα δημιούργησε την εντύπωση ενός νέου Ελντοράντο για τα επιθετικά και διαπλεκόμενα κεφάλαια. Προσέλκυσε υπερβολικό όγκο επενδύσεων. Αυτό, άλλωστε, συνέβη σε όλες ανεξαιρέτως τις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας, λόγω του χαμηλότερου εργασιακού κόστους και της άμεσης γειτνίασης με τις αγορές του ευρωπαϊκού κέντρου.
Με την κρίση μετά το 2008 διαψεύστηκαν όχι τόσο οι προσδοκίες των καταναλωτών, όσο κυρίως των βουλιμικών επενδυτών. Σε αυτό δεν ευθύνεται το ευρώ, αλλά η διεθνής κρίση και η γερμανική διαχείρισή της, η οποία διασώζει τις γερμανικές τράπεζες, επιρρίπτοντας το κόστος αποκλειστικά στις οφειλέτριες χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας. Με την κρίση, η Ευρωζώνη δεν βγαίνει ενισχυμένη, αλλά αντίθετα αποδυναμωμένη, με μειωμένη αξιοπιστία, αφού οι επενδύσεις στην περιοχή της έχουν σήμερα συνολικά μειωθεί κατά 12%.
Παράλληλα, αυτοί που εξώθησαν την ελληνική οικονομία στην άβυσσο κατορθώνουν μέχρι σήμερα να μεταθέτουν στα θύματά τους την ευθύνη και το κόστος της κρίσης τους, απαλλάσσοντας εαυτούς από κάθε συνέπεια. Η άρχουσα ιδεολογία αποβαίνει κυρίαρχη όταν υιοθετείται από τα θύματά της. Ιδίως όταν τα θύματα εκτίθενται έρμαια στο πέλαγος του υποθετικού «τέλους όλων των ιδεολογιών» και στη μάταιη αναζήτηση του αποϊδεολογικοποιημένου ατόμου.