Με την υπ΄ αριθμ.1569/2020 απόφασή του το II Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου υποχρεώνει το Ελληνικό Δημόσιο και τον Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης να: καταβάλλουν νομιμοτόκως, για το χρονικό διάστημα από 01-1-2016 μέχρι 31-12-2018 από την επίδοση της αγωγής, το ποσό των 6.000 ευρώ και να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγοµένων να της καταβάλουν, επίσης νοµιµοτόκως, το ποσό των 32.211,45 ευρώ, ήτοι συνολικά 38.211,45 ευρώ. Επίσης με την απόφαση αυτή διατάσσουν την κυβέρνηση:
α. Να ακυρώσει παράνομη, την απόφαση, 2/88411/ΔΕΠ/2018 - ΦΕΚ 5435/Β/4-12-2018, που είχε ληφθεί από την συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ, που έγραφε πως: "καταβάλλονται εφάπαξ όλα τα οφειλόμενα αναδρομικά για το χρονικό διάστημα από 1-8-2012 έως και 31-12-2016". Υπόψιν πως η σημερινή κυβέρνηση είχε υιοθετήσει ως σωστή την εν λόγω απόφαση
β. Να καταβάλλει όλα τα οφειλόμενα αναδρομικά στα εν αποστρατεία στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας
Τέλος υπενθυμίζει στην κυβέρνηση πως δεν μπορεί να προσφύγει, στην Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου, για ακύρωση της απόφασης καθόσον το Ειδικό Δικαστήριο έχει κρίνει, με βάση το άρθρο 88 του Συντάγματος και την υπ΄αριθμ. 01/2018, απόφασή του πως, το Κράτος είναι υποχρεωμένο να εφαρμόσει τις Δικαστικές αποφάσεις
ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL)
1569/2020 ΕΣ (ΤΜΗΜΑ ΙΙ) (798068)
(Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
Μη νόμιμες παρακρατήσεις στις συντάξιµες αποδοχές βάσει ανίσχυρων διατάξεων. Συνταγματικότητα διατάξεων νόμου οι οποίες ρυθμίζουν τις συντάξεις δικαστικών λειτουργών.
Επανυπολογισμός των συντάξεων των δικαστικών λειτουργών. Ειδικό υπηρεσιακό και συνταξιοδοτικό καθεστώς για τους δηµόσιους λειτουργούς, υπαλλήλους και στρατιωτικούς.
Οι γενόµενες παρακρατήσεις στις συντάξιµες αποδοχές της ενάγουσας, βάσει των ανίσχυρων διατάξεων, είναι µη νόµιµες, η δε ένδικη αγωγή, ερειδόµενη στο άρθρο 105 Εισ.Ν.Α.Κ., είναι νόµω βάσιµη και γεννάται ευθύνη του Δηµοσίου προς αποκατάσταση της ζηµίας που υπέστη η ενάγουσα, τέως δικαστικός λειτουργός, από τη στέρηση των διαφορών σύνταξης που θα ελάµβανε αν δεν είχε µεσολαβήσει η παράνοµη ενέργεια των συνταξιοδοτικών οργάνων του εναγοµένου. Εις ολόκληρον ευθύνη.
Η ενάγουσα πρέπει να λάβει ως αποζηµίωση, κατά τα άρθρα 105 και 106 Εισ.Ν.Α.Κ., τα ποσά συντάξεων που παρακρατήθηκαν από τη σύνταξή της.
Δέχεται εν µέρει την αγωγή. Υποχρεώνει το Ελληνικό δηµόσιο και τον Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης.
Απόφαση 1569/2020
ΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ
ΤΜΗΜΑ ΙΙ
Συνεδρίασε δηµόσια στο ακροατήριό του την 5η Μαρτίου 2020, µε την ακόλουθη σύνθεση: Κωνσταντίνος Κωστόπουλος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Τµήµατος, Δέσποινα Τζούµα και Γεωργία Παπαναγοπούλου (εισηγήτρια), Σύµβουλοι, Αικατερίνη Σπηλιοπούλου και Αθανάσιος Καρακόϊδας, Πάρεδροι (µε συµβουλευτική ψήφο).
Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας: Παραστάθηκε ο Eπιτροπεύων Πάρεδρος της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, Δηµήτριος Κοκοτσής, που αναπληρώνει νόµιµα την κωλυόµενη Γενική Επίτροπο της Επικρατείας.
Γραµµατέας: Γεωργία Φραγκοπανάγου, υπάλληλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Για να δικάσει την από 15.6.2018 αγωγή (Α.Β.?. …)
Της … του …, κατοίκου … (οδός …., Τ.Κ. …), η οποία παραστάθηκε διά δηλώσεως του άρθρου 133 παρ. 2 του Κ.Δ,Δικ. της πληρεξούσιας δικηγόρου της Μαρίας Βραχά (?.Σ.Α. 20738) κατά του Ελληνικού Δηµοσίου, που εκπροσωπείται νόµιµα από τον Υπουργό Οικονοµικών, ο οποίος παραστάθηκε διά της Παρέδρου του Νοµικού Συµβουλίου του Κράτους Σπυριδούλας Θωµοπούλου και κατά του ν.π.δ.δ. µε την επωνυµία «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ), που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα (οδός ................ αρ. ...), που εκπροσωπείται νόµιµα από τον Διοικητή του, ο οποίος παραστάθηκε διά της ως άνω Παρέδρου του Νοµικού Συµβουλίου του Κράτους.
Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε, το Δικαστήριο άκουσε:
Την εκπρόσωπο του Ελληνικού Δηµοσίου και του ΕΦΚΑ, η οποία ζήτησε την απόρριψη της αγωγής, και
Τον Επιτροπεύοντα Πάρεδρο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ο οποίος πρότεινε την µερική παραδοχή της αγωγής.
Μετά τη δηµόσια συνεδρίαση, το Δικαστήριο
Αφού µελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε σύµφωνα µε το νόµο
Αποφάσισε τα εξής:
Ι.α. Σε αρµονία προς τις αρχές που απορρέουν από τις διατάξεις των άρθρων 8, 87 παρ. 1 και 2 και 93 παρ. 2, 3 και 4 του Συντάγµατος (αρχές του νόµιµου δικαστή, της δικαστικής ανεξαρτησίας, της κατ’ αρχήν δηµοσιότητας των δικαστικών συνεδριάσεων, του αιτιολογηµένου των δικαστικών αποφάσεων και της δηµοσιότητας της απαγγελίας τους), µε τις ρυθµίσεις των άρθρων 28 παρ. 2 και 80 παρ. 1 του π.δ/τος 1225/1981, Α΄ 304, καθιερώνονται η αρχή της µυστικότητας των διασκέψεων και οι διαδικαστικοί τύποι για τη λήψη απόφασης από τους δικαιοδοτικούς σχηµατισµούς του Ελεγκτικού Συνεδρίου, υπό συνθήκες απόλυτης δικαστικής ανεξαρτησίας και αµεροληψίας, διαφάνειας και ισότητας, προς διασφάλιση του, κατοχυρωµένου στα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγµατος, 47 του Χάρτη Θεµελιωδών Δικαιωµάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, δικαιώµατος πλήρους και αποτελεσµατικής δικαστικής προστασίας.
Οι διατάξεις δε αυτές του π.δ/τος 1225/1981 δεν επιβάλλουν την υποχρεωτική φυσική παρουσία των µελών του Δικαστηρίου στο κατάστηµα αυτού για τη διενέργεια διάσκεψης, όταν συντρέχει σοβαρός λόγος που δικαιολογεί τη λήψη απόφασης από απόσταση, όπως κώλυµα µετάβασης µελών της σύνθεσης στο οικείο κατάστηµα (πρβλ. Πολ. Πρωτ. Αθ. 7808, 7809/2008 επί των ΑΠ Ολ 19, 20/2007).
Και τούτο, πολλώ µάλλον, όταν η φυσική παρουσία των µελών της σύνθεσης του οικείου σχηµατισµού θα έθετε σε σοβαρή διακινδύνευση συνταγµατικώς κατοχυρωµένα έννοµα αγαθά, ιδίως δε εκείνα της ατοµικής και δηµόσιας υγείας (άρθρα 5 παρ. 5 και 21 παρ. 3 του Συντάγµατος), ενόψει άλλωστε και της ίδιας της προστασίας της αξίας ανθρώπου ως θεµελιώδους αρχής του δηµοκρατικού πολιτεύµατος, κατ’ άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγµατος, που υποχρεώνει όλα τα όργανα της Πολιτείας όχι µόνο να τη σέβονται, αλλά και να την προστατεύουν (βλ. ΕλΣ ΙΙ Τµ. 2076, 1176/2018, ΑΠ Ολ. 40/1998, ΣτΕ Ολ. 2003/2018, 100/2017, 250/2008, 867/1988 και, κατ’ αναλογία, απoφ. Γερµανικού Οµοσπονδιακού Δικαστηρίου της 15.2.2006 1 BvR 357/05, της 17.8.1956, BVerfGE 5,85).
Στο πλαίσιο αυτό, κατ’ επίκληση των άρθρων 44 παρ. 1, 5 παρ. 5 και 21 παρ. 3 του Συντάγµατος, εκδόθηκε η από 11.3.2020 Πράξη Νοµοθετικού Περιεχοµένου «Κατεπείγοντα µέτρα αντιµετώπισης των αρνητικών συνεπειών της εµφάνισης του κορωνοϊού COVID-19 και της ανάγκης περιορισµού της διάδοσής του» (Α΄55), ήδη κυρωθείσα µε το άρθρο 2 του ν. 4682/2020, Α΄ 76, η οποία, µνηµονεύει στο σκεπτικό της, ως αιτιολογία της έκδοσής της, «Την εξαιρετικά επείγουσα και απρόβλεπτη ανάγκη για την αντιµετώπιση των αρνητικών συνεπειών λόγω της εµφάνισης του κορωνοϊού COVID-19, τον περιορισµό της διάδοσής του και τη λήψη συναφών και αναγκαίων µέτρων για την οικονοµία της Χώρας και την αγορά εργασίας». Ενόψει δε της υποχρέωσης του Κράτους να λαµβάνει τα κατάλληλα µέτρα προστασίας της υγείας, µεταξύ άλλων και των λειτουργών του (πρβλ. Διάταξη Γαλλικού Συµβουλίου της Επικρατείας της 20.4.2020 σκ. 18), µε το άρθρο 11 παρ. 2 της οικείας ΠΝΠ χορηγήθηκε ειδικότερη εξουσιοδότηση να ρυθµιστεί και κάθε ζήτηµα που συνάπτεται µε το καθεστώς προσωρινής αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων της χώρας.
Κατ’ εξουσιοδότηση της ρύθµισης αυτής εκδόθηκε η ΚΥΑΔ1α/ΓΠ.οικ.26804.25.4.2020 «Επιβολή του µέτρου της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των Δικαστηρίων και Εισαγγελιών στο σύνολο της Επικράτειας και της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών, για το χρονικό διάστηµα από 28.4.2020 έως και 15.5.2020», Β΄ 1588/25.4.2020, µε το άρθρο τρίτο της οποίας, αφού αποφασίστηκε η προσωρινή αναστολή λειτουργίας των δικαστικών σχηµατισµών του Ελεγκτικού Συνεδρίου για το διάστηµα από 6.5.2020 έως 15.5.2020, ορίστηκε ότι, κατ’ εξαίρεση της αναστολής αυτής, εντός του διαστήµατος αυτού διενεργούνται, µεταξύ άλλων, διασκέψεις εξ αποστάσεως µε τη χρήση υπηρεσιακών τεχνολογικών µέσων, καθώς και επείγουσες διασκέψεις µε φυσική παρουσία.
Με τις ρυθµίσεις αυτές, που κινούνται εντός του συνταγµατικού πλαισίου ειδικότερης κανονιστικής εξουσιοδότησης, κατ’ άρθρο 43 παρ. 2 εδ. β του Συντάγµατος, δεν εισήχθη πρωτογενής κανονιστική ρύθµιση για τη δυνατότητα εξ αποστάσεως διασκέψεων για το όλως περιορισµένο αυτό χρονικό διάστηµα. Αντιθέτως, επιβεβαιώθηκε και ενεργοποιήθηκε η δυνατότητα εξ αποστάσεως διάσκεψης, που ούτως ή άλλως παρέχεται, κατά τα προεκτεθέντα, από τη γενική και αδιάστικτη διατύπωση των οικείων διατάξεων της Δικονοµίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ερµηνευόµενη υπό το φως του Συντάγµατος, εφόσον συντρέχει σοβαρός λόγος, όπως εν προκειµένω, δηλαδή η προστασία υπέρτερης αξίας εννόµων αγαθών και στον βαθµό που διασφαλίζονται οι οικείες συνταγµατικές και νοµοθετικές εγγυήσεις λήψης δικαστικών αποφάσεων (πρβλ. Διάταξη του Γαλλικού Συµβουλίου της Επικρατείας της 10.4.2020, σκ. 12, απόφ. του Γερµανικού Οµοσπονδιακού Δικαστηρίου της Γερµανίας, της 7.4.2020, 1 BvR 755/20). Ειδικότερα, προβλέφθηκε, ενόψει της προϊούσας τεχνολογικής εξέλιξης και της προσαρµογής των διαδικαστικών ενεργειών στα νέα τεχνολογικά δεδοµένα (πρβλ. µεταξύ άλλων τις παρ. 2α και 4 του άρθρου 52 του π.δ/τος 1225/1981, όπως αυτές προστέθηκαν και τροποποιήθηκαν µε τις παρ. 2 και 3, αντίστοιχα, του άρθρου 74 του ν. 4055/2012, Α΄ 51, και το κατ’ εξουσιοδότηση αυτών εκδοθέν π.δ. 95/2014 «Ηλεκτρονική κατάθεση δικογράφων, ηλεκτρονική χορήγηση σχετικών πιστοποιητικών και λοιπών εγγράφων στο Ελεγκτικό Συνέδριο», Α΄ 162), η δυνατότητα διενέργειας τηλεδιάσκεψης µε τη χρήση διαθέσιµης προς τούτο ηλεκτρονικής υπηρεσίας, που συνιστά συµβατό µε το άρθρο 80 του π.δ/τος 1225/1981 µηχανισµό εξ αποστάσεως λήψης απόφασης, ο οποίος έχει ήδη, άλλωστε και ρητώς προβλεφθεί ως εναλλακτικό µέσο εξ αποστάσεως διεξαγωγής σχετικών διαδικαστικών ενεργειών (βλ. άρθρο 393 του ΚΠολ?, 143 παρ. 4 και 233 ΚΠοινΔ, όπως ισχύουν, και εγχειρίδιο του Ευρωπαϊκού Συµβουλίου «Videoconferencing as a part of European e-Justice», έτους 2009).
Αντίθετη εκδοχή, σύµφωνα µε την οποία για το έγκυρο της διάσκεψης ως διαδικαστικής πράξης, κατ’ άρθρο 80 του π.δ/τος 1225/1981, επιβάλλεται η φυσική παρουσία των µελών του Δικαστηρίου, θα αντέβαινε στο ίδιο το γράµµα της οικείας διάταξης, στον βαθµό που θα εξαρτούσε το κύρος της διαδικαστικής πράξης από όρο µη προβλεπόµενο και θα προσέθετε κατά τρόπο µη επιτρεπτό, ενόψει των αρχών της σαφήνειας και της προβλεψιµότητας των οικείων δικονοµικών ρυθµίσεων, ως διαδικαστικών εγγυήσεων του δικαιώµατος δικαστικής προστασίας (πρβλ. αποφ. ΕΔΔΑ της 2.2.2016, Παπαϊωάννου κατά Ελλάδος, παρ. 45-46, της 13.1.2011, Ευαγγέλου κατά Ελλάδας, σκ. 22-23, της 15.12.2011, Poirot κατά Γαλλίας, παρ. 42 επ., της 1.2.2007, Paljic κατά Γερµανίας, σκ. 43), προϋποθέσεις εγκυρότητας της οικείας διαδικαστικής ενέργειας, σε αντίθεση µε τα προβλεπόµενα στο άρθρο 46 του π.δ/τος 1225/1981. Και τούτο, δοθέντος ότι η ίδια η ρύθµιση, ούτε καθορίζει τον ακριβή τρόπο συµµετοχής των µελών της σύνθεσης κατά τη λήψη απόφασης, µε συνέπεια να µην καθιστά τη φυσική παρουσία των µελών της σύνθεσης ουσιώδη τύπο της διαδικασίας, κατ’ άρθρο 115 περ. β του ίδιου π.δ/τος, ούτε προβλέπει ως δικονοµική έννοµη συνέπεια την ακυρότητα της διαδικαστικής πράξης σε περίπτωση εξ αποστάσεως λήψης της απόφασης, σε κάθε δε περίπτωση η διεξαγωγή τηλεδιάσκεψης ουδεµία δικονοµική βλάβη προκαλεί στους διαδίκους.
Εξ άλλου, ούτε από τις διατάξεις του άρθρου 192 του Κώδικα ?ιοικητικής ?ικονοµίας (κυρωθέντος µε το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999, Α΄ 97, και αναλόγως εφαρµοζοµένου κατ’ άρθρο 123 του π.δ/τος 1225/1981, όπως ισχύει), που προβλέπει κατά τρόπο περιοριστικό τους λόγους ανυποστάτου των δικαστικών αποφάσεων, δύναται έστω και εµµέσως να συναχθεί ότι η εξ αποστάσεως λήψη απόφασης, όπως στην περίπτωση τηλεδιάσκεψης, καθιστά την εκδιδόµενη απόφαση ανυπόστατη.
Τέλος, µία τέτοια συσταλτική ερµηνεία θα παρακώλυε ουσιωδώς την απονοµή της δικαιοσύνης, σε περίπτωση συνδροµής σοβαρού λόγου που κωλύει τα µέλη του ?ικαστηρίου από τη φυσική παρουσία τους στον προκαθορισµένο χώρο διάσκεψης, αναιρώντας τον σκοπό και την πρακτική αποτελεσµατικότητα της απορρέουσας από τα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγµατος, 47 του Χάρτη των Θεµελιωδών Δικαιωµάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και 6 παρ. 1 της ΕΣ?Α αρχής της δίκαιης δίκης, υπό την ειδικότερη έκφανση της αρχής της εύλογης διάρκειας αυτής, διαταράσσοντας τη δίκαιη ισορροπία σε βάρος του δικαιώµατος των διαδίκων για την ταχεία και αποτελεσµατική δικαστική τους προστασία (βλ. σχετικώς ΕλΣ Πρακτ. Ολ. 8ης Γεν. Συν/σης 29.4.2020, πρβλ. συναφώς αποφ. Ε??Α της 2.11.2010, Sakhnovski κατά Ρωσίας, της 5.10.2006, Marcello Viola κατά Ιταλίας επί συµβατότητας της βιντεοδιάσκεψης µε τις απαιτήσεις του άρθρου 6 της ΕΣ?Α στο πλαίσιο συµµετοχής σε ποινικές διαδικασίες, µε προδήλως µείζονος σηµασίας διακύβευµα, εφόσον ο µηχανισµός αυτός συµβάλλει στην επιτάχυνση της διαδικασίας και υπό τον όρο διασφάλισης των δικαιωµάτων των διαδίκων και της εµπιστευτικότητας).
β. Κατόπιν αυτών, το Δικαστήριο, ενόψει των οριζοµένων στην ως άνω ΚΥΑ 1α/ΓΠ.οικ.26804/25.4.2020, συνήλθε σε τηλεδιάσκεψη και, αφού έλαβε υπ’ όψιν:
α) τη συνδροµή εξαιρετικών περιστάσεων και δη των κινδύνων από την εµφάνιση του COVID-19 και των αρνητικών συνεπειών διάδοσής του, οι οποίες έχουν καταγραφεί σε πληθώρα πρόσφατων νοµοθετηµάτων για την αντιµετώπιση της υγειονοµικής κρίσης [βλ. ιδίως ν. 4682/2020 για την κύρωση των διαδοχικώς εκδοθεισών ΠΝΠ, προς αντιµετώπιση των εκτάκτων συνθηκών λόγω της πανδηµίας, αλλά και ανακοινώσεων του Παγκόσµιου Οργανισµού Υγείας (βλ. την επίσηµη ιστοσελίδα του Π.Ο.Υ.) και του Εθνικού Οργανισµού ?ηµόσιας Υγείας (βλ. την επίσηµη ιστοσελίδα του Ε.Ο.Δ.Υ. )],
β) τη φύση της υπό κρίση υπόθεσης και την ανάγκη διεκπεραίωσής της προς διασφάλιση του δικαιώµατος του εκκαλούντος σε δίκη εντός εύλογης διάρκειας, οµοφώνως αποφάνθηκε ότι συντρέχει σοβαρός λόγος για την εξ αποστάσεως λήψη απόφασης µε χρήση υπηρεσιακών τεχνολογικών µέσων και, ειδικότερα, µε χρήση της υπηρεσίας τηλεδιάσκεψης ..............gr, κατά τα αναφερόµενα στην αρχή της παρούσας [βλ. το άρθρο 3 της ΚΥΑ 429/2020 Β΄ 850/13.3.2020, όπου προβλέπονται, µεταξύ άλλων, οι δικλίδες διασφάλισης των οικείων διαδικαστικών και ουσιαστικών εγγυήσεων, ιδίως δε του Ευρωπαϊκού Κανονισµού 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδοµένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδοµένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισµός για την Προστασία δεδοµένων), όπως κάθε φορά ισχύει, καθώς και του ν. 4624/2019, Α΄ 137 «Αρχή Προστασίας δεδοµένων Προσωπικού Χαρακτήρα, µέτρα εφαρµογής του Κανονισµού (ΕΕ) 2016/679 … και ενσωµάτωση στην εθνική νοµοθεσία της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/680 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 και άλλες διατάξεις»].
ΙΙ. Με την υπό κρίση αγωγή, η ενάγουσα, συνταξιούχος δικαστικός λειτουργός (Πρόεδρος Εφετών επί τιµή), ζητεί, κατ΄ εκτίµηση του οικείου δικογράφου, να υποχρεωθούν το Ελληνικό Δηµόσιο και ο Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης να της καταβάλουν, νοµιµοτόκως από την επίδοση της αγωγής, το ποσό των 6.000 ευρώ και να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγοµένων να της καταβάλουν, επίσης νοµιµοτόκως, το ποσό των 32.211,45 ευρώ, ήτοι συνολικά 38.211,45 ευρώ.
Από το ως άνω συνολικώς διεκδικούµενο ποσό, ζητεί:
α) το ποσό των 35.211,45 ευρώ ως αποζηµίωση, κατά το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόµου του Αστικού Κώδικα, άλλως ως διαφορές συντάξεων, το οποίο σύµφωνα µε τους ισχυρισµούς της, αντιστοιχεί στη διαφορά των ποσών συντάξεων που έλαβε κατά το χρονικό διάστηµα από 1.1.2016 έως 30.6.2018 και των ποσών που θα ελάµβανε, εάν δεν εφαρµόζονταν επί των συντάξεων των δικαστικών λειτουργών οι διατάξεις της υποπαραγράφου Β.3 της παραγράφου Β του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 και του άρθρου 13 του ν. 4387/2016, οι οποίες, όπως προβάλλεται, έρχονται σε αντίθεση µε κανόνες υπέρτερης τυπικής ισχύος και δη προς τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 25 παρ. 1 και 4, 26, 87 παρ. 1 και 88 παρ. 2 του Συντάγµατος και τις συνταγµατικές αρχές που απορρέουν από τα άρθρα αυτά, δηλαδή του σεβασµού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της αναλογικότητας, της προστασίας της δικαιολογηµένης εµπιστοσύνης, της ασφάλειας δικαίου, της προβλεψιµότητας, καθώς και της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, και
β) το ποσό των 3.000 ευρώ, ως χρηµατική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης.
ΙΙΙ. Α. Σύµφωνα µε το άρθρο 98 παρ. 1 περ. στ΄ του Συντάγµατος, οι διαφορές που αναφύονται από την απονοµή συντάξεων δηµόσιων λειτουργών, υπαλλήλων και στρατιωτικών, όσων έλκουν από αυτούς συνταξιοδοτικό δικαίωµα και των εξοµοιούµενων προς αυτούς κατηγοριών - στις οποίες συγκαταλέγονται και οι εγειρόµενες διαφορές στο πλαίσιο της αδικοπρακτικής ευθύνης του Δηµοσίου από τη θέσπιση και εφαρµογή συνταξιοδοτικών διατάξεων, εντός του ειδικού αυτού συνταξιοδοτικού συστήµατος, που φέρονται ως αντιβαίνουσες σε υπέρτερης τυπικής ισχύος ρυθµίσεις - ανήκει στην ειδική αποκλειστική δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Αποκλείεται δε η κρίση άλλων δικαστηρίων επί των εν λόγω θεµάτων, ευθέως ή παρεµπιπτόντως (βλ. ΑΕ? 1/2004, 4, 3/2002, 4/2001, Ε.Σ. Ολ. 484/2018, ΣτΕ Ολ. 2066/1999, 303/1998, ΣτΕ 1827/2010, 516/2004).
Β. Τα ανωτέρω ισχύουν µε την επιφύλαξη της ειδικότερης δικαιοδοσίας του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγµατος και των διατάξεων του οργανικού του Συντάγµατος ν. 3038/2002 (Α΄ 180), επί ζητηµάτων που αφορούν ειδικώς στους δικαστικούς λειτουργούς και δύνανται ταυτόχρονα να επηρεάσουν τη συνταξιοδοτική κατάσταση ευρύτερου κύκλου των προσώπων αυτών (βλ. Ειδ. δικ. άρθρου 88 Σ. 187/2018, 8, 89/2013, 109/2012, 61, 62/2011, 11/2010 και 165/2008, Ε.Σ. Ολ. 327/2018, 1520, 1521/2016, 4708, 4709/2015). Κατά την έννοια της ανωτέρω συνταγµατικής διάταξης, ερµηνευόµενης σε συνδυασµό µε τις θεµελιώδεις διατάξεις των άρθρων 8, 26, 93, 94, 95,98 και 100 του Συντάγµατος, το Ειδικό Δικαστήριο επιλύει το νοµικό ζήτηµα που εµπίπτει στη δικαιοδοσία του µία φορά, µε την πρώτη απόφασή του, και στη συνέχεια παραπέµπει τις άλλες σχετικές υποθέσεις, στις οποίες ανακύπτει το ίδιο ζήτηµα, για περαιτέρω εκδίκαση στο αρµόδιο δικαστήριο, το οποίο υποχρεούται σε κρίση τους, σύµφωνα µε τη δοθείσα από το Ειδικό Δικαστήριο λύση.
Με βάση τα ανωτέρω, όταν, µετά την έναρξη ισχύος του ν. 3038/2002, περί συγκρότησης του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγµατος, εισαχθεί στο Ελεγκτικό Συνέδριο διαφορά σχετική µε συντάξεις δικαστικών λειτουργών, στην οποία τίθεται νοµικό ζήτηµα που µπορεί να επηρεάσει τη συνταξιοδοτική κατάσταση ευρύτερου κύκλου προσώπων, το Ελεγκτικό Συνέδριο υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να παραπέµψει τη διαφορά αυτή στο ως άνω Ειδικό Δικαστήριο.
Η υποχρέωση αυτή, όµως, ατονεί όταν το τιθέµενο νοµικό ζήτηµα έχει ήδη επιλυθεί µε προηγούµενη απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου, δεδοµένου ότι, κατά τον απορρέοντα από το άρθρο 88 παρ. 2 του Συντάγµατος κανόνα, ότι δηλαδή το εν λόγω Δικαστήριο µια φορά µόνο επιλύει το τεθέν σ’ αυτό νοµικό ζήτηµα, δεν συντρέχει πλέον λόγος παραποµπής της υπόθεσης σ’ αυτό, για την εν συνεχεία εκ νέου παραποµπή της στο Ελεγκτικό Συνέδριο και την κατ’ ουσία εκδίκασή της. Στην περίπτωση αυτή, το Ελεγκτικό Συνέδριο, ως αρµόδιο Δικαστήριο, προβαίνει το ίδιο στην περαιτέρω εκδίκαση της υπόθεσης, βάσει, όµως, της νοµικής λύσης που έχει ήδη δοθεί από το Ειδικό Δικαστήριο στο κριθέν ίδιο νοµικό ζήτηµα που εκκρεµεί ενώπιόν του (βλ. Ειδ. Δικ. άρθρου 88 Σ. 84/2014, Ε.Σ. Ολ. 1659/2011, 4327/2014, II Τµ. 682/2018, 5069/2015).
Γ. Ενόψει αυτών, η κρινόµενη αγωγή, που εισάγεται ύστερα από ένδικο βοήθηµα που κατατέθηκε µετά την έναρξη ισχύος του ν. 3038/2002, δεν πρέπει να παραπεµφθεί στο Ειδικό ?ικαστήριο, αφού το κρινόµενο για επίλυση νοµικό ζήτηµα έχει ήδη επιλυθεί από αυτό (αποφ. 1 έως 4/2018, βλ. κατωτέρω σκέψη VΙΙ). Συνεπώς, το παρόν Τµήµα οφείλει να κρατήσει την υπόθεση και να προβεί στην περαιτέρω εκδίκασή της.
ΙV. Α. Ο συνταγµατικός νοµοθέτης έχει επιφυλάξει διαχρονικώς ειδικό υπηρεσιακό και συνταξιοδοτικό καθεστώς για τους δηµόσιους λειτουργούς, υπαλλήλους και στρατιωτικούς (άµεσα και έµµεσα όργανα του Κράτους), που συνδέονται µε ειδική νοµική σχέση µε το Κράτος (βλ. µεταξύ άλλων τη νοµοθετική πράξη ΧΝΒ΄ του 1861, άρθρα 94, 114 και 49 εδ. γ΄ του Συντάγµατος του 1927, άρθρα 61, 87 επ., 98 εδ. δ΄ και 101 του Συντάγµατος του 1952).
Ειδικότερα, το Σύνταγµα του 1975, όπως ισχύει και µετά τις ύστερες αναθεωρήσεις του, περιλαµβάνει διατάξεις από τις οποίες απορρέει, µεταξύ άλλων, η ιδιαίτερη θέση των δικαστικών λειτουργών (άρθρα 87 και επ.), των βουλευτών (άρθρα 59 και επ.), των στελεχών των ενόπλων δυνάµεων και των σωµάτων ασφαλείας (άρθρα 45, 23 παρ. 2 και 29 παρ. 3), των πανεπιστηµιακών (άρθρο 16), των ιατρών που υπηρετούν σε κρατικούς φορείς για την προστασία της υγείας των πολιτών (άρθρο 21 παρ. 3), των δηµόσιων υπαλλήλων (άρθρα 103 και 104), ενώ περιέχει και ειδικές διαδικαστικές ρυθµίσεις για την προπαρασκευή και τη νοµοπαραγωγική διαδικασία επί των συνταξιοδοτικών νοµοσχεδίων (άρθρα 73 παρ. 2 και 3), την απονοµή των συντάξεων (άρθρο 80), αλλά και την ειδική αποκλειστική δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου επί των διαφορών από την απονοµή σύνταξης (άρθρο 98 παρ. 1 περ. στ΄), όπως προεκτέθηκε (βλ. σκέψη ΙIΙΑ). Από το σύνολο δε των ρυθµίσεων αυτών συνάγεται ότι το Σύνταγµα κατοχυρώνει ως ιδιαίτερο θεσµό το ειδικό υπηρεσιακό και συνταξιοδοτικό καθεστώς των δηµόσιων λειτουργών, υπαλλήλων και στρατιωτικών (βλ. Ε.Σ. Ολ. 137/2019, 1388, 1277, 32/2018, 244/2017, ΙΙ Τµ. 1176/2018, πρβλ ΑΕ? 16/1983, ΑΠ 701/2014, 968/2013).
Β. Στο πλαίσιο της απορρέουσας από τις ανωτέρω διατάξεις θεσµικής εγγύησης του ειδικού αυτού συνταξιοδοτικού καθεστώτος, η έννοια της «σύνταξης» στις συνταγµατικές αυτές ρυθµίσεις είναι νοµικώς προκαθορισµένη από τις διατάξεις των προϊσχυόντων Συνταγµάτων και, ιδίως των νοµοθετηµάτων που είχαν εκδοθεί σε εκτέλεσή τους (πρβλ. ΑΕ? 1/2004, 4/2001, 5/1999).
Όπως δε συνάγεται από το σύνολο των ισχυουσών κατά τη θέσπιση του Συντάγµατος του 1975 συνταξιοδοτικών διατάξεων (βλ. µεταξύ άλλων τις διατάξεις του α.ν. 1854/1951 της 23/23 Ιουνίου 1951 «Περί απονοµής των Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων», Α΄ 182, του ν. 3163/1955 «περί συνταξιοδοτήσεως του προσωπικού του Ι.Κ.Α.» Α΄ 71), ως «σύνταξη» προεχόντως νοείται η ισόβια περιοδική παροχή που καταβάλλεται στους δηµόσιους λειτουργούς, υπαλλήλους και στρατιωτικούς αντί µισθού και ως συνέχεια αυτού, µετά την αποχώρησή τους από την ενεργό υπηρεσία, για τη δε απονοµή της εφαρµόζονται ενιαίοι κανόνες, προσαρµοσµένοι στην ιδιοµορφία της σχέσης δηµοσίου δικαίου που τους συνδέει µε την υπηρεσία.
Το ύψος αυτής πρέπει να τελεί σε εύλογη αναλογία προς τις αποδοχές ενέργειας, αναλόγως των ιδιαίτερων υπηρεσιακών συνθηκών εκάστης κατηγορίας, εξασφαλίζοντας γι’ αυτούς αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης, ανάλογες της θέσης, των καθηκόντων, του χρόνου υπηρεσίας και της υπηρεσιακής τους εξέλιξης [βλ. σχετικώς τη νοµοθετική αποτύπωση της αρχής αυτής στα άρθρα 10 και 41 του β.δ/τος της 31ης Οκτωβρίου 1935, στα άρθρα 9 και 34 των διαδοχικώς ισχυσάντων Συνταξιοδοτικών Κωδίκων του α.ν. 1854/1951, του π.δ/τος 1041/1979, του π.δ/τος 166/2000, Α΄ 153, και του π.δ/τος 169/2007, Α΄ 210, που ίσχυε κατά τον κρίσιµο εν προκειµένω χρόνο, Ειδ. Δικ. άρθρου 88 Σ. 14/2018, Ε.Σ. Ολ. 137/2019, 1277, 32/2018, 244/2017, Ε.Σ. Πρακτ. Ολ. 1ης Ειδ. Συν/σης της 20.4.2016, 9ης Γεν. Συν/σης της 27.5.2015, και συγκριτικά αποφ. Γερµανικού Οµοσπονδιακού Συνταγµατικού Δικαστηρίου της 27.9.2005, 2 BvR 1387/02, της 5.5.2005, 2BVL 17/09, άρθρο L1 του Γαλλικού Συνταξιοδοτικού Κώδικα (Loi 64-1339 1964-12-29) και αποφ. Γαλλικού Συνταγµατικού Συµβουλίου της 28.5.2010, No 2010-QPC, Γαλλ. Συµβουλίου της Επικρατείας της 18.7.2006, No 274664].
Γ. Περαιτέρω, το σύστηµα ασφάλισης της κατηγορίας αυτής συνταξιούχων, όσων έλκουν κατά νόµο από αυτούς δικαίωµα σύνταξης και των εξοµοιούµενων προς αυτήν κατηγοριών, παρά τις όποιες δευτερεύουσες εξαιρέσεις και αποκλίσεις, όπως διαχρονικώς οργανώθηκε από τον νοµοθέτη σε εκτέλεση των σχετικών συνταγµατικών ρυθµίσεων, προσιδιάζει στα συστήµατα επαγγελµατικής ασφάλισης. Τα συστήµατα αυτά αφορούν σε ιδιαίτερες κατηγορίες εργαζοµένων, όπως οι ανωτέρω, στο πλαίσιο δε της λειτουργίας των συστηµάτων αυτών, η συνταξιοδοτική παροχή καταβάλλεται λόγω της ειδικής σχέσης των δικαιούχων µε τον εργοδότη, αποτελώντας όρο της απασχόλησής τους, όπως και στην περίπτωση του κατοχυρωθέντος µε το Σύνταγµα θεσµού, ενώ, όπως προεκτέθηκε, για την απονοµή της και τον καθορισµό του ύψους της, εφαρµόζονται κανόνες συνδεόµενοι µε την ιδιοτυπία της σχέσης δηµοσίου δικαίου που συνδέει τον δηµόσιο λειτουργό, υπάλληλο και στρατιωτικό µε την Υπηρεσία (βλ. Ε.Σ. Ολ. 244/2017, 4324/2014, 1571/2011, Πρακτ. Ολ. 9ης Γεν. Συν/σης της 27.5.2015, αποφ. ?ΕΕ της 26.3.2009, C-559/07 «Επιτροπή κατά Ελλάδος», σκ. 31, 32, 42, 52 της 1.4.2008, C-267/06 «Tadao Maruko κατά Versorgungsanstalt der deutschen B?hnen», αποφ. Ε??Α της 3.3.2011 «Klein κατά Αυστρίας», σκ. 57, της 2.2.2010 «Αizpurua Ortiz κλπ. κατά Ισπανίας», σκ. 38, της 22.10.2009 «Αποστολάκης κατά Ελλάδος», σκ. 29 και 35, απόφ. της Επιτροπής Ανθρωπίνων ?ικαιωµάτων της 13.7.1988, «Sture Stigson»).
Δ. Εξάλλου, τo δηµοσίου δικαίου δικαίωµα σε σύνταξη υπό την προεκτεθείσα έννοια, που εκπορεύεται από την κατά τα ανωτέρω συνταγµατική θεσµική εγγύηση, µε την οποία περιβάλλονται οι κατηγορίες αυτές συνταξιούχων, εµπίπτει στο προστατευτικό πεδίο του άρθρου 17 παρ. 1 του Συντάγµατος, που καταλαµβάνει και τις συνταξιοδοτικές απαιτήσεις (βλ. Ε.Σ. Ολ. 1277, 32/2018, 244/2017, ΙΙ Τµ. 1176/2017), ενώ απολαµβάνει και της συρρέουσας προστασίας του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, ως στοιχείο της ειδικής νοµικής σχέσης των κατηγοριών αυτών πολιτών µε το Κράτος (βλ. αποφ. Ε??Α της 6.7.2005, Stec κατά Ηνωµένου Βασιλείου, της 6.11.2008 Κοκκίνης κατά Ελλάδας, σκ. 29, της 4.12.2008 Ρεβελιώτης κατά Ελλάδας, σκ. 27, της 22.10.2009 Αποστολάκης κατά Ελλάδας, σκ. 29, της 19.6.2012 Khoniakina κατά Γεωργίας, σκ. 69 επ., της 26.6.2012 Κωσταδήµας κατά Ελλάδας, σκ. 29, Ε.Σ. Ολ. 3023, 441/2012, 1031/2011, 984, 166, 26/2010, 2274/1997).
Οι καταβαλλόµενες στο πλαίσιο του συστήµατος αυτού συνταξιοδοτικές παροχές σαφώς διακρίνονται, ενόψει της ιστορικής και τελολογικής ερµηνείας των οικείων συνταγµατικών ρυθµίσεων αλλά και της ανάγκης πρακτικής εναρµόνισης των συνταγµατικών διατάξεων και θεσµών, από τις παροχές που καταβάλλονται στο πλαίσιο της κοινωνικής ασφάλισης, θεσµού κατοχυρωθέντος ρητώς στο Σύνταγµα µόλις µε την αναθεώρηση του 1975, που όριζε, στο άρθρο 22 παρ. 4 αυτού, ότι «Το Κράτος µεριµνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζοµένων, όπως νόµος ορίζει» (ήδη άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγµατος, µετά το από 6.4.2001 ψήφισµα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής, Α΄ 84), η οποία συνίσταται στην, έναντι καταβολής εισφοράς, προστασία του ασφαλισµένου από την επέλευση κινδύνων (γήρας, ασθένεια, αναπηρία κλπ.), που µειώνουν ή εξαλείφουν την ικανότητά του να εργάζεται (ασφαλιστικοί κίνδυνοι) και, συνακόλουθα, τείνουν να υποβαθµίσουν τις συνθήκες διαβίωσής του (βλ. ΣτΕ Ολ. 2287-2290/2015).
Τούτο δε, ακόµη και όταν από τις παροχές αυτές δύνανται να επωφελούνται και οι δηµόσιοι λειτουργοί, υπάλληλοι και στρατιωτικοί (βλ. ΣτΕ 226/2012) ή όταν πρόκειται για κοινωνικοασφαλιστικές παροχές που χαρακτηρίζονται σε επίπεδο νόµου ως «συντάξεις», υπό την έννοια της περιοδικώς καταβαλλόµενης παροχής, καθόσον αυτές δεν έχουν χαρακτήρα αµοιβής, όπως οι κατά τις ανωτέρω ρυθµίσεις συντάξεις των δηµόσιων λειτουργών, υπαλλήλων και στρατιωτικών που χορηγούνται στο πλαίσιο της ειδικής σχέσης που τους συνδέει µε το Κράτος, αλλά τον χαρακτήρα ασφαλιστικής παροχής µετά την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου (βλ. ΑΕ? 2/2004. Ε.Σ. Ολ. 137/2019, 244/2017).
Ε. Στο ίδιο πλαίσιο, το κόστος της σύνταξης βαρύνει κατ’ αρχήν τον κρατικό προϋπολογισµό, ήτοι το Δηµόσιο Ταµείο (βλ. τους διαχρονικώς ισχύοντες συνταξιοδοτικούς κώδικες, ειδικότερα, άρθρο 1 του β.δ/τος της 31ης Οκτωβρίου 1935, Α΄ 505, άρθρο 1 του α.ν. 1854/1951, άρθρο 1 του π.δ/τος 1041/1979, Α΄ 292, άρθρο 1 του π.δ/τος 166/2000 και άρθρο 1 του π.δ/τος 169/2007 και βλ. ΑΕ? 28, 2/2004), ενώ το βάρος αυτό δύναται να αναδέχεται και ο προϋπολογισµός νοµικού προσώπου δηµοσίου δικαίου (βλ. µεταξύ άλλων τον ανωτέρω ν. 3163/1955, Ε.Σ. Ολ. 1277/2018, 244/2017, 1510/1996).
Ο φορέας παροχής της σύνταξης των δηµόσιων λειτουργών, υπαλλήλων και στρατιωτικών και δη το Δηµόσιο ή άλλος φορέας, που αναλαµβάνει την παροχή σύνταξης στην κατηγορία αυτή δικαιούχων, δεν ενεργεί ως οργανισµός ή φορέας κοινωνικής ασφάλισης (βλ. Ε.Σ. Ολ. 32/2018, 244/2017, 992/2015, 918/2012, 3299/2013, ΣτΕ 1296/2015, 2087/2012, 3037/2007, 1970/2002 κ.ά.).
Η καταβολή δε της σύνταξης τελεί πάντοτε υπό την εγγύηση του Κράτους και δη του Δηµοσίου, όταν πρόκειται για συντάξεις που καταβάλλονται σε συνδεόµενους µε αυτό µε υπηρεσιακή σχέση, ενόψει του ότι συνιστά απόρροια της ειδικής λειτουργικής σχέσης του δικαιούχου µε αυτό ως εργοδότη, χωρίς να συνδέεται µε τον σχηµατισµό διακριτού ασφαλιστικού κεφαλαίου από τις εισφορές των εν ενεργεία δηµόσιων λειτουργών, υπαλλήλων και στρατιωτικών.
Τούτο δε, ακόµη και όταν αυτές επιβάλλονται ως όρος για τη θεµελίωση συνταξιοδοτικής προσδοκίας, στο πλαίσιο αυτοχρηµατοδότησης του συστήµατος, ενόψει των αρχών της εν ευρεία εννοία ανταποδοτικότητας και της επαγγελµατικής διαγενεακής αλληλεγγύης (βλ. άρθρα 6 του 1902/1990, Α΄ 138, και 20 παρ. 2 του ν. 2084/1992 Α΄ 165, Ε.Σ. Ολ. 244/2017, 1/2014, 2651/2011, 2298/2010, 1296/2006, 2366/2004).
Ο νοµοθέτης έχει, κατ’ αρχήν, την ευχέρεια να οργανώνει το σύστηµα συνταξιοδότησης της κατηγορίας αυτής, ως προς τον τρόπο λειτουργίας του φορέα συνταξιοδότησης και των χρηµατοδοτικών του µέσων (κρατικός προϋπολογισµός, σύσταση αποθεµατικών κεφαλαίων ή ειδικών λογαριασµών για τη χρηµατοδότηση των συντάξεων), σεβόµενος, όµως, τα βασικά χαρακτηριστικά του θεσµού όπως αποτυπώθηκαν στο Σύνταγµα, χωρίς να αλλοιώνει την ιδιαίτερη εγγυητική θέση του ?ηµοσίου, ως εργοδότη, στο ειδικό αυτό συνταξιοδοτικό σύστηµα και χωρίς να αναιρεί την πρακτική αποτελεσµατικότητα των οικείων συνταγµατικών ρυθµίσεων (βλ. Ε.Σ. Ολ. 244/2017, Πρακτ. Ολ. 9ης Γεν. Συν/σης της 27.5.2015).
V. Α. Από τις διατάξεις του άρθρου 105 Εισ.Ν.Α.Κ., περί αποζηµιωτικής ευθύνης του Δηµοσίου, που έχουν ως συνταγµατικό τους θεµέλιο την κατά το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγµατος αρχή της ισότητας των πολιτών στα δηµόσια βάρη (βλ. ΣτΕ Ολ. 1501/2014, ΣτΕ 48/2016, 980/2002), συνάγεται ότι, για να στοιχειοθετηθεί ευθύνη του Δηµοσίου προς αποζηµίωση λόγω πράξης ή παράλειψης των οργάνων του κατά την άσκηση της ανατεθειµένης σ’ αυτά δηµόσιας εξουσίας, απαιτείται, µεταξύ άλλων, η πράξη ή παράλειψη να είναι παράνοµη.
Εκ του ότι δε ο νοµοθέτης, είτε µε νόµο είτε µε διοικητική κανονιστική πράξη που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση νόµο καθορίζει γενικότερα τους όρους του αδίκου, παρέπεται ότι δεν µπορεί να προκύψει, έστω και αν προκαλείται ζηµία σε τρίτο, ευθύνη του Δηµοσίου προς αποζηµίωση, κατ’ εφαρµογή του άρθρου 105 του Εισ.Ν.Α.Κ., από την εκ µέρους της πολιτείας νοµοθέτηση µε τα αρµόδια αυτής όργανα ή από την παράλειψη των οργάνων αυτών να νοµοθετήσουν, εκτός αν από τη νοµοθέτηση ή την παράλειψή της γεννάται αντίθεση προς κανόνες δικαίου υπέρτερης τυπικής ισχύος (βλ. Ειδ. ?ικ. άρθρου 88 Σ. 73/2012, 26/2006, ΣτΕ Ολ. 479-481, 4741/2014, πρβλ. ΣτΕ 3901/2013, 2544/2013 7µ., 730/2010, 909/2007, 1038/2006 7µ.). Στην τελευταία αυτή περίπτωση, ευθύνη του Δηµοσίου προς αποζηµίωση του ζηµιωθέντος γεννάται, µόνο αν οι επιζήµιες συνέπειες επέρχονται απευθείας από την επίµαχη διάταξη, πριν και ανεξάρτητα από οποιαδήποτε εφαρµογή της µε πράξη της Διοίκησης. Στις λοιπές περιπτώσεις, κατά τις οποίες οι επιζήµιες συνέπειες επέρχονται από την εφαρµογή του ανωτέρω κανόνα δικαίου, δηλαδή από την πράξη της Διοίκησης που τον εφαρµόζει στην ατοµική περίπτωση, η ευθύνη έναντι του ζηµιωθέντος προκύπτει, όχι από τον κανόνα δικαίου, αλλά από την τελευταία αυτή πράξη, που, όταν συνιστά πράξη οργάνου ν.π.δ.δ., στοιχειοθετεί και ευθύνη του τελευταίου προς αποζηµίωση κατ’ άρθρο 106 Εισ.Ν.Α.Κ. (βλ. ΣτΕ Ολ. 479-481/2018, 4741/2014, πρβλ. ΣτΕ 3901/2013, 450/2013 7µ., 2773/2010 7µ., 3093/2009, 1038/2006 7µ.).
Περαιτέρω, για τη θεµελίωση της ευθύνης προς αποζηµίωση απαιτείται, µεταξύ άλλων, να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσµος µεταξύ της παράνοµης πράξης ή παράλειψης ή υλικής ενέργειας και της επελθούσας ζηµίας. Ο σύνδεσµος αυτός υφίσταται, όταν, σύµφωνα µε τα διδάγµατα της κοινής πείρας, η φερόµενη ως ζηµιογόνος πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια, κατά τη συνήθη πορεία των πραγµάτων και ενόψει των ειδικών συνθηκών της συγκεκριµένης περίπτωσης, ήταν εξ αντικειµένου ικανή και πρόσφορη να επιφέρει το ζηµιογόνο γεγονός (βλ. ΣτΕ Ολ. 479-481/2018, 4741/2014, πρβλ. ΣτΕ 4100/2012, 3124/2011).
Ενόψει αυτών, γεννάται αποζηµιωτική ευθύνη του Δηµοσίου, κατ’ άρθρο 105 Εισ.Ν.Α.Κ., µεταξύ άλλων, και από τη θέσπιση συνταξιοδοτικής φύσης διατάξεων, µε τις οποίες µεταβάλλεται το ύψος των συντάξεων, εφόσον οι διατάξεις αυτές αντιβαίνουν σε υπέρτερης τυπικής ισχύος ρυθµίσεις, έχουν ευρύτερες συνέπειες για τη συνταξιοδοτική κατάσταση των δικαιούχων και η εφαρµογή τους από τη Διοίκηση σε κάθε ατοµική περίπτωση συνιστά άµεση συνέπεια της θέσπισής τους, µε αποτέλεσµα η ενέργεια της Διοίκησης να συνιστά µεν αυτοτελή και αναγκαίο αιτιακό όρο του ζηµιογόνου αποτελέσµατος, χωρίς όµως να επιφέρει διακοπή του αιτιώδους συνδέσµου µεταξύ της αντιβαίνουσας σε υπερνοµοθετικής ισχύος ρυθµίσεις κανονιστικής διάταξης και της επελθούσας ζηµίας, διατηρώντας κατά τούτο την αδικοπρακτική ευθύνη του Δηµοσίου ακέραιη (βλ. ΣτΕ Ολ. 479-481/2018, 4741/2014).
Β. Εξάλλου, από τον συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 926, 481,482 και 483 του Αστικού Κώδικα, εφαρµοζοµένων και στο πλαίσιο της κατά τα άρθρα 105 και 106 Εισ.Ν.Α.Κ. αδικοπρακτικής ευθύνης του Δηµοσίου και των ν.π.δ.δ., αν ευθύνονται περισσότεροι για αποζηµίωση από αδικοπραξία, έναντι του δικαιούχου της αποζηµίωσης ενέχονται όλοι εις ολόκληρον, ανεξαρτήτως του µέτρου συµµετοχής αυτών, αντιστοίχως δε ο δικαιούχος της αποζηµίωσης δύναται να ζητήσει ολόκληρη την αποζηµίωση από οποιονδήποτε των συνυπεύθυνων εις ολόκληρον, ανεξαρτήτως του βαθµού συµµετοχής εκάστου στην τέλεση της αδικοπραξίας.
Άλλωστε, επί οφειλής εις ολόκληρον, κατ’ άρθρο 482 του Αστικού Κώδικα, ο δανειστής έχει το δικαίωµα να απαιτήσει την παροχή κατά την προτίµησή του από οποιονδήποτε συνοφειλέτη ή και από τους δύο είτε ολικώς είτε µερικώς, σε περίπτωση δε κατά την οποία η αποζηµίωση καταβληθεί πλήρως από έναν εκ των εις ολόκληρον υπόχρεων, σύµφωνα µε το άρθρο 483 του Αστικού Κώδικα, η ενοχή εις ολόκληρον, όσον αφορά στη σχέση του δικαιούχου µε τους συνευθυνοµένους, αποσβέννυται και ο δικαιούχος δεν µπορεί πλέον να ζητήσει από άλλον υπόχρεο την εκ νέου καταβολή της αποζηµίωσης (βλ. ΣτΕ Ολ. 169/2010, ΣτΕ 1029, 76/2018, 21/2015, 3055, 3056, 3196, 3343, 4739, 4740/2014, πρβλ. ΑΠ 630/2015, 1046/2011, 1379/2009, 150/2007).
VI. Α. Από τον συνδυασµό των διατάξεων του άρθρου 8 παρ. 1 του π.δ/τος 1225/1981 «Περί εκτελέσεως των περί Ελεγκτικού Συνεδρίου διατάξεων» (Α΄ 304), που ως διάταξη δικονοµικού πλαισίου εφαρµόζεται σε όλες τις ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου δίκες, ενόψει των αρχών της ασφάλειας δικαίου, της σαφήνειας, της ενότητας και συνοχής του δικονοµικού συστήµατος, ως βασικών πτυχών της αρχής της δίκαιης δίκης, κατά τα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγµατος και 6 της ΕΣΔΑ (πρβλ. απόφ. ΕΔΔΑ της 2.6.2016 Παπαϊωάννου κατά Ελλάδος, σκ. 39, 46, ΣτΕ 674/2018), σε συνδυασµό και µε τις ρυθµίσεις του άρθρου 72 του Κώδικα Διοικητικής Δικονοµίας (ΚΔΔ), που κυρώθηκε µε το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Α΄ 97), αναλόγως εφαρµοζοµένων και σε αγωγές που εκδικάζονται από το Ελεγκτικό Συνέδριο βάσει του άρθρου 123 του ίδιου ως άνω διατάγµατος (όπως αντικ. από το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 3472/2006, Α΄ 135), συνάγεται ότι, επί αγωγών συνταξιούχων υπαγόµενων στο ειδικό συνταξιοδοτικό καθεστώς των δηµόσιων λειτουργών, υπαλλήλων και στρατιωτικών, µε αντικείµενο την ικανοποίηση απαιτήσεων που απορρέουν από τη συνταξιοδοτική τους σχέση, είτε ευθέως εκ του νόµου, είτε ένεκα αδικοπραξίας κατ’ άρθρο 105 Εισ.Ν.Α.Κ., παθητικώς νοµιµοποιείται πάντοτε το Ελληνικό Δηµόσιο.
Και τούτο, διότι αυτό, µέσω του κρατικού προϋπολογισµού, συνιστά τον εκ του Συντάγµατος εγγυητή του συνταξιοδοτικού αυτού συστήµατος και της καταβολής των συντάξεων, ως συνέχειας των αποδοχών (βλ. σκέψη ΙV Ε), αλλά και τον κατ’ αρχήν φορέα της συνταξιοδοτικής σχέσης (βλ. άρθρο 1 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα, κωδικοποιηθέντος µε το άρθρο πρώτο του π.δ/τος 169/2007, Α΄ 210), µε συνέπεια να καταλαµβάνεται και το Ελληνικό Δηµόσιο από τις συνέπειες της δικαστικής απόφασης (εκτελεστότητα, δεδικασµένο, υποχρέωση συµµόρφωσης), ανεξαρτήτως του εάν βαρύνεται αποκλειστικώς αυτό µε την πληρωµή του σχετικού ποσού ή εάν το οικείο οικονοµικό βάρος έχει αναδεχθεί και άλλος φορέας (βλ. σκέψεις ΙV Α, Γ και Ε και πρβλ. Ε.Σ. Ολ. 1453/2006).
Περαιτέρω, όταν αντικείµενο της αγωγής συνιστούν αποζηµιωτικής φύσης απαιτήσεις των συνταξιούχων του Δηµοσίου, κατ’ άρθρο 105 Εισ.Ν.Α.Κ., από τη θεσµοθέτηση και εφαρµογή διατάξεων που φέρονται ως αντιβαίνουσες σε υπέρτερης τυπικής ισχύος κανόνες δικαίου, στον βαθµό που οι διατάξεις αυτές επιφέρουν ευρύτερες συνταξιοδοτικές συνέπειες και η εφαρµογή τους από τη συνταξιοδοτική Διοίκηση συνιστά άµεση συνέπεια της θέσπισής τους, το Ελληνικό Δηµόσιο νοµιµοποιείται παθητικώς όχι µόνο λόγω της, κατά τα ανωτέρω, εκ του Συντάγµατος θέσης του ως εγγυητή του συνταξιοδοτικού αυτού συστήµατος, αλλά ως και εκ της ευθύνης που απορρέει από τη θεσµοθέτηση των διατάξεων αυτών (βλ. σκέψη V A).
Β. Ειδικότερα, για αποζηµιωτικής φύσης απαιτήσεις γεννηθείσες κατά το χρονικό διάστηµα µέχρι τις 31.12.2016, κατά το οποίο οι συνταξιοδοτικές διατάξεις επί του κανονισµού και της πληρωµής των συντάξεων των υπαγοµένων στο καθεστώς αυτό εφαρµόζονταν από την αρµόδια Γενική Διεύθυνση Χορήγησης Συντάξεων Δηµόσιου Τοµέα της Γενικής Γραµµατείας Δηµοσιονοµικής Πολιτικής, που εντασσόταν οργανικά στο Υπουργείο Οικονοµικών (βλ. άρθρα 48, 49, 50, 51 και 52 του π.δ/τος 111/2014 «Οργανισµός Υπουργείου Οικονοµικών», όπως ίσχυε κατά τον κρίσιµο εν προκειµένω χρόνο, Α΄ 178), η σχετική αποζηµιωτική ευθύνη του Ελληνικού Δηµοσίου απορρέει τόσο από την εγγυητική του θέση στο ειδικό αυτό συνταξιοδοτικό σύστηµα, όσο και από τη θεσµοθέτηση των σχετικών διατάξεων, αλλά και από την εφαρµογή τους από τα όργανά του (πρβλ. ΣτΕ Ολ. 478-481/2018, 4741/2014).
Η δυνατότητα δε του δικαιούχου να απαιτήσει δικαστικώς την ικανοποίηση των σχετικών αξιώσεων από το Ελληνικό Δηµόσιο και η παθητική νοµιµοποίηση του τελευταίου, στις δίκες που έχουν ως αντικείµενο αποζηµιωτικές αξιώσεις γεννηθείσες µέχρι τις 31.12.2016, δεν αναιρείται από τη µεταφορά της αρµοδιότητας πληρωµής των συντάξεων από 1.1.2017 στον συσταθέντα µε το άρθρο 51 του ν. 4387/2016 (Α΄ 85) «Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης» (εφεξής «ΕΦΚΑ»), µεταφορά που συντελέστηκε µε την κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 100 παρ. 1 εδ. β του ν. 4387/2016 εκδοθείσα κ.υ.α. 124456/0092/13.12.2016 (Β΄ 4074), µε την οποία ορίστηκε ότι από την ως άνω ηµεροµηνία (1.1.2017) καταβάλλονται από τον ΕΦΚΑ και αναδροµικά συντάξεων του Δηµοσίου, έστω και αν ανατρέχουν σε χρόνο προγενέστερο της ηµεροµηνίας αυτής.
Επίσης, η παθητική νοµιµοποίηση του Ελληνικού Δηµοσίου, σε δίκες µε αντικείµενο αποζηµιωτικές αξιώσεις που γεννήθηκαν µέχρι τις 31.12.2016, δεν αναιρείται ούτε µετά τις 30.4.2018, οπότε και ολοκληρώθηκε - σύµφωνα µε τα οριζόµενα στην κ.υ.α. 2915/783/17.1.2018 (Β΄ 55), που εκδόθηκε κατ’ επίκληση των άρθρων 51, 53 παρ. 2, 100 παρ. 1 του ν. 4387/2016 και 395 του ν. 4512/2018 (Α΄ 5) - η µεταφορά αρµοδιοτήτων της Γενικής Διεύθυνσης Χορήγησης Συντάξεων Δηµοσίου Τοµέα της Γενικής Γραµµατείας Δηµοσιονοµικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονοµικών στον ΕΦΚΑ. Και τούτο, διότι, ενόψει του συνταγµατικώς κατοχυρωµένου ειδικού συνταξιοδοτικού καθεστώτος των δηµόσιων λειτουργών, υπαλλήλων και στρατιωτικών, της εκ του Συντάγµατος εγγυητικής θέσης του Δηµοσίου σ’ αυτό, της σαφούς συνταγµατικής του διάκρισης, ως συνταξιοδοτικού φορέα, από τους κατ’ άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγµατος φορείς κοινωνικής ασφάλισης (βλ. σκέψεις ΙV Γ και Ε), σε συνδυασµό µε τις διατάξεις των άρθρων 51, 53 και 70 του ν. 4387/2016, συνάγεται ότι ο ΕΦΚΑ δεν συνιστά οιονεί καθολικό διάδοχο του Δηµοσίου, ούτε συνεχίζει τις σχετικές δίκες αυτού, όπως αντιθέτως συµβαίνει µε τους φορείς, τοµείς, κλάδους και λογαριασµούς κοινωνικής ασφάλισης που συγχωνεύθηκαν σ’ αυτόν και απώλεσαν τη νοµική τους προσωπικότητα (βλ. σχετικώς ΣτΕ 1965, 1835, 1383, 442/2018) ή κατά το σκέλος που απορροφήθηκαν από τον ΕΦΚΑ µε τη µεταφορά σ’ αυτόν των κοινωνικοασφαλιστικών τους αρµοδιοτήτων (βλ. σχετικώς για τον ΟΓΑ, ΣτΕ 1839, 1670, 29/2018, 3326, 2128, 744/2017 και για το ΝΑΤ, ΣτΕ 1067/2018).
Αυτό, άλλωστε, συνάγεται και από τη σταδιακή µεταφορά των σχετικών συνταξιοδοτικών αρµοδιοτήτων του Δηµοσίου στον ΕΦΚΑ µε ειδικές ρυθµίσεις, όλως διακριτές από το σύστηµα της εκ του νόµου οιονεί καθολικής διαδοχής, που υιοθετήθηκε για τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης, και χωρίς να προβλέπεται ρητώς καθ’ οιονδήποτε τρόπο ότι ο ΕΦΚΑ υπεισέρχεται στα δικαιώµατα και τις υποχρεώσεις του Δηµοσίου, που απορρέουν από την άσκηση των συνταξιοδοτικών του αρµοδιοτήτων (πρβλ. a contrario ΣτΕ 3436/2015, 4097/2015, 3298, 3297/2017, 1592/2010). δοθέντος δε, ότι στις ρυθµίσεις των άρθρων 51, 53, 70 και 100 του ν. 4387/2016 και των ως άνω κ.υ.α. δεν ορίζεται κατά τρόπο ρητό, σαφή και προβλέψιµο (πρβλ. Ε.Σ. Ολ. 244/2017, ΣτΕ Ολ. 2649, 1738/2017, πρβλ. ΑΕΔ 14/2013, ΣτΕ 2034/2011 Ολ., 4731/2014, 640/2015 κ.ά., ΔΕΕ απόφ. της 18.11.2008, C- 158/07, .......... κατά .............., σκ. 67, βλ. και τον ν. 4048/2012 «Ρυθµιστική Διακυβέρνηση: Αρχές, Διαδικασίες και Μέσα Καλής Νοµοθέτησης», Α΄ 34, στο άρθρο 2 παρ. 1 περ. η΄, όπου µεταξύ των αρχών καλής νοµοθέτησης περιλαµβάνεται και η ασφάλεια δικαίου), ότι το Ελληνικό Δηµόσιο παύει να ευθύνεται για την ικανοποίηση των σχετικών αξιώσεων και ότι αποκλειστικώς υπόχρεος προς ικανοποίηση αυτών φορέας καθίσταται πλέον ο ΕΦΚΑ, συνάγεται, τόσο υπό των φως των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγµατος και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ περί πλήρους και αποτελεσµατικής δικαστικής προστασίας, όσο και των άρθρων 17 παρ. 1 του Συντάγµατος και 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ για τη προστασία της περιουσίας, όπως των συνταξιοδοτικής φύσης αξιώσεων (βλ. σκέψη ΙV ?), ότι το Ελληνικό Δηµόσιο παραµένει υπόχρεο προς ικανοποίηση των σχετικών αξιώσεων, που γεννήθηκαν µέχρι τις 31.12.2016.
Σε κάθε δε περίπτωση, µε τη µεταφορά της αρµοδιότητας πληρωµής των συντάξεων στον ΕΦΚΑ, από 1.1.2017, θεσπίζεται και δική του αυτοτελής και πρόσθετη υποχρέωση καταβολής των σχετικών ποσών στους δικαιούχους, ήτοι των αποζηµιωτικής φύσης αξιώσεών τους που έχουν γεννηθεί µέχρι τις 31.12.2016, χωρίς να αποσβέννυται η αρχική υποχρέωση του Ελληνικού Δηµοσίου (πρβλ. άρθρο 477 του Αστικού Κώδικα περί της σωρευτικής αναδοχής χρέους, ελλείψει αντίθετης, ρητής και σαφούς ρύθµισης, βλ. ΑΠ 60/2017, 984/2006, 557/1999), µε συνέπεια να ιδρύεται, για τις αξιώσεις του διαστήµατος αυτού, µεταξύ του Ελληνικού Δηµοσίου και του ΕΦΚΑ παθητική εις ολόκληρον ενοχή, κατά τα άρθρα 481 επ. ΑΚ. Στο πλαίσιο αυτό, ο δικαιούχος δύναται να εναγάγει οποιονδήποτε των υπόχρεων - συνοφειλετών ή όλους µαζί ή συγχρόνως ή διαδοχικώς για το σύνολο ή για µέρος της παροχής (βλ. σκέψη VB και ΑΠ Ολ. 1770/2014, 176/1976), µεταξύ δε αυτών γεννάται δικονοµικώς σχέση απλής οµοδικίας, κατ’ άρθρο 115 παρ. 2 του Κ??, αναλόγως εφαρµοζοµένου κατ’ άρθρο 123 του π.δ/τος 1225/1981 (πρβλ. ΑΠ 245/2006, 1370/2005, ΣτΕ 1592/2010).
Γ. Εξάλλου, για τις σχετικές αποζηµιωτικές απαιτήσεις που γεννώνται από την εφαρµογή των οικείων συνταξιοδοτικών διατάξεων για το διάστηµα από 1.1.2017 και εντεύθεν, κατά το οποίο η αρµοδιότητα πληρωµής των συντάξεων του Δηµοσίου έχει µεταφερθεί στον ΕΦΚΑ, αλλά και για αντίστοιχες απαιτήσεις που γεννώνται κατά το διάστηµα από 1.5.2018 και εφεξής, κατά το οποίο είχε ολοκληρωθεί η µεταφορά των αρµοδιοτήτων των συντάξεων του Δηµόσιου τοµέα στον ΕΦΚΑ, το Ελληνικό δηµόσιο εξακολουθεί να ευθύνεται για την ικανοποίηση των σχετικών αξιώσεων και να νοµιµοποιείται παθητικώς στις σχετικές δίκες. Και τούτο, τόσο λόγω της κατά τα ανωτέρω εγγυητικής του θέσης στο εν λόγω ειδικό συνταξιοδοτικό καθεστώς, που το καθιστά άνευ ετέρου διάδικο στις σχετικές δίκες, όσο και λόγω της αυτοτελούς αποζηµιωτικής του ευθύνης που απορρέει από την θέσπιση διατάξεων, επί των οποίων προβάλλεται αντίθεση σε διατάξεις υπέρτερης τυπικής ισχύος. Η ευθύνη του δε αυτή και η αυτοτελής παθητική του νοµιµοποίηση δεν αναιρούνται από την παράλληλη και εις ολόκληρον ευθύνη του ΕΦΚΑ, για την ικανοποίηση των απαιτήσεων που γεννώνται από 1.1.2017, τόσο ως φορέα
που έχει παγίως αναδεχθεί το βάρος πληρωµής των συντάξεων του ?ηµοσίου, κατά τα οριζόµενα στη σχετική κ.υ.α., όπως εκτέθηκε στην προηγούµενη σκέψη, όσο και ένεκα της εφαρµογής των διατάξεων αυτών κατά το διάστηµα αυτό από όργανά του, κατά τα άρθρα 105 και 106 Εισ.Ν.Α.Κ., σε συνδυασµό µε το άρθρο 926 του Αστικού Κώδικα (βλ. σκέψη V και ΣτΕ Ολ. 479-481/2018, 4741/2014), ο οποίος δυνητικώς οµοδικεί και για τις αξιώσεις του χρονικού αυτού διαστήµατος µε το Ελληνικό Δηµόσιο, κατ’ άρθρο 115 παρ. 2 του Κ??, έχοντας κοινή µε αυτό υποχρέωση προς ικανοποίηση των σχετικών απαιτήσεων.
Δ. Αντίθετη εκδοχή περί διαδοχής του Δηµοσίου από τον ΕΦΚΑ και περί αποκλειστικής παθητικής νοµιµοποίησης του τελευταίου στις σχετικές δίκες, τόσο για το χρονικό διάστηµα µέχρι 31.12.2016, όσο και από 1.1.2017 ή από 1.5.2018 και εντεύθεν, πέραν του ότι θα αντέβαιναν στη συνταγµατικώς κατοχυρωµένη ειδική θέση του ?ηµοσίου στο ειδικό συνταξιοδοτικό καθεστώς των δηµόσιων λειτουργών, υπαλλήλων και στρατιωτικών, που του προσδίδει και την άνευ ετέρου δικονοµική θέση του παθητικώς νοµιµοποιούµενου στις σχετικές δίκες, δεν θα εύρισκαν έρεισµα ούτε στις σχετικές οργανικές περί ΕΦΚΑ διατάξεις (άρθρα 51, 53, 70 και 100 του ν. 4387/2016) αλλά ούτε και στις διατάξεις των ως άνω κ.υ.α. για τη µεταφορά των σχετικών συνταξιοδοτικών αρµοδιοτήτων στον ΕΦΚΑ. Επίσης, κάτι τέτοιο θα αντέβαινε στις συνταγµατικώς κατοχυρωµένες και διατρέχουσες την ΕΣ?Α αρχές της ασφάλειας δικαίου, της σαφήνειας και της προβλεψιµότητας, σε σχέση µε την ταυτότητα του πραγµατικού οφειλέτη και υπόχρεου προς ικανοποίηση των σχετικών αξιώσεων, καθιστώντας αυτήν επισφαλή, χωρίς να έχει παρασχεθεί η δέουσα ενηµέρωση στους δικαιούχους για την αποκλειστική επιδίωξη των αξιώσεών τους από τον ΕΦΚΑ (βλ. κατ’ αναλογία απόφ. Ε??Α της 29.1.2013 ............ κατά Ελλάδος, σκ. 52-55), ενόψει και των ουσιαστικών και διαδικαστικών εγγυήσεων, µε τις οποίες απαιτείται, τόσο κατά το άρθρο 17 παρ. 1 του Συντάγµατος, όσο και κατά το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣ?Α, να περιβάλλεται το δικαίωµα στην περιουσία, για την αποτελεσµατική δικαστική του προστασία (βλ. αποφ. ΕΔΔΑ της 13.9.2011, ............ κατά Ελλάδος, σκ. 36, της 5.2.2009 ......... κατά Ελλάδος, σκ. 35, της 31.5.2007 ........... κατά Κροατίας, σκ. 33, της 27.3.2007 .......... και λοιποί κατά Τουρκίας, σκ. 70, της 21.5.2002 ........... κατά Φινλανδίας, σκ. 45).
Στον βαθµό, µάλιστα, που οι διατάξεις περί πληρωµής των συντάξεων από τον ΕΦΚΑ εντάσσονται στο πλαίσιο µίας διαρθρωτικής µεταβολής που επέφερε ο νοµοθέτης στο ειδικό συνταξιοδοτικό καθεστώς των δηµόσιων λειτουργών, υπαλλήλων και στρατιωτικών, οι νέες αυτές ρυθµίσεις σε καµία περίπτωση δεν θα µπορούσαν να αποτελέσουν αιτία για να τεθούν εν αµφιβόλω οι σχετικές αξιώσεις τους και έναντι του Ελληνικού Δηµοσίου, ως κατ’ αρχήν συνταξιοδοτικού τους φορέα βάσει του άρθρου 1 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα και εκ του Συντάγµατος εγγυητή του ειδικού τους συνταξιοδοτικού καθεστώτος. Τούτο δε, ενόψει και της σχετικής γνωµοδότησης του ?ικαστηρίου τούτου περί της αντισυνταγµατικότητας των διατάξεων του ν. 4387/2016 ως προς την ένταξη των δηµόσιων λειτουργών, υπαλλήλων και στρατιωτικών στον ΕΦΚΑ (βλ. Ε.Σ. Πρακτ. Ολ. 1ης Ειδ. Συν/σης της 20.4.2016), η οποία θεµελιώνει, άνευ ετέρου, δικαιολογηµένη εµπιστοσύνη των δικαιούχων, τόσο για αποκλειστική, όσο και για σωρευτική εναγωγή και του Ελληνικού ?ηµοσίου, τόσο επί ευθειών εκ του νόµου, όσο και επί αποζηµιωτικής φύσης αξιώσεων (πρβλ. Ε.Σ. Ολ. 244/2017 και, κατ’ αναλογία, Ε.Σ. Ολ. 2142, 750, 748, 287/2017).
Ε. Σε κάθε δε περίπτωση, το ως άνω ζήτηµα της συνταγµατικότητας ή µη των διατάξεων του ν. 4387/2016 (βλ. Ε.Σ. Ολ. 1388, 1277/2018, 244/2017, Ολ. Πρακτ. 1ης Ειδ. Συν/σης της 20.4.2016, αποφ. Ειδ.Δικ. άρθρου 88 του Συντάγµατος 1/2018), δεν αποτελεί ουσιαστικό αντικείµενο της επίδικης υπόθεσης, ούτε δύναται να επιλυθεί στο στάδιο εξέτασης της διαδικαστικής προϋπόθεσης της παθητικής νοµιµοποίησης του Ελληνικού ?ηµοσίου και του ΕΦΚΑ στην παρούσα δίκη (πρβλ. Ειδ. ?ικ. 1-4/2018). Τούτο ενόψει και του δικαιώµατος πλήρους και αποτελεσµατικής δικαστικής προστασίας, κατά τα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγµατος και 6 παρ. 1 της ΕΣ?Α (βλ. Ε.Σ. Ολ. 484/2018, 244/2017, αποφ. ΕΔΔΑ της 19.3.1997 «............. κατά Ελλάδος», της 14.12.1999 «............... και .............. κατά Ελλάδος», της 25.3.1999 «............ κατά Ελλάδος», της 8.4.2004 «.............. κατά Γεωργίας», της 11.12.2003 «.......... κατά Ελλάδος», της 22.12.2005 «Ιερά Μονή .............. κατά Ελλάδος», της 10.5.2007 «................ κατά Ελλάδος», της 21.6.2007 «............ κλπ. κατά Ελλάδος, της 28.10.2010 «............. κατά Ελλάδος»), που επιβάλλει τη διασφάλιση της εκτελεστότητας και της συµµόρφωσης προς τη δικαστική απόφαση, έναντι οποιουδήποτε φορέα είναι αρµόδιος για την ικανοποίηση των σχετικών αξιώσεων.
ΣΤ. Στην υπό κρίση υπόθεση, οι αξιώσεις της ενάγουσας, κατ’ εκτίµηση του περιεχοµένου της υπό κρίση αγωγής, ερείδονται επί των άρθρων 105 και 106 του Εισ.Ν.Α.Κ. και αφορούν σε ποσά συντάξεων, που αυτή απώλεσε για το διάστηµα από 1.1.2016 έως 30.6.2018, κατ’ εφαρµογή των διατάξεων της υποπαραγράφου Β.3 της παραγράφου Β του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, όπως τροποποιήθηκε µε το άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 4111/2013 και του άρθρου13 του ν. 4387/2016, διατάξεις που, κατά τους ισχυρισµούς της, αντιβαίνουν σε κανόνες υπέρτερης τυπικής ισχύος και δη προς τις διατάξεις των άρθρων 26, 87 παρ. 1 και 88 παρ. 2 του Συντάγµατος περί του ειδικού µισθολογικού και συνταξιοδοτικού καθεστώτος των δικαστικών λειτουργών, οι οποίες έχουν, ως εκ του περιεχοµένου τους, ευρύτερες συνέπειες για την συνταξιοδοτική της κατάσταση, έτυχαν δε άµεσης εφαρµογής, τόσο από διοικητικά όργανα ενταγµένα στην οργανωτική δοµή του ?ηµοσίου µέχρι τις 31.12.2016, όσο και από όργανα εντός της δοµής του ΕΦΚΑ από 1.1.2017 και εντεύθεν, ο οποίος, άλλωστε, έχει αναλάβει επιπροσθέτως την πληρωµή συντάξεων και για το προ της ηµεροµηνίας αυτής χρονικό διάστηµα (βλ. ανωτέρω B και Γ παρούσας σκέψης VI). Ενόψει τούτων και των όσων έγιναν δεκτά στις προηγούµενες σκέψεις, τόσο το Ελληνικό ?ηµόσιο όσο και ο ΕΦΚΑ νοµιµοποιούνται παθητικώς στην παρούσα δίκη, κατά τα άρθρα 8 του π.δ/τος 1225/1981 και 72 του Κώδικα ?ιοικητικής ?ικονοµίας, ως εις ολόκληρον υπεύθυνοι για την ικανοποίηση των επίδικων αξιώσεων, κατά τα άρθρα 105, 106 Eισ.Ν.Α.Κ., 926, 481 επ. ΑΚ, για τον λόγο δε αυτόν παραδεκτώς οµοδικούν, κατ’ άρθρο 115 παρ. 2 του Κ?? (βλ. oµοίως Β, Γ παρούσας σκέψης VI).
Ζ. Κατόπιν αυτών, η υπό κρίση αγωγή, για την οποία δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήµου, ως εκ του περιορισµού του καταψηφιστικού της αιτήµατος για το ποσό µέχρι τις 6.000 ευρώ [βλ. άρθρο 274 παρ. 1 και 2 του Κ??, όπως ισχύει µετά την τροποποίηση της παραγράφου 2 αυτού, µε το άρθρο 34 του ν. 3659/2008 (Α΄ 77), αναλόγως εφαρµοζοµένου
βάσει του άρθρου 123 του π.δ/τος 1225/1981, (βλ. Ε.Σ. Ολ. 1277/2018, 244/2017, ΙΙ Τµ. 611/2017, ΙΙΙ Τµ. 2052, 2053, 442/2017, ΣτΕ Ολ 660/2016, 3410/2014), έχει ασκηθεί αρµοδίως και κατά τα λοιπά παραδεκτώς, είναι δε περαιτέρω ερευνητέα, ως προς την νοµική και ουσιαστική της βασιµότητα.
VIΙ. A. Με την 164/2015 απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 του Συντάγµατος κρίθηκε ότι οι, θεσπισθείσες µε τους ν. 3833/2010 (άρθρο 1 παρ. 2), 3845/2010 (άρθρο τρίτο παρ. 6), 3865/2010 (άρθρο 11), 4002/2011 (άρθρο 2 παρ. 13), 4024/2011 (άρθρο 1 παρ. 10) και 4051/2012 (άρθρο 1 παρ. 1), περικοπές των συντάξεων των δικαστικών λειτουργών εντάσσονται, όπως και αυτές των λοιπών συνταξιούχων του Δηµοσίου, σε ένα ευρύτερο πρόγραµµα δηµοσιονοµικής προσαρµογής και προώθησης διαρθρωτικών µεταρρυθµίσεων της ελληνικής οικονοµίας, για την άµεση µείωση των κρατικών δαπανών και την εξεύρεση πόρων, µε σκοπό, τόσο την αντιµετώπιση της έκτακτης οικονοµικής ανάγκης στην οποία βρέθηκε η Χώρα, όσο και τη βελτίωση της µελλοντικής δηµοσιονοµικής και οικονοµικής κατάστασης, δεν υπερβαίνουν το αναγκαίο µέτρο και, ως εκ τούτου, δεν θίγουν τις συνταγµατικές αρχές της διάκρισης των λειτουργιών και της δικαστικής ανεξαρτησίας, λαµβανοµένων υπόψη του ύψους, των χαρακτηριστικών τους και των συνθηκών, υπό τις οποίες θεσπίστηκαν.
B. Με την παρ. Β του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 «Έγκριση Μεσοπρόθεσµου Πλαισίου Δηµοσιονοµικής Στρατηγικής 2013-2016 - Επείγοντα Μέτρα Εφαρµογής του ν. 4046/2012 και του Μεσοπρόθεσµου Πλαισίου Δηµοσιονοµικής Στρατηγικής 2013-2016» (Α΄ 222/12.11.2012), αφενός θεσπίστηκαν νέες µειώσεις στις καταβαλλόµενες από το Δηµόσιο, µεταξύ άλλων, και στους δικαστικούς λειτουργούς, συντάξεις (ή το άθροισµα συντάξεων και µερισµάτων), που υπερέβαιναν τα 1.000 ευρώ, µε κλιµάκωση του ποσοστού µείωσης από 5% έως και 20%, αναλόγως του ύψους τους, και µε κατοχύρωση κατώτατου ορίου εναποµένουσας σύνταξης µετά την εφαρµογή κάθε ποσοστού µείωσης (υποπαράγραφος Β.3, όπως τροποποιήθηκε µε το άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 4111/2013, Α΄ 18, µε έναρξη ισχύος - σύµφωνα µε την παράγραφο 5 του ίδιου άρθρου από 19.11.2012), αφετέρου καταργήθηκαν πλέον για όλους τους συνταξιούχους του Δηµοσίου τα επιδόµατα και δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας (υποπαράγραφος Β.4).
Με τον επακολουθήσαντα ν. 4387/2016 «Ενιαίο Σύστηµα Κοινωνικής Ασφάλειας - Μεταρρύθµιση ασφαλιστικού - συνταξιοδοτικού συστήµατος …. και άλλες διατάξεις» (Α΄ 85), ο οποίος ισχύει από 12.5.2016 (άρθρο 122 αυτού), και την ίδρυση του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ), θεσπίζεται ένα νέο σύστηµα κοινωνικής ασφάλισης για όλους τους απασχολούµενους του δηµόσιου και ιδιωτικού τοµέα, µε ενιαίους κανόνες υπολογισµού των εισφορών και των παροχών, µέσω της θέσπισης του ανταποδοτικού µέρους της σύνταξης, το οποίο είναι ανεξάρτητο από την εθνική (χρηµατοδοτούµενη από τον κρατικό προϋπολογισµό) σύνταξη και αθροίζεται µε αυτήν.
Προκειµένου δε να διασφαλιστεί η µακροπρόθεσµη βιωσιµότητα του ασφαλιστικού συστήµατος, προβλέπεται η άµεση εφαρµογή των νέων, ενιαίων κανόνων υπολογισµού των συντάξεων και επί των ήδη συνταξιούχων του Δηµοσίου, µέσω του επανυπολογισµού των συντάξεών τους κατά τους ορισµούς του άρθρου 14 του ν. 4387/2016.
Το τελευταίο αυτό άρθρο αρχικώς όριζε στην παρ. 2 περ. α ότι οι ήδη καταβαλλόµενες κατά την έναρξη ισχύος του εν λόγω νόµου συντάξεις εξακολουθούν να καταβάλλονται µέχρι 31.12.2018 στο ύψος που είχαν διαµορφωθεί στις 31.12.2014, δηλαδή κατόπιν συνυπολογισµού των περικοπών που είχαν επέλθει στις συντάξεις του Δηµοσίου κατ’ εφαρµογή των νόµων 4024/2011, 4051/2012 και 4093/2012, καθώς και της εισφοράς αλληλεγγύης συνταξιούχων του άρθρου 11 του ν. 3865/2010.
Περαιτέρω, προέβλεπε στην περ. β της ίδιας παραγράφου ότι, από 1.1.2019 και εφόσον το ποσό της σύνταξης, όπως υπολογίζεται, είναι µεγαλύτερο από το ήδη καταβαλλόµενο, το επιπλέον ποσό εξακολουθεί να καταβάλλεται στον δικαιούχο ως προσωπική διαφορά, συµψηφιζόµενο κατ’ έτος, και ως την πλήρη εξάλειψή του, µε την εκάστοτε αναπροσαρµογή των συντάξεων.
Η τελευταία αυτή περίπτωση αντικαταστάθηκε, από 19.5.2017, µε την παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4472/2017 (Α΄ 74/19.5.2017), ορίζοντας ότι το τυχόν υπερβάλλον µετά τον επανυπολογισµό ποσό περικόπτεται µέχρι ποσοστού 18% επί της καταβαλλόµενης κατά την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016 κύριας σύνταξης του δικαιούχου, περικοπή που, όµως, δεν συντελείται για το καταβαλλόµενο από 1.1.2019 ποσό σύνταξης ενόψει της νεότερης διάταξης του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 4583/2018 (Α΄ 212).
Τέλος, µε τις µεταβατικές διατάξεις του άρθρου 13 του ως άνω νόµου 4387/2016 ορίστηκε, για τους ήδη κατά την έναρξη ισχύος του νόµου αυτού συνταξιούχους του Δηµοσίου, ανώτατο όριο δυναµένης να καταβληθεί σύνταξης, ήτοι: αναστολή καταβολής, έως τις 31.12.2018, κάθε ατοµικής µηνιαίας σύνταξης, κατά το ποσό (ακαθάριστο) που υπερβαίνει τις 2.000 ευρώ (ή τις 3.000 ευρώ, προκειµένου περί αθροίσµατος συντάξεων), καθώς και η καταβολή εκ νέου, από 1.1.2019, του υπερβάλλοντος ποσού, εφόσον αυτό προκύψει µετά τον επανυπολογισµό της σύνταξης επί τη βάσει των οριζοµένων στο ως άνω άρθρο 14.
Σύµφωνα δε, µε τις προαναφερθείσες διατάξεις του εν λόγω άρθρου (14), το υπερβάλλον αυτό ποσό υπολογίζεται µε βάση τις περικοπές που θεσπίστηκαν µε τους νόµους 4024/2011, 4051/2012 και 4093/2012 και µετά την αφαίρεση της εισφοράς αλληλεγγύης συνταξιούχων του άρθρου 11 του ν. 3865/2010, η οποία εξακολουθεί να αφαιρείται για τον υπολογισµό του τελικώς καταβλητέου στον συνταξιούχο ποσού σύνταξης, καίτοι µε τη 244/2017 απόφαση της Ολοµέλειας του Δικαστηρίου τούτου, οι προβλέπουσες την εισφορά αυτή διατάξεις (ήτοι και εκείνες των άρθρων 44 παρ. 10 του ν. 3986/2011 και 2 παρ. 13 του ν. 4002/2011) κρίθηκαν ως αντίθετες προς τα άρθρα 4 παρ. 1 και 5, 22 παρ. 5και 25 παρ. 1 και 4 του Συντάγµατος, ορίζοντας ως χρονικό σηµείο επέλευσης των αποτελεσµάτων της διάγνωσης της αντισυνταγµατικότητας αυτής, τον χρόνο δηµοσίευσης της απόφασης, ήτοι την 8.2.2017.
Γ. Με την 1/2018 απόφαση του κατά του άρθρο 88 παρ. 2 του Συντάγµατος Ειδικού Δικαστηρίου, στο πλαίσιο αγωγής κατ’ άρθρο 105 Εισ.Ν.Α.Κ. συνταξιούχου δικαστικού λειτουργού, κρίθηκε ότι οι διατάξεις της υποπαραγράφου Β.3 της παραγράφου Β του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 κατά το µέρος που αφορούν τους συνταξιούχους δικαστικούς λειτουργούς και ελήφθησαν υπόψη για τον επανυπολογισµό των συντάξεών τους κατά το άρθρο 14 παράγραφοι 1 περ. β και 2 περ. α του νεότερου νόµου 4387/2016, καθώς και οι µεταβατικές διατάξεις του άρθρου 13 αυτού, αντίκεινται στις διατάξεις του άρθρου 26 του Συντάγµατος και στις εξειδικεύουσες αυτές, ως προς τη δικαστική εξουσία, διατάξεις των άρθρων 87 παρ. 1 και 88 παρ. 2 του Συντάγµατος, οι οποίες επιτάσσουν τη χορήγηση στους δικαστικούς λειτουργούς σύνταξης, που να µην αποκλίνει ουσιωδώς από τις αποδοχές των εν ενεργεία δικαστικών λειτουργών, οι οποίοι έχουν τον αυτό βαθµό µε εκείνον που κατείχαν οι συνταξιούχοι κατά την έξοδό τους από την ενεργό υπηρεσία, ώστε να διασφαλίζεται σε αυτούς επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης, ανάλογο µε το κύρος και την αποστολή του λειτουργήµατος που ασκούσαν.
Τούτο διότι, κατά τον προσδιορισµό των ανωτέρω περικοπών του ν. 4093/2012 δεν ελήφθη υπόψη η ιδιαίτερη συνταξιοδοτική µεταχείριση των δικαστικών λειτουργών, την οποία, κατά τα ανωτέρω, κατοχυρώνει το Σύνταγµα ως εγγύηση για την εξασφάλιση της ανεξαρτησίας της δικαστικής λειτουργίας και, δι’ αυτής, την εξασφάλιση στους πολίτες αποτελεσµατικής δικαστικής προστασίας, αφού, πέραν του αµιγώς ποσοτικού (αριθµητικού), και ως εκ τούτου απρόσφορου κριτηρίου, της επίτευξης, δηλαδή, συγκεκριµένης µεσοσταθµικής µείωσης του εν γένει µισθολογικού κόστους του Δηµοσίου, δεν συνεκτιµήθηκαν οι τυχόν επιπτώσεις από τις εν λόγω µειώσεις σε σχέση µε το επιδιωκόµενο οικονοµικό όφελος, εάν θα µπορούσαν να ληφθούν άλλα µέτρα ισοδύναµου αποτελέσµατος, µε µικρότερο κόστος για τους συνταξιούχους δικαστικούς λειτουργούς, καθώς και εάν ειδικώς οι συντάξεις αυτών παραµένουν, και µετά τις νέες µειώσεις, σε σχέση αναλογίας µε τις αποδοχές των εν ενεργεία δικαστικών λειτουργών, όπως απαιτείται από το Σύνταγµα.
Αντίστοιχα, µε τις διατάξεις του ν. 4387/2016 - ανεξαρτήτως της συνταγµατικότητας ή µη της υπαγωγής στον ΕΦΚΑ λειτουργών και υπαλλήλων του Δηµοσίου - αντιµετωπίστηκαν οι δικαστικοί λειτουργοί, εν ενεργεία και συνταξιούχοι, κατά τρόπο ενιαίο, τουλάχιστον µε το σύνολο των απασχολούµενων στο Δηµόσιο (άµεσα και έµµεσα κρατικά όργανα) και εντάχθηκαν, τόσο στις πάγιες ρυθµίσεις του εν λόγω νόµου, όσο και στις µεταβατικές ρυθµίσεις του άρθρου 13 αυτού, χωρίς να συνεκτιµηθεί, ειδικώς, κατά τη θέσπιση, µε το τελευταίο αυτό άρθρο, ανώτατου ορίου στις ήδη καταβαλλόµενες συντάξεις, η ιδιαίτερη κατά το Σύνταγµα συνταξιοδοτική τους µεταχείριση και χωρίς να προκύπτει, βάσει συγκεκριµένων εκτιµήσεων, ότι η σκοπούµενη µε τις ρυθµίσεις του εν λόγω νόµου διατήρηση της βιωσιµότητας του συνταξιοδοτικού συστήµατος δεν ήταν δυνατή, παρά µόνον µε τη θέσπιση τέτοιων δραστικών µειώσεων στις συντάξεις των δικαστικών λειτουργών.
Κατ’ αποτέλεσµα, κρίθηκε ότι η διάρρηξη της σχέσης αναλογίας µεταξύ της σύνταξης και των αποδοχών ενεργείας των δικαστικών λειτουργών, η οποία είχε ήδη επέλθει µε τις περικοπές του ν. 4093/2012, επιτείνεται πλέον κατά πολύ, µε την εφαρµογή των εν λόγω µεταβατικών διατάξεων του άρθρου 13 του ν. 4387/2016, χωρίς καµία εκτίµηση των σωρευτικών επιπτώσεών τους, µε την επίκληση και µόνον των εκάστοτε δηµοσιονοµικών συνθηκών και δυσχερειών. Με βάση την παραδοχή αυτή, έγινε περαιτέρω δεκτό ότι µη νοµίµως υπολογίστηκε η σύνταξη του ενάγοντος, συνταξιούχου δικαστικού λειτουργού, κατ’ εφαρµογή των ανίσχυρων αυτών διατάξεων, ενώ εφαρµοστέες τυγχάνουν οι προϊσχύουσες αυτών διατάξεις (βλ. και αποφάσεις 2 έως 4/2018 του ιδίου ?ικαστηρίου).
VIII. Α. Στην υπό κρίση υπόθεση από το σύνολο των στοιχείων του φακέλου προκύπτουν τα ακόλουθα:
Η ενάγουσα είναι τέως δικαστικός λειτουργός (Πρόεδρος Εφετών επί τιµή), η οποία κατέστη συνταξιούχος πριν την έναρξη εφαρµογής του ν. 4387/2016 (12.5.2016). Με την ένδικη αγωγή της ζητεί, κατ΄ εκτίµηση του οικείου δικογράφου, να υποχρεωθούν το Ελληνικό Δηµόσιο και ο Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης να της καταβάλουν, νοµιµοτόκως από την επίδοση της αγωγής, το ποσό των 6.000 ευρώ και να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγοµένων να της καταβάλουν, επίσης νοµιµοτόκως, το ποσό των 32.211,45 ευρώ, ήτοι συνολικά 38.211,45 ευρώ.
Από το ως άνω συνολικώς διεκδικούµενο ποσό, ζητεί:
α) Το ποσό των 35.211,45 ευρώ ως αποζηµίωση, κατά το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόµου του Αστικού Κώδικα, άλλως ως διαφορές συντάξεων, το οποίο σύµφωνα µε τους ισχυρισµούς της, αντιστοιχεί στη διαφορά των ποσών συντάξεων που έλαβε κατά το χρονικό διάστηµα από 1.1.2016 έως 30.6.2018 και των ποσών που θα ελάµβανε, εάν δεν εφαρµόζονταν επί των συντάξεων των δικαστικών λειτουργών οι διατάξεις της υποπαραγράφου Β.3 της παραγράφου Β του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 και του άρθρου 13 του ν. 4387/2016, οι οποίες, όπως προβάλλεται, έρχονται σε αντίθεση µε κανόνες υπέρτερης τυπικής ισχύος και δη προς τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 25 παρ. 1 και 4, 26, 87 παρ. 1 και 88 παρ. 2 του Συντάγµατος και τις συνταγµατικές αρχές που απορρέουν από τα άρθρα αυτά, δηλαδή του σεβασµού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της αναλογικότητας, της προστασίας της δικαιολογηµένης εµπιστοσύνης, της ασφάλειας δικαίου, της προβλεψιµότητας, καθώς και της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, και
β) Το ποσό των 3.000 ευρώ, ως χρηµατική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης.
Με βάση τα ανωτέρω δεκτά γενόµενα και κατά τα ήδη κριθέντα από το αρµόδιο Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 88 του Συντάγµατος µε την 1/2018 απόφασή του, οι διατάξεις της υποπαραγράφου Β.3 της παραγράφου Β του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, κατά το µέρος που αφορούν τους συνταξιούχους δικαστικούς λειτουργούς και ελήφθησαν υπόψη για τον επανυπολογισµό των συντάξεων τους κατά το άρθρο 14 παράγραφοι 1 περ. β και 2 περ. α του νεότερου νόµου 4387/2016, καθώς και οι µεταβατικές διατάξεις του άρθρου 13 του ίδιου νόµου (4387/2016), αντίκεινται στις διατάξεις του άρθρου 26 του Συντάγµατος και στις εξειδικεύουσες αυτές, ως προς τη δικαστική εξουσία, διατάξεις των άρθρων 87 παρ. 1 και 88 παρ. 2 του Συντάγµατος, οι οποίες επιτάσσουν τη χορήγηση στους δικαστικούς λειτουργούς σύνταξης που να µην αποκλίνει ουσιωδώς από τις αποδοχές των εν ενεργεία δικαστικών λειτουργών, οι οποίοι έχουν τον αυτό βαθµό µε εκείνον που κατείχαν οι συνταξιούχοι κατά την έξοδό τους από την ενεργό υπηρεσία, ώστε να διασφαλίζεται σε αυτούς επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης, ανάλογο µε το κύρος και την αποστολή του λειτουργήµατος που ασκούσαν.
Εποµένως οι γενόµενες παρακρατήσεις στις συντάξιµες αποδοχές της ενάγουσας, βάσει των ανωτέρω ανίσχυρων διατάξεων, είναι µη νόµιµες, η δε ένδικη αγωγή, ερειδόµενη στο άρθρο 105 Εισ.Ν.Α.Κ., είναι νόµω βάσιµη και γεννάται ευθύνη του ?ηµοσίου προς αποκατάσταση της ζηµίας που υπέστη η ενάγουσα από τη στέρηση των διαφορών σύνταξης που θα ελάµβανε αν δεν είχε µεσολαβήσει η ως άνω παράνοµη ενέργεια των συνταξιοδοτικών οργάνων του εναγοµένου. Επίσης, γεννάται πρόσθετη και εις ολόκληρον ευθύνη του ΕΦΚΑ, τόσο για την ικανοποίηση των σχετικών αξιώσεων µέχρι τις 31.12.2016, στο πλαίσιο της συντελεσθείσας µε την κ.υ.α. 124456/0092/13.12.2016 αναδοχής των σχετικών υποχρεώσεων και των αξιώσεων που είχαν γεννηθεί µέχρι την ηµεροµηνία αυτή, όσο και για το µετά την 1.1.2017 διάστηµα, ένεκα τόσο της αναδοχής όσο και της εφαρµογής των σχετικών διατάξεων από τα όργανα του ΕΦΚΑ, βάσει των άρθρων 105 και 106 Εισ.Ν.Α.Κ., 926 και 481 επ. του Αστικού Κώδικα.
Β. Περαιτέρω, η ένδικη αξίωση δεν έχει υποπέσει στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 140 παρ. 1 του ν. 4270/2014 «Αρχές δηµοσιονοµικής διαχείρισης και εποπτείας (…) - δηµόσιο λογιστικό και άλλες διατάξεις» (Α΄ 143), στην οποία υπόκειται, ως απορρέουσα από παράνοµες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του Δηµοσίου κατά την άσκηση της δηµόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί στο πλαίσιο της απονοµής συντάξεων και άρχεται από το τέλος του οικονοµικού έτους εντός του οποίου γεννήθηκε η αξίωση, κατ’ άρθρο 141 του ν. 4270/2014 (βλ. Ειδ. ?ικ. αρ. 88 Σ. 7, 5/2006, Ε.Σ. Ολ. 1521, 1031, 296/2017, 2682/2013, ΙΙ Τµ. 2171, 1582/2017).
Εξ άλλου, στον βαθµό που σε βάρος του ΕΦΚΑ συντρέχει πρόσθετη υποχρέωση ικανοποίησης στο πλαίσιο αναδοχής, βάσει της κ.υ.α. 124456/0092/13.12.2016, ισχύουν τα περί παραγραφής έναντι του κύριου οφειλέτη, ήτοι του Δηµοσίου, ελλείψει ειδικής, σαφούς και προβλέψιµης περί του αντιθέτου ρύθµισης (πρβλ. άρθρα 473 και 477 ΑΚ και ΑΠ 2016/2013, 1843/2008, επί της παραγραφής των απαιτήσεων στο πλαίσιο σωρευτικής αναδοχής χρέους).
Σε κάθε δε περίπτωση, η ως άνω πενταετής παραγραφή ισχύει και έναντι του ΕΦΚΑ, καθ’ εαυτόν, όπως συνάγεται από το προαναφερθέν άρθρο 140 του ν. 4270/2014, στην εφαρµογή του οποίου, µεταξύ άλλων, παραπέµπει το άρθρο 64 του Κανονισµού Οικονοµικής Οργάνωσης και Λογιστικής Λειτουργίας του ΕΦΚΑ (απόφαση της Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης Φ.ΕΦΚΑ/οικ.22424/861/16.5.2017, Β΄ 1720), που, κατ’ άρθρο 83 αυτού, ισχύει από 1.1.2017 [βλ. και άρθρο 80 της προϊσχύουσας Φ.ΕΦΚΑ/οικ.59522/2205/29.12.2016 απόφασης της ίδιας ως άνω Υπουργού καθώς και άρθρο 137 παρ. Β του ν. 3655/2008 (Α΄ 58), περί πενταετούς παραγραφής των σχετικών αξιώσεων έναντι φορέων κοινωνικής ασφάλισης].
Γ. Κατόπιν των ανωτέρω, η ενάγουσα πρέπει να λάβει ως αποζηµίωση, κατά τα άρθρα 105 και 106 Εισ.Ν.Α.Κ., τα ποσά συντάξεων που παρακρατήθηκαν από τη σύνταξή της, κατ’ εφαρµογή των ανωτέρω ανίσχυρων διατάξεων των άρθρων πρώτου παράγραφος Β υποπαράγραφος Β3 του ν. 4093/2012 και 13 του ν. 4387/2016, κατά το από 1.1.2016 έως 30.6.2018 χρονικό διάστηµα. Όπως δε προκύπτει από τα προσκοµιζόµενα εκκαθαριστικά σηµειώµατα συντάξεων µηνών Ιανουαρίου 2016 έως Ιουνίου 2018 και δεν αµφισβητείται ειδικότερα από τους εναγόµενους:
1) Για το χρονικό διάστηµα από 1.1.2016 έως 30.9.2017, από τις ακαθάριστες µηνιαίες συντάξιµες αποδοχές της ενάγουσας παρακρατήθηκε, σύµφωνα µε την ανίσχυρη, κατά τα ανωτέρω, υποπαράγραφο Β3 της παραγράφου Β του άρθρου πρώτου του ν.4093/2012, το ποσό των 676,06 ευρώ, ήτοι συνολικώς για το ανωτέρω χρονικό διάστηµα, το ποσό των 14.197,26 ευρώ (ήτοι 676,06 ευρώ Χ 21 µήνες) και
2) Για το χρονικό διάστηµα από 1.10.2017 έως 30.6.2018, από το µηνιαίο ακαθάριστο ποσό συντάξεων της ενάγουσας (στο οποίο δεν συµπεριλαµβάνονται τυχόν αναδροµικά, ενώ συνυπολογίζεται, κατά τα ανωτέρω, το ποσό των 676,06 ευρώ, που αντιστοιχεί στην κριθείσα ως µη νόµιµη παρακράτηση του ν. 4093/2012) συνολικού ύψους 4.369,91 ευρώ (ήτοι ποσό βασικής σύνταξης ύψους 5.133,09 ευρώ, συν το επίδοµα οικογενειακών βαρών ύψους 35 ευρώ, συν το επίδοµα εξοµάλυνσης ύψους 207 ευρώ, µείον την παρακράτηση του ν. 4024/2011 ύψους 678,50 ευρώ, µείον την παρακράτηση του ν. 4051/2012 ύψους 326,68 ευρώ), το καταβλητέο σε αυτήν ακαθάριστο µηναίο ποσό ανήλθε σε 2.000 ευρώ, σε εκτέλεση της ανίσχυρης, κατά τα ανωτέρω, διάταξης του άρθρου 13 παρ. 1 του ν. 4387/2016, ήτοι παρακρατήθηκε µηνιαίο ακαθάριστο ποσό συντάξεων ύψους 2.369,91 ευρώ (4.369,91 µείον 2.000) και συνολικώς, για το ανωτέρω χρονικό διάστηµα, το ποσό των 21.329,19 ευρώ (ήτοι 2.369,91 ευρώ Χ 9 µήνες).
Δ. Εποµένως, το συνολικό ακαθάριστο ποσό, που παρακρατήθηκε από τις συντάξιµες αποδοχές της ενάγουσας για το προαναφερόµενο χρονικό διάστηµα από 1.1.2016 έως 30.6.2018 και, σύµφωνα µε τα ανωτέρω, πρέπει να της επιστραφεί, ανέρχεται σε 35.526,45 ευρώ (14.197,26 ευρώ συν 21.329,19 ευρώ).
Δοθέντος, όµως, ότι µε την ένδικη αγωγή η ενάγουσα ζητεί να της καταβληθεί για το χρονικό διάστηµα από 1.1.2016 έως 30.9.2017 το ποσό των 14.197,20 ευρώ και για το χρονικό διάστηµα από 1.10.2017 έως 30.6.2018 το ποσό των 21.014,19 ευρώ, ήτοι ζητεί συνολικό ποσό 35.211,45 ευρώ, το δικαιούµενο ποσό των 35.526,45 ευρώ πρέπει να περιοριστεί στο αιτούµενο ποσό των 35.211,45 ευρώ, άλλως θα επρόκειτο για επιδίκαση κονδυλίων πέραν των αιτηθέντων κατά παράβαση των άρθρων 73 και 80 του ΚΔΔ, σε συνδυασµό µε το άρθρο 123 του π.δ. 1225/1981, όπως αντικαταστάθηκε από 4.7.2006 µε το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 3472/2006 (βλ. Ε.Σ. ΙΙ Τµ. 1207, 756, 95/2018, 635/2017, 537/2016, ΙΙΙ Τµ. 559/2019).
Εξάλλου, το αίτηµα της αγωγής περί επιδίκασης του ποσού των 3.000 ευρώ ως χρηµατική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, κατά το άρθρο 932 Α.Κ., είναι απορριπτέο, καθόσον το ικαστήριο, µετ’ εκτίµηση των περιστάσεων, άγεται στην κρίση ότι ο ενάγων δεν υπέστη ηθική βλάβη, που να δικαιολογεί την επιδίκαση χρηµατικής ικανοποίησης.
IX. Ακολούθως, πρέπει η αγωγή να γίνει εν µέρει δεκτή, να υποχρεωθούν το Ελληνικό Δηµόσιο και ο ΕΦΚΑ να καταβάλουν εις ολόκληρον στην ενάγουσα το ποσό των 6.000 ευρώ και να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγοµένων να της καταβάλουν εις ολόκληρον το ποσό των 29.211,45 ευρώ, ήτοι συνολικά το ποσό των 35.211,45 (29.211,45 + 6.000) ευρώ, νοµιµοτόκως από την επίδοση της αγωγής σε αυτά (επίδοση στο Ελληνικό Δηµόσιο στις 10.7.2018 και στον ΕΦΚΑ στις 5.4.2019, βλ. τις από … και … εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιµελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά …).
Εξάλλου, επισηµαίνεται ότι, επειδή µε την κρίση του αυτή το Δικαστήριο αναγνωρίζει χρηµατικές αξιώσεις από περιοδικές συνταξιοδοτικές παροχές, υπό το πρίσµα αφενός του δικαιώµατος πλήρους και αποτελεσµατικής δικαστικής προστασίας, κατ’ άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγµατος, 6 και 13 της ΕΣΔΑ, αφετέρου των συνταγµατικών αρχών του κράτους δικαίου και της ασφάλειας δικαίου, κατ’ άρθρα 2 παρ. 1, 5 παρ. 1, 25 παρ. 1 α του Συντάγµατος, που διατρέχουν και το σύνολο της ΕΣ?Α (βλ. Ε.Σ. Ολ. 973/2010, απόφ. Ειδ. Δικ. αρ. 88 Σ. 127/2016, ΑΕ? 14/2013, ΣτΕ Ολ. 2034/2011, και κατ’ αναλογία αποφ. ΕΔΔΑ της 2.6.2016 Παπαϊωάννου κατά Ελλάδας, σκ. 41, της 2.11.2010 «.............. κατά Ρουµανίας», σκ. 37 και 38, της 24.3.2009 «............ ......... κατά Ρουµανίας», σκ. 29, της 1.12.2009 «......... κα λοιποί κατά Σερβίας», σκ. 56), τόσο το απορρέον από την απόφαση αυτή δεδικασµένο (άρθρο 197 του ΚΔΔ) όσο και η υποχρέωση συµµόρφωσης του Ελληνικού Δηµοσίου και του ΕΦΚΑ προς το περιεχόµενό της (άρθρα 1 και επ. του ν. 3068/2002, Α΄ 274) εκτείνονται και σε απαιτήσεις που αφορούν χρονικό διάστηµα µεταγενέστερο εκείνου που καλύπτεται µε τη δικαστική απόφαση. Και τούτο, στον βαθµό που οι απαιτήσεις αυτές απορρέουν από την ίδια έννοµη σχέση και στηρίζονται στην ίδια νοµική βάση (βλ. επί του δεδικασµένου ΑΠ Ολ. 10/2002, 310/2017 και επί της υποχρέωσης συµµόρφωσης Τριµ. Συµβ. Συµµ. ΣτΕ πρακτ.1/2017, 13/2016, 57/2008, 35, 17/2007). Τέλος, το Δικαστήριο κρίνει ότι, λόγω της µερικής νίκης και ήττας των διαδίκων, πρέπει τα δικαστικά έξοδα να συµψηφιστούν µεταξύ τους (βλ. άρθρο 275 παρ. 1 εδ. γ΄ του ΚΔΔ, σε συνδυασµό µε το άρθρο 123 του π.δ. 1225/1981, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 3472/2006).
Για τους λόγους αυτούς
Δέχεται εν µέρει την αγωγή.
Υποχρεώνει το Ελληνικό Δηµόσιο και τον Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης να καταβάλουν εις ολόκληρον στην … του … το ποσό των έξι χιλιάδων ευρώ (6.000 €), νοµιµοτόκως από την επίδοση της αγωγής, κατά τα ειδικότερα αναφερόµενα στο σκεπτικό.
Αναγνωρίζει την εις ολόκληρον υποχρέωση του Ελληνικού Δηµοσίου και του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης να καταβάλουν στην ίδια, το ποσό των είκοσι εννέα χιλιάδων διακοσίων έντεκα ευρώ και σαράντα πέντε λεπτών (29.211,45 €), νοµιµοτόκως από την επίδοση της αγωγής, κατά τα ειδικότερα αναφερόµενα στο σκεπτικό. Και
Συµψηφίζει τα δικαστικά έξοδα µεταξύ των διαδίκων.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 5 Ιουνίου 2020.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ
Κ?ΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ ΓΕΩΡΓΙΑ ΠΑΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΓΕΩΡΓΙΑ ΦΡΑΓΚΟΠΑΝΑΓΟΥ
Δηµοσιεύθηκε σε έκτακτη δηµόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, στις 28 Ιουλίου 2020.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ ΓΕΩΡΓΙΑ ΦΡΑΓΚΟΠΑΝΑΓΟΥ