82 χρόνια συμπληρώθηκαν από τότε που οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής ξεκίνησαν το πρόγραμμα Εκμίσθωσης – Δανεισμού για να εφοδιάσουν τους συμμάχους τους με το απαραίτητο πολεμικό υλικό, για τον αγώνα τους εναντίον του Χίτλερ. Αν και η Σοβιετική Ένωση επέλεξε να το υποτιμήσει, το πρόγραμμα ήταν ζωτικής σημασίας για την πολεμική προσπάθεια της ΕΣΣΔ, όπως παραδέχτηκε αργότερα και ο στρατάρχης Ζούκοφ.
Στις 11 Μαρτίου 1941, ο Αμερικανός Πρόεδρος Φράνκλιν Ντ. Ρούσβελτ υπέγραψε το νομοσχέδιο Εκμίσθωσης και Δανεισμού, το οποίο επέτρεψε στις ΗΠΑ να προμηθεύσουν τους αντι-Χιτλερικούς συμμάχους τους με υλικό.
«Και πόσα φύλλα χάλυβα μας έδωσαν!»
«Τώρα, λένε, ότι οι σύμμαχοι ποτέ δεν μας βοήθησαν, αλλά δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι οι Αμερικανοί μας έδωσαν τόσα πολλά αγαθά, χωρίς τα οποία δε θα μπορούσαμε να συγκροτήσουμε τα αποθέματά μας και να συνεχίσουμε τον πόλεμο», ανέφερε ο Σοβιετικός Στρατηγός Γκεόργκι Ζούκοφ μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
«Δεν είχαμε εκρηκτικά, δεν είχαμε πυρίτιδα. Δεν είχαμε τίποτα να γεμίσουμε τα φυσίγγια των όπλων μας. Οι Αμερικανοί πραγματικά μας έσωσαν με την πυρίτιδα και τα εκρηκτικά. Και πόσα φύλλα χάλυβα μας έδωσαν! Πώς θα μπορούσαμε να φτιάξουμε τα άρματα μάχης μας χωρίς Αμερικανικό χάλυβα; Αλλά τώρα το κάνουν να μοιάζει σαν να είχαμε αφθονία όλων αυτών. Χωρίς Αμερικανικά φορτηγά δε θα είχαμε τίποτα να τραβήξουμε το πυροβολικό μας».
Ένα δάνειο που έγινε ιστορία
Η ιστορία της Εκμίσθωσης και Δανεισμού ξεκίνησε στις 15 Μαΐου 1940, όταν ο Πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου Ουίνστον Τσόρτσιλ ζήτησε από τον Ρούσβελτ να δώσει προσωρινά στη Βρετανία 40-50 παλαιά αντιτορπιλικά σε αντάλλαγμα για Βρετανικές ναυτικές και αεροπορικές βάσεις στον Ατλαντικό Ωκεανό.
Οι Αμερικανοί θυμήθηκαν έναν νόμο από το 1892 σύμφωνα με τον οποίο, ο Υπουργός Άμυνας μπορεί να «μισθώσει στρατιωτική περιουσία για μέγιστο διάστημα πέντε ετών, εάν η χώρα δεν την χρειάζεται». Βάσει αυτού του νόμου, αναπτύχθηκε ένα πρόγραμμα εφοδιασμού, το οποίο ο Ρούσβελτ υπέγραψε ως νόμο στις 11 Μαρτίου 1941.
Σύμφωνα με το πρόγραμμα, Αμερικανικά υλικά «κατεστραμμένα, χαμένα ή χρησιμοποιημένα κατά τη διάρκεια του πολέμου δεν υπόκεινταν σε πληρωμή». Αυτό που έπρεπε να πληρωθεί ήταν η περιουσία που παρέμενε μετά τον πόλεμο και χρησιμοποιούνταν για πολιτικούς σκοπούς.
«Κοινός εχθρός – ο αιμοδιψής Χιτλερισμός»
Ο Σοβιετικός ηγέτης Ιωσήφ Στάλιν αποφάσισε να συμμετάσχει στο πρόγραμμα Εκμίσθωσης και Δανεισμού σύντομα μετά την εισβολή της Γερμανίας του Χίτλερ στην ΕΣΣΔ τον Ιούνιο του 1941.
"Η απόφασή σας, κύριε Πρόεδρε, να δώσετε στη Σοβιετική Ένωση μία πίστωση 1 δισεκατομμυρίου δολαρίων υπό τη μορφή προμήθειας υλικών και πρώτων υλών έγινε δεκτή από τη Σοβιετική κυβέρνηση με ειλικρινή ευγνωμοσύνη, ως επείγουσα βοήθεια προς τη Σοβιετική Ένωση στο τεράστιο και δύσκολο αγώνα της εναντίον του κοινού εχθρού – του αιμοδιψούς Χιτλερισμού», έγραψε ο Στάλιν στον Ρούσβελτ.
Τα πρώτα κονβόι με 82 Χ8.071 ελκυστήρες και 12.700 άρματα μάχης. Επιπλέον, 1.541.590 κουβέρτες, 331.066 λίτρα αλκοόλ, 15.417.000 ζεύγη στρατιωτικές μπότες, 106.893 τόνους βαμβακιού, 2.670.000 τόνους πετρελαϊκών προϊόντων και 4.478.000 τόνους προμηθειών τροφίμων μπήκαν στη Σοβιετική Ένωση.
«Η Ρωσική κυβέρνηση θέλει να κρύψει το γεγονός ότι λαμβάνει βοήθεια από έξω»
Και όμως, κατά τη διάρκεια του πολέμου, η Σοβιετική κυβέρνηση υποβάθμισε το ρόλο της ξένης βοήθειας. Αυτό, έκανε τον Αμερικανό Πρέσβη στην ΕΣΣΔ, William Standley, να αγανακτήσει.
«Φαίνεται, ότι η Ρωσική κυβέρνηση θέλει να κρύψει το γεγονός ότι λαμβάνει βοήθεια από έξω. Προφανώς, θέλει να διαβεβαιώσει τους ανθρώπους της, ότι ο Κόκκινος Στρατός μάχεται σε αυτόν τον πόλεμο μόνος του», είπε κατά τη διάρκεια Συνέντευξης Τύπου τον Μάρτιο του 1943.
«Μετά από θυελλώδεις τηλεφωνικές συνομιλίες διάρκειας πέντε ωρών, η Ρωσική λογοκρισία επέτρεψε να δημοσιευθεί το κείμενο του Standley», υπενθύμισε αργότερα ο Μοσχοβίτης ανταποκριτής του BBC, Alexander Werth.
«Οι υπάλληλοι στο Υπουργείο Τύπου ήταν θυμωμένοι: ο επικεφαλής λογοκριτής Kozhemyako ήταν κάτασπρος από οργή βάζοντας τη σφραγίδα του στο τηλεγράφημα. Η μητέρα του είχε πεθάνει στο Λένινγκραντ από πείνα».
Εβραίοι και χρέος
Μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι ΗΠΑ ζήτησαν από τις χώρες να πληρώσουν για τις πολιτικές προμήθειες που έλαβαν (ατμόπλοια, φορτηγά, σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας). Οι ΗΠΑ πίστευαν ότι η ΕΣΣΔ έπρεπε να πληρώσει 1,3 δισεκατομμύρια δολάρια, ωστόσο Σοβιετικοί κυβερνητικοί αξιωματούχοι δήλωσαν ότι θα μπορούσαν να πληρώσουν μόνο 170 εκατομμύρια δολάρια.
Προφανώς, οι ΗΠΑ δε δέχτηκαν αυτούς τους όρους, οι οποίοι οδήγησαν σε συνομιλίες το 1972, κατά τις οποίες οι δύο χώρες υπέγραψαν μία συμφωνία, κατά την οποία η ΕΣΣΔ ήταν υποχρεωμένη να καταβάλει το ποσό των 722 εκατομμυρίων δολαρίων στις ΗΠΑ μέχρι το 2001.
Κατά τη διάρκεια του επόμενου έτους η Σοβιετική Ένωση πλήρωσε 48 εκατομμύρια δολάρια, αλλά λόγω της Αμερικανικής τροπολογίας Jackson-Vanik, η Σοβιετική Ένωση έπαυσε τις πληρωμές. Η τροπολογία περιόριζε το εμπόριο με χώρες που παρεμπόδισαν τη μετανάστευση και παραβίασαν άλλα ανθρώπινα δικαιώματα.
Ένας από τους λόγους για τους οποίους η Ουάσιγκτον εισήγαγε την τροπολογία ήταν η άρνηση της ΕΣΣΔ να αφήσει τους Εβραίους να φύγουν από τη χώρα.
Το 1990 η Αμερική και η Σοβιετική Ένωση επέστρεψαν στις συνομιλίες. Αποφασίστηκε ότι μέχρι το 2030 η Αμερική θα λάβει 674 εκατομμύρια δολάρια. Ένα χρόνο αργότερα η ΕΣΣΔ κατέρρευσε. Αλλά το 1993 η Ρωσική κυβέρνηση ανακοίνωσε τη διαδοχή της στα χρέη και σύντομα πλήρωσε για όλα τα αγαθά που είχε λάβει η ΕΣΣΔ σύμφωνα με το νομοσχέδιο Εκμίσθωσης και Δανεισμού.