1. Με την υπ΄αριθ. 1575/2020 απόφασή του το ΙΙ Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, δικαίωσε δικαστικό συνταξιούχο, που είχε προβεί στην κατάθεση αγωγής την 23-05-2018 και διεκδικούσε αναδρομικά 35.691,10 ευρώ αναλυόμενα ως εξής:
α. 32.691.10 ευρώ, για το χρονικό διάστημα από
1-5-2016 έως 31-5-2018 (24 μήνες)
β. 3.000,00 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης
2. Το ΙΙ Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου στην απόφασή του:
α. Δικαίωσε εν μέρει τον συνταξιούχο δικαστικό, υποχρεώνοντας το Ελληνικό Δημόσιο να του καταβάλει το ποσό των 32.691,10 ευρώ νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής
β. Απέρριψε το αίτημα για επιδίκαση ποσού 3.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης
---------------------------------------------------------------------
Δείτε τα επίμαχα σημεία της απόφασης
Απόφαση 1575/2020
ΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ
ΤΜΗΜΑ II
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 16
Ιανουαρίου 2020, με την ακόλουθη σύνθεση: .......
Για να
δικάσει την από 23.05.2018 (Α.Β.Δ. Ε.Σ. ./2018) αγωγή, η οποία κατατέθηκε στην
1η Υπηρεσία Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου Νομού Αχαΐας (αριθ.πρωτ.37358/
01.06.2018),
Του …,
κατοίκου Πατρών (οδός …), ο οποίος παρέστη με έγγραφη δήλωση, κατ’ άρθρο 133
παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, του πληρεξούσιου δικηγόρου του
Βασιλείου Γαλανόπουλου (AM Δικηγορικού Συλλόγου Πατρών 1155).
κατά του
Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, ο
οποίος παρέστη διά της Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Σπυριδούλας
Θωμοπούλου.
Στη συζήτηση
κλήθηκε να παραστεί και το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία
«Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ), που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Αγίου
Κωνσταντίνου αρ. 8) και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διοικητή του, ο οποίος
παρέστη διά της Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Σπυριδούλας
Θωμοπούλου.
Κατά τη
συζήτηση που ακολούθησε, το Δικαστήριο άκουσε:
Την
εκπρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου και του ΕΦΚΑ, η οποία ζήτησε την απόρριψη της
αγωγής, και
Τον
Επιτροπεύοντα Πάρεδρο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ο οποίος πρότεινε
την έκδοση προδικαστικής απόφασης.
Μετά τη
δημόσια συνεδρίαση, το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.
Αφού
μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε
σύμφωνα με τον νόμο
Αποφάσισε τα
εξής:
Γ. Με την
υπό κρίση αγωγή, ο ενάγων, συνταξιούχος δικαστικός λειτουργός (επίτιμος
Πρόεδρος Εφετών), ζητεί να υποχρεωθεί το Ελληνικό Δημόσιο να του καταβάλει,
νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, το ποσό των 6.000,00 ευρώ και να
αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγόμενου να του καταβάλει, επίσης νομιμοτόκως,
το ποσό των 29.691,10 ευρώ, ήτοι συνολικά 35.691,10 ευρώ.
Από το ως άνω
συνολικώς διεκδικούμενο ποσό ζητεί:
α) το ποσό των 32.691.10 ευρώ, ως αποζημίωση
κατά το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, άλλως με τις
διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, το οποίο σύμφωνα με τους ισχυρισμούς
του, αντιστοιχεί στη διαφορά των ποσών συντάξεων που έλαβε κατά το χρονικό
διάστημα από 1.5.2016 έως 31.5.2018 και των ποσών που θα ελάμβανε, εάν δεν
εφαρμόζονταν επί των συντάξεων των δικαστικών λειτουργών οι διατάξεις της
υποπαραγράφου Β.3 της παραγράφου Β του άρθρου πρώτου του ν.4093/2012 και του
άρθρου 13 του ν.4387/2016,
β) το ποσό των 3.000,00 ευρώ, ως χρηματική
ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης κατά το άρθρο 932 του Αστικού Κώδικα.
ΙΙ.Α.
Σύμφωνα με το άρθρο 98 παρ. 1 περ. στ’ του Συντάγματος, οι διαφορές που
αναφύονται από την απονομή συντάξεων δημόσιων λειτουργών, υπαλλήλων και
στρατιωτικών, όσων έλκουν από αυτούς συνταξιοδοτικό δικαίωμα και των
εξομοιούμενων προς αυτούς κατηγοριών – στις οποίες συγκαταλέγονται και οι
εγειρόμενες διαφορές στο πλαίσιο της αδικοπρακτικής ευθύνης του Δημοσίου από τη
θέσπιση και εφαρμογή συνταξιοδοτικών διατάξεων, εντός του ειδικού αυτού
συνταξιοδοτικού συστήματος, που φέρονται ως αντιβαίνουσες σε υπέρτερης τυπικής
ισχύος ρυθμίσεις – ανήκει στην ειδική αποκλειστική δικαιοδοσία του Ελεγκτικού
Συνεδρίου. Αποκλείεται δε η κρίση άλλων δικαστηρίων επί των εν λόγω θεμάτων,
ευθέως ή παρεμπιπτόντως (βλ. ΑΕΔ 1/2004, 4, 3/2002, 4/2001, Ε.Σ. Ολ. 484/2018,
ΣτΕ Ολ. 2066/1999, 303/1998, ΣτΕ 1827/2010, 516/2004).
Β. Τα
ανωτέρω ισχύουν με την επιφύλαξη της ειδικότερης δικαιοδοσίας του Ειδικού
Δικαστηρίου του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος και των διατάξεων του
οργανικού του Συντάγματος ν.3038/2002 (Α’ 180), επί ζητημάτων που αφορούν
ειδικώς στους δικαστικούς λειτουργούς και δύνανται ταυτόχρονα να επηρεάσουν τη
συνταξιοδοτική κατάσταση ευρύτερου κύκλου των προσώπων αυτών
Με βάση τα
ανωτέρω, όταν, μετά την έναρξη ισχύος του ν.3038/2002, περί συγκρότησης του
Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος, εισαχθεί στο
Ελεγκτικό Συνέδριο διαφορά σχετική με συντάξεις δικαστικών λειτουργών, στην
οποία τίθεται νομικό ζήτημα που μπορεί να επηρεάσει τη συνταξιοδοτική κατάσταση
ευρύτερου κύκλου προσώπων, το Ελεγκτικό Συνέδριο υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να
παραπέμψει τη διαφορά αυτή στο ως άνω Ειδικό Δικαστήριο.
III.Α. Ο
συνταγματικός νομοθέτης έχει επιφυλάξει διαχρονικώς ειδικό υπηρεσιακό και
συνταξιοδοτικό καθεστώς για τους δημόσιους λειτουργούς, υπαλλήλους και
στρατιωτικούς (άμεσα και έμμεσα όργανα του Κράτους), που συνδέονται με ειδική
νομική σχέση με το Κράτος (βλ. μεταξύ άλλων τη νομοθετική πράξη ΧΝΒ’ του 1861,
άρθρα 94, 114 και 49 εδ. γ’ του Συντάγματος του 1927, άρθρα 61, 87 επ., 98 εδ.
δ’ και 101 του Συντάγματος του 1952).
Ειδικότερα, το Σύνταγμα του 1975, όπως
ισχύει και μετά τις ύστερες αναθεωρήσεις του, περιλαμβάνει διατάξεις, από τις
οποίες απορρέει, μεταξύ άλλων, η ιδιαίτερη θέση των δικαστικών λειτουργών
(άρθρα 87 και επ.), των βουλευτών (άρθρα 59 και επ.), των στελεχών των ενόπλων
δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας
Β. Όπως δε συνάγεται από το σύνολο των
ισχυουσών κατά τη θέσπιση του Συντάγματος του 1975 συνταξιοδοτικών διατάξεων
(βλ. μεταξύ άλλων τις διατάξεις του α.ν.1854/1951 της 23/23 Ιουνίου 1951 «Περί
απονομής των Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων», Α’ 182, του ν.3163/1955
«περί συνταξιοδοτήσεως του προσωπικού του Ι.Κ.Α.» Α’ 71), ως «σύνταξη»
προεχόντως νοείται η ισόβια περιοδική παροχή που καταβάλλεται στους δημόσιους
λειτουργούς, υπαλλήλους και στρατιωτικούς αντί μισθού και ως συνέχεια αυτού,
μετά την αποχώρησή τους από την ενεργό υπηρεσία, για τη δε απονομή της
εφαρμόζονται ενιαίοι κανόνες, προσαρμοσμένοι στην ιδιομορφία της σχέσης
δημοσίου δικαίου που τους συνδέει με την υπηρεσία.
Το ύψος αυτής πρέπει να
τελεί σε εύλογη αναλογία προς τις αποδοχές ενέργειας, αναλόγως των ιδιαίτερων
υπηρεσιακών συνθηκών εκάστης κατηγορίας, εξασφαλίζοντας γι’ αυτούς αξιοπρεπείς
συνθήκες διαβίωσης, ανάλογες της θέσης, των καθηκόντων, του χρόνου υπηρεσίας
και της υπηρεσιακής τους εξέλιξης
Δ. Τούτο δε, ακόμη και όταν
από τις παροχές αυτές δύνανται να επωφελούνται και οι δημόσιοι λειτουργοί,
υπάλληλοι και στρατιωτικοί (βλ. ΣτΕ 226/2012) ή όταν πρόκειται για
κοινωνικοασφαλιστικές παροχές που χαρακτηρίζονται σε επίπεδο νόμου ως
«συντάξεις», υπό την έννοια της περιοδικώς καταβαλλόμενης παροχής, καθόσον
αυτές δεν έχουν χαρακτήρα αμοιβής, όπως οι κατά τις ανωτέρω ρυθμίσεις συντάξεις
των δημόσιων λειτουργών, υπαλλήλων και στρατιωτικών, που χορηγούνται στο
πλαίσιο της ειδικής σχέσης που τους συνδέει με το Κράτος, αλλά τον χαρακτήρα
ασφαλιστικής παροχής μετά την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου (βλ. ΑΕΔ
2/2004, Ε.Σ. Ολ. 137/2019, 244/2017).
Η δυνατότητα
δε του δικαιούχου να απαιτήσει δικαστικώς την ικανοποίηση των σχετικών αξιώσεων
από το Ελληνικό Δημόσιο και η παθητική νομιμοποίηση του τελευταίου, στις δίκες
που έχουν ως αντικείμενο αποζημιωτικές αξιώσεις γεννηθείσες μέχρι τις
31.12.2016, δεν αναιρούνται από τη μεταφορά της αρμοδιότητας πληρωμής των
συντάξεων από 1.1.2017 στον, συσταθέντα με το άρθρο 51 του ν.4387/2016 (Α’ 85),
«Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης» (εφεξής «ΕΦΚΑ»), μεταφορά που συντελέστηκε
με την κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 100 παρ. 1 εδ. β του ν.4387/2016 εκδοθείσα
κ.υ.α. 124456/0092/13.12.2016 (Β’ 4074), με την οποία ορίστηκε ότι από την ως
άνω ημερομηνία (1.1.2017) καταβάλλονται από τον ΕΦΚΑ και αναδρομικά συντάξεων
του Δημοσίου, έστω και αν ανατρέχουν σε χρόνο προγενέστερο της ημερομηνίας
αυτής.
Γ. Εξάλλου,
για τις σχετικές αποζημιωτικές απαιτήσεις που γεννώνται από την εφαρμογή των
οικείων συνταξιοδοτικών διατάξεων για το διάστημα από 1.1.2017 και εντεύθεν,
κατά το οποίο η αρμοδιότητα πληρωμής των συντάξεων του Δημοσίου έχει μεταφερθεί
στον ΕΦΚΑ, αλλά και για αντίστοιχες απαιτήσεις που γεννώνται κατά το διάστημα
από 1.5.2018 και εφεξής, κατά το οποίο είχε ολοκληρωθεί η μεταφορά των
αρμοδιοτήτων των συντάξεων του Δημόσιου τομέα στον ΕΦΚΑ, το Ελληνικό Δημόσιο
εξακολουθεί να ευθύνεται για την ικανοποίηση των σχετικών αξιώσεων και να νομιμοποιείται
παθητικώς στις σχετικές δίκες. Και τούτο, τόσο λόγω της κατά τα ανωτέρω
εγγυητικής του θέσης στο εν λόγω ειδικό συνταξιοδοτικό καθεστώς, που το καθιστά
άνευ ετέρου διάδικο στις σχετικές δίκες, όσο και της αυτοτελούς αποζημιωτικής
του ευθύνης που απορρέει από την θέσπιση διατάξεων, επί των οποίων προβάλλεται
αντίθεση σε διατάξεις υπέρτερης τυπικής ισχύος.
Η ευθύνη του δε αυτή και η αυτοτελής παθητική
του νομιμοποίηση δεν αναιρούνται από την παράλληλη και εις ολόκληρον ευθύνη του
ΕΦΚΑ, για την ικανοποίηση των απαιτήσεων που γεννώνται από 1.1.2017,
Σε κάθε δε
περίπτωση, είτε οίκοθεν, είτε στο πλαίσιο της συμμόρφωσης προς τη σχετική
δικαστική απόφαση, το Ελληνικό Δημόσιο δύναται να συμμορφωθεί, μέσω των οικείων
υπηρεσιών του ΕΦΚΑ περί πληρωμής των αναδρομικών ποσών συντάξεων, κατά τα
οριζόμενα στην κ.υ.α. 124456/0092/13.12.2016 (βλ. ανωτέρω παρούσα σκέψη V.B.).
Ζ. Κατόπιν
αυτών, η υπό κρίση αγωγή, για την οποία δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού
ενσήμου, ως εκ του περιορισμού του καταψηφιστικού της αιτήματος για το ποσό
μέχρι τις 6.000 ευρώ [βλ. άρθρο 274 παρ. 1 και 2 του ΚΔΔ, όπως ισχύει μετά την
τροποποίηση της παραγράφου 2 αυτού, με το άρθρο 34 του ν.3659/2008 (Α’ 77),
αναλόγως εφαρμοζομένου, βάσει του άρθρου 123 του π.δ.1225/1981, (βλ. Ε.Σ. Ολ.
1277/2018, 244/2017, II Τμ. 611/2017, III Τμ. 2052, 2053, 442/2017, ΣτΕ Ολ
660/2016, 3410/2014], έχει ασκηθεί αρμοδίως και κατά τα λοιπά παραδεκτώς, είναι
δε περαιτέρω ερευνητέα, ως προς τη νομική και ουσιαστική της βασιμότητα.
VI.Α. Με την
164/2015 απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 του Συντάγματος κρίθηκε
ότι οι, θεσπισθείσες με τους νόμους 3833/2010 (άρθρο 1 παρ. 2), 3845/2010
(άρθρο τρίτο παρ. 6), 3865/2010 (άρθρο 11), 4002/2011 (άρθρο 2 παρ. 13),
4024/2011 (άρθρο 1 παρ. 10) και 4051/2012 (άρθρο 1 παρ. 1), περικοπές των
συντάξεων των δικαστικών λειτουργών εντάσσονται, όπως και αυτές των λοιπών συνταξιούχων
του Δημοσίου, σε ένα ευρύτερο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής και
προώθησης διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων της ελληνικής οικονομίας, για την άμεση
μείωση των κρατικών δαπανών και την εξεύρεση πόρων, με σκοπό, τόσο την
αντιμετώπιση της έκτακτης οικονομικής ανάγκης, στην οποία βρέθηκε η Χώρα, όσο
και τη βελτίωση της μελλοντικής δημοσιονομικής και οικονομικής κατάστασης, δεν
υπερβαίνουν το αναγκαίο μέτρο και, ως εκ τούτου, δεν θίγουν τις συνταγματικές
αρχές της διάκρισης των λειτουργιών και της δικαστικής ανεξαρτησίας,
λαμβανομένων υπόψη του ύψους, των χαρακτηριστικών τους και των συνθηκών, υπό
τις οποίες θεσπίστηκαν.
Προκειμένου δε να διασφαλιστεί η μακροπρόθεσμη
βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος, προβλέπεται η άμεση εφαρμογή των νέων,
ενιαίων κανόνων υπολογισμού των συντάξεων και επί των ήδη συνταξιούχων του
Δημοσίου, μέσω του επανυπολογισμού των συντάξεών τους κατά τους ορισμούς του
άρθρου 14 του ν.4387/2016.
Το τελευταίο αυτό άρθρο, αρχικώς όριζε στην παρ. 2 περ.
α ότι οι, ήδη καταβαλλόμενες κατά την έναρξη ισχύος του εν λόγω νόμου,
συντάξεις εξακολουθούν να καταβάλλονται μέχρι 31.12.2018 στο ύψος που είχαν
διαμορφωθεί στις 31.12.2014, δηλαδή κατόπιν συνυπολογισμού των περικοπών που
είχαν επέλθει στις συντάξεις του Δημοσίου κατ’ εφαρμογή των νόμων 4024/2011,
4051/2012 και 4093/2012, καθώς και της εισφοράς αλληλεγγύης συνταξιούχων του
άρθρου 11 του ν.3865/2010.
Περαιτέρω,
προέβλεπε στην περ. β της ίδιας παραγράφου ότι, από 1.1.2019 και εφόσον το ποσό
της σύνταξης, όπως υπολογίζεται, είναι μεγαλύτερο από το ήδη καταβαλλόμενο, το
επιπλέον ποσό εξακολουθεί να καταβάλλεται στον δικαιούχο ως προσωπική διαφορά,
συμψηφιζόμενο κατ’ έτος, και ως την πλήρη εξάλειψή του, με την εκάστοτε
αναπροσαρμογή των συντάξεων.
Η τελευταία αυτή περίπτωση αντικαταστάθηκε, από
19.5.2017, με την παρ. 2 του άρθρου 1 του ν.4472/2017 (Α’ 74/19.5.2017),
ορίζοντας ότι το τυχόν υπερβάλλον μετά τον επανυπολογισμό ποσό περικόπτεται
μέχρι ποσοστού 18% επί της, καταβαλλόμενης κατά την έναρξη ισχύος του
ν.4387/2016, κύριας σύνταξης του δικαιούχου, περικοπή που, όμως, δεν
συντελείται για το καταβαλλόμενο από 1.1.2019 ποσό σύνταξης, ενόψει της
νεότερης διάταξης του άρθρου 1 παρ. 1 του ν.4583/2018 (Α’ 212).
VΙΙ.Α. Ο ενάγων είναι τέως δικαστικός λειτουργός (επίτιμος Πρόεδρος Εφετών),
ο οποίος κατέστη συνταξιούχος το έτος 2014, ήτοι πριν από την έναρξη εφαρμογής
του ν.4387/2016 (12.5.2016).
Με την ένδικη αγωγή του, ζητεί να υποχρεωθεί το
Ελληνικό Δημόσιο να του καταβάλει, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, το
ποσό των 6.000,00 ευρώ και να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγόμενου να του
καταβάλει, επίσης νομιμοτόκως, το ποσό των 29.691,10 ευρώ, ήτοι συνολικά
35.691,10 ευρώ.
Από το ως άνω συνολικώς διεκδικούμενο ποσό ζητεί
α) το ποσό των
32.691,10 ευρώ, ως αποζημίωση κατά το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του
Αστικού Κώδικα, άλλως με τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, το οποίο
σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, αντιστοιχεί στη διαφορά των ποσών συντάξεων
που έλαβε κατά το χρονικό διάστημα από 1.5.2016 έως 31.5.2018 και των ποσών που
θα ελάμβανε, εάν δεν εφαρμόζονταν επί των συντάξεων των δικαστικών λειτουργών
οι διατάξεις της υποπαραγράφου Β.3 της παραγράφου Β του άρθρου πρώτου του
ν.4093/2012 και του άρθρου 13 του ν.4387/2016.
β) το ποσό
των 3.000,00 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης.
Με βάση τα
ανωτέρω δεκτά γενόμενα και κατά τα ήδη κριθέντα από το αρμόδιο Ειδικό
Δικαστήριο του άρθρου 88 του Συντάγματος ....... αντίκεινται στις διατάξεις του άρθρου 26 του Συντάγματος και στις εξειδικεύουσες
αυτές, ως προς τη δικαστική εξουσία, διατάξεις των άρθρων 87 παρ. 1 και 88 παρ.
2 του Συντάγματος, οι οποίες επιτάσσουν τη χορήγηση στους δικαστικούς
λειτουργούς σύνταξης, που να μην αποκλίνει ουσιωδώς από τις αποδοχές των εν
ενεργεία δικαστικών λειτουργών, οι οποίοι έχουν τον αυτό βαθμό με εκείνον που
κατείχαν οι συνταξιούχοι κατά την έξοδό τους από την ενεργό υπηρεσία, ώστε να
διασφαλίζεται σε αυτούς επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης, ανάλογο με το κύρος και
την αποστολή του λειτουργήματος που ασκούσαν.
Επομένως, οι
γενόμενες παρακρατήσεις στις συντάξιμες αποδοχές του ενάγοντος, βάσει των
ανωτέρω ανίσχυρων διατάξεων, είναι μη νόμιμες, η δε ένδικη αγωγή, ερειδόμενη
στο άρθρο 105 ΕισΝΑΚ, είναι νόμω βάσιμη και γεννάται ευθύνη του Δημοσίου προς
αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη ο ενάγων από τη στέρηση των διαφορών
σύνταξης που θα ελάμβανε, αν δεν είχε μεσολαβήσει η παράνομη ενέργεια των
οργάνων του Ελληνικού Δημοσίου και συγκεκριμένα η θέσπιση των εν λόγω
διατάξεων, οι οποίες έτυχαν άμεσης εφαρμογής αρχικώς από διοικητικά όργανα του
Δημοσίου και εν συνεχεία από όργανα του ΕΦΚΑ.
Β.
Περαιτέρω, η ένδικη αξίωση δεν έχει υποπέσει στην πενταετή παραγραφή του άρθρου
140 παρ. 1 του ν.4270/2014 .........
Γ. Κατόπιν
των ανωτέρω, ο ενάγων πρέπει να λάβει ως αποζημίωση, κατά το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ,
τα ποσά συντάξεων που παρακρατήθηκαν από τη σύνταξή του, κατ’ εφαρμογή των
ανωτέρω ανίσχυρων διατάξεων των άρθρων πρώτου παράγραφος Β υποπαράγραφος Β3 του
ν.4093/2012 και 13 του ν.4387/2016, κατά το από 1.5.2016 έως 31.05.2018 χρονικό
διάστημα. Όπως προκύπτει δε από τα προσκομιζόμενα εκκαθαριστικά σημειώματα
συντάξεων μηνών Μαΐου 2016 έως Μαΐου 2018 και δεν αμφισβητείται ειδικότερα από
το εναγόμενο:
1) για το
χρονικό διάστημα από 1.5.2016 έως 30.9.2017, από τις ακαθάριστες μηνιαίες συντάξιμες
αποδοχές του ενάγοντος παρακρατήθηκε, σύμφωνα με την ανίσχυρη κατά τα ανωτέρω
υποπαράγραφο Β3 της παραγράφου Β του άρθρου πρώτου του ν.4093/2012, το ποσό των
714,06 ευρώ, ήτοι συνολικώς για το ανωτέρω χρονικό διάστημα, το ποσό των
12.139,02 ευρώ (ήτοι 714,06 ευρώ Χ 17 μήνες),
2) για το
χρονικό διάστημα από 1.10.2017 έως 31.5.2018, από το μηνιαίο ακαθάριστο ποσό
συντάξεων του ενάγοντος (στο οποίο δεν συμπεριλαμβάνονται τυχόν αναδρομικά, ενώ
συνυπολογίζεται, κατά τα ανωτέρω, το ποσό των 714,06 ευρώ, που αντιστοιχεί στην
κριθείσα ως μη νόμιμη παρακράτηση του ν.4093/2012) συνολικού ύψους 4.569,01
ευρώ (ήτοι ποσό βασικής σύνταξης ύψους 5.447,81 ευρώ, συν το επίδομα
εξομάλυνσης ύψους 207 ευρώ, μείον την παρακράτηση του ν.4024/2011 ύψους 732,63
ευρώ, μείον την παρακράτηση του ν.4051/2012 ύψους 353,17 ευρώ), το καταβλητέο
σε αυτόν ακαθάριστο μηναίο ποσό ανήλθε σε 2.000 ευρώ, σε εκτέλεση της
ανίσχυρης, κατά τα ανωτέρω, διάταξης του άρθρου 13 παρ. 1 του ν.4387/2016, ήτοι
παρακρατήθηκε μηνιαίο ακαθάριστο ποσό συντάξεων ύψους 2.569,01 ευρώ (4.569,01
μείον 2.000) και συνολικώς, για το ανωτέρω χρονικό διάστημα, το ποσό των
20.552,08 ευρώ (ήτοι 2.569,01 ευρώ Χ 8 μήνες).
Δ. Επομένως,
το συνολικό ακαθάριστο ποσό, που παρακρατήθηκε από τις συντάξιμες αποδοχές του
ενάγοντος για το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα από 1.5.2016 έως 31.5.2018
και, σύμφωνα με τα ανωτέρω, πρέπει να του επιστραφεί, ανέρχεται σε 32.691,10
ευρώ (12.139,02 ευρώ + 20.552,08 ευρώ).
Εξ άλλου, το αίτημα της αγωγής περί
επιδίκασης του ποσού των 3.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής
βλάβης, κατά το άρθρο 932 ΑΚ, είναι απορριπτέο, καθόσον το Δικαστήριο, μετ’
εκτίμηση των περιστάσεων, άγεται στην κρίση ότι ο ενάγων δεν υπέστη ηθική
βλάβη, που να δικαιολογεί την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης.
VIII.
Ακολούθως, η αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, να υποχρεωθεί το Ελληνικό
Δημόσιο να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 6.000,00 ευρώ και να
αναγνωριστεί η υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να καταβάλει στον ενάγοντα το
ποσό των 26.691,10 ευρώ, ήτοι συνολικώς το ποσό των 32.691,10 ευρώ (6.000,00
ευρώ + 26.691,10 ευρώ) νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής σε αυτό (επίδοση
στο Ελληνικό Δημόσιο την 21η.06.2018, βλ. την 259/21.06.2018 έκθεση επίδοσης
του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών Ιωάννη
Παπακωνσταντίνου).
Περαιτέρω,
παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση της επικουρικής, εκ του αδικαιολόγητου
πλουτισμού (άρθρο 904 ΑΚ), βάσης της κρινόμενης αγωγής. Τέλος, το Δικαστήριο
κρίνει ότι, λόγω της μερικής νίκης και ήττας των διαδίκων, πρέπει τα δικαστικά
έξοδα να συμψηφιστούν μεταξύ τους (βλ. άρθρο 275 παρ. 1 εδ. γ’ του Κώδικα
Διοικητικής Δικονομίας, σε συνδυασμό με το άρθρο 123 του π.δ. 1225/1981, όπως
αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν.3472/2006).
Για τους
λόγους αυτούς
Δέχεται εν
μέρει την αγωγή.
Υποχρεώνει
το Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των έξι χιλιάδων ευρώ
(6.000,00 €), νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, κατά τα ειδικότερα
αναφερόμενα στο σκεπτικό.
Αναγνωρίζει
την υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των
είκοσι έξι χιλιάδων εξακοσίων ενενήντα ένα ευρώ και δέκα λεπτών (26.691,10 €),
νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο
σκεπτικό. Και
Συμψηφίζει
τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
Κρίθηκε και
αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 8 Μαΐου 2020.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ
ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑ
ΓΝΑΡΔΕΛΛΗ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΓΕΩΡΓΙΑ
ΦΡΑΓΚΟΠΑΝΑΓΟΥ
Δημοσιεύθηκε
σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, στις 28 Ιουλίου
2020.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η
ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ ΓΕΩΡΓΙΑ ΦΡΑΓΚΟΠΑΝΑΓΟΥ
·