Παρασκευή 24 Μαρτίου 2017

Ποιος ήταν στην πραγματικότητα ο Παπαφλέσσας

Κάθε χρόνο τέτοιες ημέρες, με αφορμή τον εορτασμό της επετείου της απελευθέρωσης του ελληνικού κράτους από τον τουρκικό ζυγό, τα τηλεοπτικά κανάλια προβάλλουν ταινίες αφιερωματικές στην επανάσταση του 1821. «Μαντώ Μαυρογένους», με τη μοναδική Τζένη Καρέζη στον ομώνυμο ρόλο, οι «Σουλιώτισσες», αλλά και ο «Παπαφλέσσας» με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ, που πρόκειται για μία ταινία υπερπαραγωγή. Ποιος ήταν, όμως, στην πραγματικότητα ο Παπαφλέσσας;



Ο Γεώργιος Δικαίος, γνωστότερος ως Παπαφλέσσας, ήταν κληρικός, πολιτικός και αγωνιστής της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Ο Παπαφλέσσας γεννήθηκε το 1788 στην Πολιανή Μεσσηνίας. Το επίθετο Δικαίος είναι το πραγματικό της εν λόγω οικογένειας και ακόμη και σήμερα το συναντά κανείς στο χωριό του την Πολιανή Μεσσηνίας. Το επίθετο Φλέσσας δόθηκε στην οικογένεια αργότερα, γι’ αυτό και ο Παπα-Φλέσσας ονομάστηκε έτσι. Φοίτησε στην ονομαστή Σχολή της Δημητσάνας και το 1816 εκάρη μοναχός στο μοναστήρι της Βαλανιδιάς στην Καλαμάτα κι έλαβε το όνομα Γρηγόριος. Ζωηρός και εριστικός ως χαρακτήρας, γρήγορα ήλθε σε ρήξη με τον ηγούμενό του και πήγε να μονάσει στο μοναστήρι της Ρεκίτσας, μεταξύ Μυστρά και Λεονταρίου.
Επέλεξε να αυτόεξοριστεί στην Κωνσταντινούπολη, αλλά πριν φύγει, φέρεται να υποσχέθηκε ότι θα γυρίσει «ή Δεσπότης ή Πασάς». Στην Κωνσταντινούπολη γνωρίστηκε με τον Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο, ο οποίος τον κατήχησε και τον μύησε στη Φιλική Εταιρεία στις 21 Ιουνίου του 1818 με το συνθηματικό όνομα Αρμόδιος. Την ίδια περίοδο χειροτονήθηκε Αρχιμανδρίτης από τον πατριάρχη Γρηγόριο Ε’.
Όταν πλέον επέστρεψε στην Πελοπόννησο κατείχε ήδη το πνεύμα του αγωνιστή. Με δεκάδες έγγραφα της Φιλικής Εταιρείας στα χέρια του ξεκίνησε μια σειρά ομιλίες ευαγγελιζόμενος την απελευθέρωση των Ελλήνων από τον ζυγό των Τούρκων. Ο ηγετικός του χαρακτήρας και οι πρωτοβουλίες του αυτές ανησύχησαν πολλούς προύχοντες, οι οποίοι δεν ήθελαν να διαταραχθεί η τάξη και οι Τούρκοι να προβούν σε αντίποινα. Πολλοί ήταν εκείνοι οι οποίοι σκέφθηκαν να τον συλλάβουν και να τον παραδώσουν στα χέρια του εχθρού. Ο Παπαφλέσσας όμως διαισθάνθηκε τον κίνδυνο και φρόντισε να περιορίσει τη δράση του στους απλούς χωρικούς, οι οποίοι τον προστάτευαν, γοητευμένοι από τον χαρισματικό ηγέτη τους.
 Η ΜΑΧΗ ΣΤΟ ΜΑΝΙΑΚΙ
Τον Δεκέμβριο του 1821 ο Παπαφλέσσας έγινε μέλος της Πελοποννησιακής Γερουσίας και έλαβε μέρος στην Α’ Γενική Συνέλευση της Επιδαύρου, στη Β’ Εθνική Συνέλευση του Άστρους και την 1η Ιουλίου 1823 ανέλαβε το υπουργείο Εσωτερικών. Στον εμφύλιο πόλεμο βρέθηκε αντίπαλος του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, παρ’ ότι στο παρελθόν είχε πολεμήσει μαζί του. Όταν ο Ιμπραήμ απείλησε σοβαρά την έκβαση της Επανάστασης, ο ίδιος ο Παπαφλέσσας πρότεινε την αποφυλάκιση του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και άλλων αντικυβερνητικών. Η απελευθέρωσή τους όμως δεν έγινε εγκαίρως. Ο Παπαφλέσσας έσπευσε στο Μανιάκι, το οποίο μετά την πτώση του Νεοκάστρου αποτελούσε στόχο των Αιγυπτίων, όπου συγκέντρωσε αρχικά 1.500 άνδρες, από τους οποίους τελικά έμειναν μόνο 500. Κυκλωμένος από 3.000 ιππείς και πεζούς απέρριψε την πρόταση άλλων οπλαρχηγών να μετακινηθεί σε πιο ασφαλή θέση. Στην οκτάωρη αυτή μάχη ο Παπαφλέσσας έπεσε νεκρός μαζί με τους περισσότερους άνδρες του.
Ο Παπαφλέσσας προσέφερε τις μεγαλύτερες υπηρεσίες στην ιερή υπόθεση πριν το ξέσπασμα της επανάστασης σαν μπουρλοτιέρης των ψυχών. Χωρίς αυτόν – λένε μερικοί– ίσως να μην άναβε η επαναστατική φλόγα. Ξετρέλαινε τους ενθουσιασμένους, έπειθε τους διστακτικούς, πολεμούσε τους αντίθετους. Διαλαλούσε ότι μια μεγάλη δύναμη κρύβεται πίσω από τους Φιλικούς, εννοώντας τη Ρωσία. Ήταν έξυπνος, ενθουσιώδης, τολμηρός. Αυτές οι αρετές καθώς και το σχήμα του τον έκαναν ανεπανάληπτο για την προεπαναστατική του δράση.

Πηγή: dogma.gr

Πρόσκληση στη βράβευση αθλητών του νομού Άρτας




ΣΤΟΛΗ ΑΦΘΑΡΣΙΑΣ η Ελληνική Επανάσταση του 1821.




Για του Χριστού την πίστιν την αγίαν,
για της πατρίδος την ελευθερίαν,
γι’ αυτά τα δύο πολεμώ,
γι’ αυτά να ζήσω επιθυμώ,
κι αν δεν τα αποκτήσω
τι μ’ ωφελεί να ζήσω;
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ του 1821 έχει μια πνοή Αγιασμένη, κι η ιστορία της είναι σαν συναξάρι. Η Ελλάδα μπορεί να παρασταθεί σαν τη μητέρα των Μακκαβαίων που είδε να βασανίζονται και να σφάζονται μπροστά της τα παιδιά της ένα-ένα. Από τον καιρό που χάθηκε η Κωνσταντινούπολη, η πατρίδα μας μαυροφόρεσε σαν χαροκαμένη χήρα» οι άνδρες ήτανε σαν ασκητές, οι γυναίκες σαν καλογριές, τα τραγούδια μας γεμάτα πόνο και ελπίδα, τη λεγόμενη «χαρμολύπη», σαν χερουβικά, σαν τροπάρια. 
Μια αγιοσύνη τα τύλιγε όλα. Οι καρδιές ήτανε, με όλη την παλληκαριά τους, συντετριμμένες και ταπεινωμένες. Γι’ αυτό κι η θρησκεία μας ήτανε αληθινή, επειδή η πίστη του Χριστού δεν ταιριάζει σε ανθρώπους απίκραντους και καλοπερασμένους, κατά τα λόγια του Χριστού που λέγει: «εν τω κόσμω θλίψιν έξετε», και στενή και τεθλιμμένη η οδός».
Μα όσα χάνει ο άνθρωπος σε καλοπέραση, τα κερδίζει «εκατονταπλασίονα» σε βάθος πνευματικό. Και το έθνος μας που στάθηκε κακότυχο και βασανισμένο, από την άλλη μεριά στάθηκε ευλογημένο, κατά τον λόγο που λέγει ο Σολομών για όσους μαρτυρούνε για την αλήθεια: «και γαρ εν όψει ανθρώπων εάν κολασθώσιν, η ελπίς αυτών αθανασίας πλήρης» και ολίγα παιδευθέντες, μεγάλα ευεργετηθήσονται». Και ποια είνε αυτή η αντάμειψη; Η αντάμειψη ήτανε πως ντυθήκανε με κάποια στολή αφθαρσίας αυτοί που ζούσανε «υστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, εν ερημίαις πλανώμενοι και σπηλαίοις και ταις οπαίς της γης».
Για τούτο, όποιος άνθρωπος έχει καρδιά καθαρή, και νιώσει την Ελληνική Επανάσταση, σαν να τραβιέται από κάποιον μαγνήτη, ας είναι κι άλλης φυλής άνθρωπος, χωρίς να γνωρίζει καλά- καλά από πού βγαίνει αυτή η γλυκύτητα και η κατανυκτική αγάπη, μ’ όλο που ακούει σκοτωμούς, μαρτύρια και μοιρολόγια, που σε άλλη περίσταση αγριεύουνε τον άνθρωπο. Θαρρεί πως δεν γινήκανε στ’ αληθινά αυτά που ακούει, αλλά πως είναι κάποιο έμορφο παραμύθι.
Τα πιο σκληρά πράγματα χάνουνε τη σκληρότητά τους, καν φονικά, καν αγωνίες κάθε λογής, φτώχεια, κρύο, πείνα, αρρώστια, ορφάνια. Κάποιος μυστικός πλούτος τα χρυσώνει όλα, ο της αφθαρσίας ο Παράκλητος (ο Παρηγορητής), το Πνεύμα το Άγιον. Αυτή είναι που λέγω στολή Αφθαρσίας κι ελπίδα Αθανασίας.
Η Ελληνική Επανάσταση είναι σαν το χάλκινο μοσχάρι που έκανε ένας τεχνίτης για τον τύραννο Φάλαρη και που το πύρωνε με φωτιά και σφαλούσε στην κοιλιά του όσους ήθελε να βασανίσει για να ψηθούνε ζωντανοί. Μα αντί ν’ ακούγονται βογκητά και φρικτοί θρήνοι από το στόμα του βοδιού, έβγαιναν τραγούδια χαρούμενα, επειδή ο τεχνίτης είχε βάλει επιτήδεια στο λαρύγγι του βοδιού κάποιο όργανο που άλλαζε τους θρήνους σε χαρούμενη μουσική. Ο Αθανάσιος Διάκος τραγουδούσε περασμένος στη σούβλα, κι οι γυναίκες του Ζαλόγγου χορεύανε και πέφτανε στον γκρεμνό. Κι όλοι οι Έλληνες, άνδρες, γυναίκες, μικροί, μεγάλοι, δεσποτάδες, παπάδες, λαϊκοί, ψέλνανε σαν να τραγουδούσανε και τραγουδούσανε σαν να ψέλνανε, όπως οι τρεις Παίδες της καμίνου που δοξολογούσανε τον Θεό χορεύοντας μέσα στη φωτιά σαν να δροσολογιότανε.
Απ’ όλη την αιματοβαμμένη Ελλάδα ακουγότανε «ήχος καθαρός εορταζόντων», κι οι Έλληνες τρέχανε στον θάνατο «αγαλλομένω ποδί, Πάσχα κροτούντες αιώνιον». Γι’ αυτό μαγεύτηκε ο κόσμος, χωρίς να ξέρει γιατί. Εκείνο που τους μάγευε ήτανε η Ελπίδα της Αθανασίας που βγαίνει από την Ορθοδοξία και που τα σκεπάζει όλα με την χαρούμενη πνοή της.
Η χαρά του Χριστού είναι ένα άνθος που φυτρώνει μοναχά στις καρδιές που πονούν. Για τούτο ο Δαυΐδ έλεγε: «Κύριε εν θλίψει επλάτυνάς με». Κι οι ασκηταί της Ορθοδοξίας τη λέγανε «Χαρμολύπη» ή «Χαροποιόν πένθος», αυτή τη χαρά που βγαίνει από τη συντριμμένη καρδιά. Η Ελληνική Επανάσταση ήτανε τα χαρούμενα ορμήματα του Ποταμού της Ορθοδοξίας. Γι’ αυτό τη μισήσανε και την πολεμήσανε οι «ψευδάδελφοι», εκείνοι που ιδρύσανε στ’ όνομα του Χριστού ένα σύστημα εγκόσμιας ευδαιμονίας, κάποιον «αριστοκρατικό χριστιανισμό» που τραβά τις ματαιόδοξες ψυχές, και τις ξεραίνει από τη χαρά του Χριστού, από τη «χαρμολύπη»[1].
Οι Έλληνες του καιρού εκείνου ήτανε «πτωχοί τω πνεύματι», κατά τους έξυπνους του κόσμου. Ήτανε απλοί και φυσικοί, κι η όψη τους, τα λόγια τους, οι συνήθειές τους, τα φερσίματά τους ήτανε αληθινά, δηλαδή Ελληνικά. Η ψυχή τους ήτανε δεμένη με τη φύση και τη θρησκεία τους. Λεοντόκορμοι άνδρες που βαστούσανε από αρχαία αίματα, ζούσανε στον ανοιχτόν αγέρα όπως τους έπλασε ο Θεός, με γένια, με μουστάκια, με μακριά μαλλιά σαν το Χριστό, γοργοπόδαροι, λιγόφαγοι, θρήσκοι, ταπεινοί μπροστά στους γεροντότερους και στους παπάδες, με ψυχή γεμάτη κρυφά πλούτη.
Απάνω απ’ όλα ήτανε η Θρησκεία, η Πίστις των Πατέρων μας. Κι οι λειτουργοί της ήτανε οι πνευματικοί τους, οι δάσκαλοί τους, οι προστάτες τους, οι παρηγορητές τους, οι δικαστές τους, οι εξομολόγοι τους. Ο πιο αγαπημένος αρματωλός για το λαό, ο πιο αγνός πολεμιστής, ο καινούριος άγιος Γιώργης, στάθηκε ένας παπάς, ο Αθανάσιος Διάκος, που σουβλίσθηκε για την Πίστη του Χριστού.
Άλλοι τέτοιοι αγιασμένοι που αγωνισθήκανε για την Πίστη, είναι ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’, ο Ησαΐας Σαλώνων, ο Ρωγών Ιωσήφ, ο Κυπριανός στην Κύπρο» τι λέγω; Νέφος ολόκληρο ρασοφορεμένοι, Ορθόδοξον Ιεράτευμα. Πριν να γίνει η Επανάσταση, χιλιάδες Νεομάρτυρες μαρτυρήσανε για την Πίστη, κι ύστερα ήρθανε οι αρματωλοί. Οι δεσποτάδες, οι παπάδες κι οι καλόγεροι είχανε γίνει σαν τους προφήτες που οδηγούσανε τον νέον Ισραήλ στη Γη της Επαγγελίας.
Οι αρματωλοί γινήκανε σαν ασκητές και ψέλνανε απάνω στο μετερίζι, και ξεστηθίζανε το Ψαλτήρι για παρηγοριά, με τα χαϊμαλιά στο στήθος που παριστάνανε τον Χριστό, την Παναγία, τον άη Γιώργη, τον άη Δημήτρη. Για φυλαχτό είχανε ή τίμιο ξύλο, ή άγιο λείψανο, ή ένα κομμάτι από το παλιόρασο του άγιου Κοσμά. Πολλοί αρματωλοί ήτανε ζωγραφισμένοι στα ερημοκκλήσια μαζί με τους αγίους. Η ζωγραφιά του Μεϊντάνη βρισκότανε στην εκκλησιά της Κατούνας, του Ανδρούτσου στο Μεγάλο Μετέωρο, του Διαμαντή Σπατούλη στην εκκλησιά στ’ Αλεποχώρι Μπότσαρη. Και τους σκοτωμένους τους θάβανε κοντά στην εκκλησιά.
Λοιπόν, δεν είναι αγιασμένη η Επανάστασή μας, δεν είναι η Ορθοδοξία ματωμένη για να φυλάξει την πίστη μας; Η Ορθοδοξία έγινε ένας λόγος άδειος στα στόματα των σημερινών φραγκοδασκαλευμένων δασκάλων. Μα η αληθινή Ορθοδοξία που είναι πλούτος και ρίζα αθανασίας, είναι φυτρωμένη βαθειά στην καρδιά του ορθοδοξώτατου λαού μας, που όσο δεν ήθελε να τουρκέψει, άλλο τόσο δεν θέλει να φραγκέψει.
Φώτης Κόντογλου

25η ΜΑΡΤΙΟΥ: Όλοι τη Σημαία στα Μπαλκόνια μας



   

     Την Παρασκευή 25 Μαρτίου, με ιδιαίτερη χαρά και υπερηφάνεια γιορτάζουμε και τιμούμε την επανάσταση του 1821, το μεγαλύτερο γεγονός της νεώτερης Ελληνικής Ιστορίας

  Μαζί με την Εθνική Επέτειο γιορτάζουμε και τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, που συμβολικά ταυτίστηκε με την Επανάσταση.
     
   Για μια ακόμη χρονιά, η Πατρίδα μας γιορτάζει για δύο Χαίρε, το "Χαίρε ω Χαίρε Λευτεριά" που αναφέρεται στο μεγαλείο της Ελευθερίας  και το "Χαίρε  Κεχαριτωμένη Μαρία" που αναφέρεται στη χαρμόσυνη αγγελία της σύλληψης του Ιησού Χριστού από την Παρθένο Μαρία.
     
   Για να τιμήσουμε την διπλή αυτή γιορτή προτείνεται, σε όσους αισθάνονται πραγματικοί Έλληνες να τοποθετήσουμε, από την Πέμπτη, την γαλανόλευκη σημαία στα μπαλκόνια των σπιτιών μας, ως ένδειξη τιμής και ευγνωμοσύνης σε όσους, με τον αγώνα τους, έδωσαν την ζωή τους για να είμαστε εμείς Ελεύθεροι σήμερα.

  Της πρότασης εξαιρούνται όσοι δεν πιστεύουν στις αρχές, τις αξίες και τα ιδανικά του Έθνους, όσοι δεν πιστεύουν στις Ένοπλες Δυνάμεις, που έχουν ως κυρίαρχη αποστολή να διαφυλάξουν τα Ιερά και τα Όσια τα οποία συνιστούν ένα Έθνος και είναι:
    .  Η  Πατρίδα
    .  Η  Θρησκεία
    .  Η  Ελευθερία                  
    .  Η  Οικογένεια
    .  Η Δημοκρατία
    .  Η Παιδεία
    .  Ο Πολιτισμός
    .  Οι Θεσμοί

Πέμπτη 23 Μαρτίου 2017

Συνάντηση Δ.Σ. ΕΑΑΣ με τον Α/ΓΕΣ







Την 20η Μαρτίου 2017 πραγματοποιήθηκε, στα πλαίσια συνεργασίας και εθιμοτυπίας, συνάντηση του Προέδρου, του Αντιπροέδρου και Μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της Ένωσης Αποστράτων Αξιωματικών Στρατού με τον κ. Α/ΓΕΣ, Αντιστράτηγο Αλκιβιάδη Στεφανή.
Η συνάντηση που έλαβε χώρα στο γραφείο του κ.Αρχηγού, περιελάμβανε αλληλοενημέρωση επί ειδικών και γενικών θεμάτων που αφορούν την  Ε.Α.Α.Σ. και τα Μέλη της, με κατάθεση σχετικού υπομνήματος.  Η όλη συζήτηση διεξήχθη σε κατεξοχήν συναδελφικό και άριστο κλίμα, με ανταλλαγή απόψεων και γόνιμο διάλογο, ενώ τονίσθηκαν ιδιαιτέρως οι άρρηκτοι δεσμοί που συνδέουν τα  ε.ε. και τα ε.α. Στελέχη του Σ.Ξ.
Η συνάντηση ολοκληρώθηκε, με τον κ. Αρχηγό να εκδηλώνει το ειλικρινές ενδιαφέρον του επί των τεθέντων θεμάτων, την επιθυμία για συνέχιση της στενής συνεργασίας του ΓΕΣ με την Ε.Α.Α.Σ. και  τέλος επανατοποθέτησε την επόμενη συνάντηση όταν αναλάβει το νέο Δ.Σ. της Ε.Α.Α.Σ. που προέκυψε από τις πρόσφατες αρχαιρεσίες.
Εκ της ΕΑΑΣ

Αρχαίο Όρραον: Η άγνωστη πέτρινη πόλη της Ηπείρου


Από τον αρχαίο Ελληνικό κόσμο διασώζονται, σε σπάνιες περιπτώσεις μοιάζοντας κιόλας άθικτα από τον χρόνο, κτίρια και αρχιτεκτονήματα διαφόρων ειδών- ναοί, αμφιθέατρα, στάδια, μαντεία, αγορές, νεκροπόλεις. Όχι όμως και ιδιωτικές οικίες, παρά μόνο τα θεμέλιά τους και αυτό όταν η αρχαιολογική σκαπάνη σταθεί τυχερή.
Στον Ελλαδικό χώρο, τα καλύτερα διατηρημένα σπίτια των αρχαίων Ελλήνων, διατρέχοντας όλη την χρονική περίοδο από τα κλασικά έως και τα ελληνιστικά χρόνια, δε βρίσκονται στις υπώρειες της Ακρόπολης των Αθηνών, ούτε σε κάποιον φημισμένο αρχαιολογικό χώρο- αλλά σε έναν γυμνό, πετρώδη λόφο της Ηπείρου, ακριβώς στα σύνορα των νομών Άρτας και Πρέβεζας.
Είναι το αρχαίο Όρραον, μια κωμόπολη των Μολοσσών της Ηπείρου– εκεί στέκουν ακόμη όρθια 4 κτίρια της ύστερης κλασικής περιόδου, τρεις ιδιωτικές κατοικίες και (μάλλον) ένα δημόσιο κτίριο. Και μόνο η ύπαρξη των κτιρίων αυτών, με τους τοίχους τους να στέκουν όρθιοι μέχρι το ύψος της στέγης του δευτέρου ορόφου τους, μεταμορφώνει τον άσημο λοφίσκο των 345 μέτρων ύψος, σε ένα εντυπωσιακό αρχαιολογικό τοπόσημο.
ORRAON
Το Όρραον ιδρύθηκε (πιθανότατα) στο δεύτερο μισό του 4ου αι. π.Χ., από τους Μολοσσούς σε θέση με στρατηγική σημασία, καθώς φρουρούσε την κυριότερη διάβαση από τον Αμβρακικό προς την ενδοχώρα τους- ήταν ένας σχετικά μικρός οικισμός, με περίπου 100 σπίτια, όλα τους κτισμένα από ντόπιο ασβεστόλιθο, όπως και το ισχυρό, διπλό πέτρινο τείχος που προστάτευε την αρχαία πολίχνη.
Ο πολεοδομικός της σχεδιασμός είχε σαν πρότυπο αυτόν της γειτονικής Αμβρακίας (σημερινή Άρτα)- δώδεκα στενοί, παράλληλοι δρόμοι, διασταυρώνονται με δύο κάθετους, σχηματίζοντας ορθογώνια οικοδομικά «τετράγωνα».
Ο οικισμός υδρευόταν από μια πηγή που βρισκόταν εκτός των τειχών του- ένα μονοπάτι που ξεκινούσε από την ανατολική πύλη οδηγούσε εκεί. Εκτός της φυσικής πηγής, οι κάτοικοι του οικισμού διασφάλισαν την ύπαρξη πόσιμου νερού και με την κατασκευή μιας μεγάλης δεξαμενής όπου συγκεντρωνόταν το βρόχινο νερό. Η δεξαμενή ήταν έργο δημόσιο- ακόμα και με τα σημερινά δεδομένα είναι μια κατασκευή άρτια τεχνικά.
Μια πέτρινη κλίμακα από 19 σκαλοπάτια οδηγεί και τον σημερινό επισκέπτη στον πυθμένα της, που ήταν φτιαγμένος από πήλινα όστρακα. Περπατώντας τον αρχαίο οικισμό, παρατηρώ το άψογο λάξευμα των μεγάλων πέτρινων όγκων, τα απολύτως ευθετισμένα και (ακόμη) άρρηκτα μεταξύ τους «δεσίματα» και αναλογίζομαι την τεχνογνωσία των μηχανικών, μαστόρων και τεχνιτών που εργάστηκαν χιλιάδες χρόνια πριν στον ίδιο τόπο- το περφεξιονιστικό μεράκι και τον κόπο τους.
Τα παράθυρα των σπιτιών υπάρχουν ακόμα- μέσα από αυτά διαγράφεται ο ίδιος ορίζοντας με τα χρόνια που στα σημερινά πέτρινα κουφάρια έδιναν ζωή πολυμελείς οικογένειες. Τα ίδια τα σπίτια ήταν διώροφα- στους τοίχους τους χάσκουν ακόμα οι τρύπες (δοκοθήκες) που «κούμπωναν» τα δοκάρια του πάνω πατώματος.,
Η κ. Ανθή Αγγέλη, είναι προϊσταμένη της Εφορίας Αρχαιοτήτων Πρέβεζας, αρχαιολόγος που έχει συμμετάσχει στις ανασκαφές του Όρραον.«Το Όρραον έχει την εξής ιδιαιτερότητα: γενικά τα αρχαία σπίτια κτίζονταν ως ένα επίπεδο 70- 80 εκατοστών με λίθινα θεμέλια αλλά από εκεί και πάνω η δόμηση συνεχιζόταν με πλίνθινα τούβλα, για αυτό και σώζονται μέχρι ένα μικρό ύψος.
Επειδή, όμως, στη γύρω περιοχή του Όρραον αφθονεί, όπως και σήμερα, ο ασβεστόλιθος και η εξόρυξη του είναι σχετικά εύκολη, οι κάτοικοι εδώ έχτισαν τα σπίτια τους εξολοκλήρου από πέτρα, μέχρι και το ύψος της στέγης. Στον ελλαδικό χώρο δεν υπάρχουν άλλα τέτοια διατηρημένα σπίτια και αυτά στο Όρραον μας δίνουν μια πολύ καλή εικόνα για την αρχιτεκτονική των ιδιωτικών κατοικιών εκείνης της περιόδου.
Υπήρχε ένας προθάλαμος και μια εσωτερική αυλή που γύρω της διατάσσονταν αρκετά δωμάτια. Ένα τμήμα του σπιτιού μπορεί να ήταν μονώροφο για να εξασφαλίζει καλύτερο φωτισμό αλλά τα σπίτια του Όρραον ήταν δύο ορόφων. Στην «Οικία Α» διασώζεται και η βάση της πέτρινης κλίμακας που οδηγούσε πάνω».Ερείπια τοίχος, στο βάθος η Ιονία Οδός
Ερείπια τοίχος, στο βάθος η Ιονία Οδός
Ρωτάω την κυρία Αγγέλη για το κίνητρο των Μολοσσών- ενός ελληνικού φύλου που από την βορειοδυτική Μακεδονία μετακινήθηκε στο οροπέδιο των Ιωαννίνων περίπου το 1.200 π.Χ.- να κτίσουν αυτή την πέτρινη πολίχνη. «Το Όρραον φύλασσε το πέρασμα από τον Αμβρακικό κόλπο προς το λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων. Γνωρίζουμε από αρχαίες πηγές ότι οι Μολοσσοί είχαν πρόσβαση στον Αμβρακικό, μάλιστα κατείχαν μια μικρή έκταση περίπου 80 σταδίων στις ακτές του. Κανείς δεν μπορούσε να περάσει από τον Αμβρακικό και την πεδιάδα της Άρτας χωρίς να γίνει αντιληπτός από το Όρραον. Επίσης, φύλασσε το πέρασμα από την κοιλάδα του Αράχθου, που ήταν το όριο της επικράτειας των Μολοσσών».
Ήταν λοιπόν το Όρραον ένα οχυρό- παρατηρητήριο; «Ο φρουριακός του χαρακτήρας είναι σαφής. Διακρίνεται από την ισχυρή οχύρωση, τους στενούς δρόμους, ώστε ακόμα και αν οι εχθροί εισέβαλαν από τα τείχη να εγκλωβίζονταν, όπως επίσης από τα κτερίσματα που βρέθηκαν στις ταφές. Σχεδόν σε όλες βρέθηκαν όπλα, σε αντίθεση με την Αμβρακία, όπου μόνο σε ελάχιστους από τους χιλιάδες τάφους που ανασκάφηκαν, βρέθηκαν όπλα».
Τι γνωρίζουμε σήμερα για την αρχαία ζωή στον μικρό οικισμό; Πόσοι άνθρωποι ζούσαν εκεί, πως κατάφερναν να βιοπορίζονται; «Ο πληθυσμός του Όρραον εκτιμάται, βάση των περίπου 100 σπιτιών που περικλείονται από τα τείχη (εκτός βρισκόταν μόνο η νεκρόπολη), σε δύο χιλιάδες κατοίκους. Σε κάποιους χώρους των σπιτιών υπάρχουν ενδείξεις ότι σταβλίζονταν ζώα- σίγουρα λοιπόν ήταν ποιμένες και κτηνοτρόφοι, ενώ και ένας μικρός κάμπος στον γειτονικό Αμμότοπο, μάλλον καλλιεργούνταν από αυτούς τους ανθρώπους. Και σίγουρα κατοικούσαν εδώ αρκετοί στρατιώτες.
Οι σχέσεις τους με την κοντινή Αμβρακία, που ήταν το μεγαλύτερο αστικό κέντρο της Ηπείρου αλλά αποτελούσε αποικία των Κορινθίων και όχι τμήμα της «χώρας» των Μολοσσών, πιθανότατα ήταν φιλικές. Και εμπορικά αναπτυγμένες. Προϊόντα της Αμβρακίας, όπως αγγεία, αλλά και νομίσματα έχουν βρεθεί σε τάφους στο Όρραον.
Η Αμβρακία ήταν μια τυπική πόλη- κράτος, που γύρω από το άστυ είχε μια αγροτική περιοχή που ήλεγχε για να εξασφαλίζει την επάρκεια της σε αγαθά. Το Όρραον δεν ανήκε στην επικράτεια της Αμβρακίας, αλλά είναι σχεδόν σίγουρο ότι οι κάτοικοι του είχαν εμπορικές σχέσεις με την πόλη- θα διακινούσαν εκεί τα αγροτικά και κτηνοτροφικά προϊόντα τους, αγοράζοντας μετά ότι τους έλειπε».

Αντικείμενα από το Όρραον
Αντικείμενα από το Όρραον
Η ταύτιση του αρχαίου οικισμού- που είχε εντοπίσει τη δεκαετία του ’30 ο Βρετανός αρχαιολόγος Νίκολας Χάμοντ- με το Όρραον που αναφερόταν στις αρχαίες πηγές, επιτεύχθηκε βάσει ανασκαφικών ευρημάτων στη σημερινή Άρτα. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 σε ανασκαφές στον Ναό του Απόλλωνα, βρέθηκαν τμήματα ενεπίγραφης στήλης που καθόριζε τα όρια της χώρας της Αμβρακίας. Εκεί αναφερόταν και το Όρραον και σύμφωνα με τα τοπογραφικά στοιχεία που προέκυπταν- απόσταση από Αμβρακία, προς ποια κατεύθυνση- έγινε η ταύτιση του οικισμού με το Όρραον των αρχαίων πηγών.
Η μικρή αυτή αγροτική πολίχνη κρύβει και μια ηρωική ιστορία, που σχεδόν συμπίπτει με την παρακμή και το τέλος της. Το Όρραον υπήρξε μια από τις 4 μόνο πόλεις της Ηπείρου (του «Κοινού των Ηπειρωτών») που αντιστάθηκαν στους Ρωμαίους, το 168 π.Χ., έτος της ρωμαϊκής εισβολής. «Για αυτό οι Ρωμαίοι κατέστρεψαν ολοσχερώς τα τείχη της πόλης.
Όχι όμως και τα σπίτια της- ήταν μια πόλη που πολιορκήθηκε και κατακτήθηκε, υπήρξαν σίγουρα καταστροφές αλλά δεν ήταν ολοσχερείς. Οι Ρωμαίοι της επέτρεψαν να συνεχίσει να υπάρχει, ατείχιστη όμως, σαν ένδειξη της δικής τους, πλέον, εξουσίας στην περιοχή. Η πόλη τελούσε υπό την ρωμαϊκή κυριαρχία, δεν μπορούσε να έχει δική της άμυνα», σχολιάζει η κα Αγγέλη.
Στα τέλη του 1ου αι. π.Χ., τα χρόνια που ακολούθησαν τη ναυμαχία του Ακτίου (31 π.Χ.), οι εναπομείναντες κάτοικοι του Όρραον μεταφέρθηκαν αναγκαστικά από τους Ρωμαίους του Οκταβιανού Αύγουστου στη νεοϊδρυθείσα Νικόπολη. Η ανθρώπινη παρουσία στο Όρραον έγινε παρελθόν.
Έμειναν, μέχρι και σήμερα, οι σωροί από τις πέτρες του τείχους που γκρέμισαν οι λεγεωνάριοι, τα κουφάρια των σπιτιών αυτών των περήφανων ανθρώπων με το «αγύριστο, ηπειρώτικο κεφάλι» τους, η δεξαμενή που φύλασσε το νερό τους, η νεκρόπολη των προγόνων τους. Στο σύγχρονο αρχαιολογικό μουσείο της Άρτας, μια προθήκη είναι αφιερωμένη στο Όρραον– αγγεία, κοσμήματα, μικροπράγματα καθημερινής χρήσης, αγροτικά εργαλεία.
Σήμερα, από το παράθυρο της οικίας Α. διακρίνεται ένα αποπερατωμένο τμήμα της Ιόνιας Οδού και αν προχωρήσεις προς το άκρο του οικισμού, παράλληλα με τα πεσμένα τείχη, ο κάμπος της Άρτας και στο βάθος ο Αμβρακικός.
Φεύγοντας από τον οικισμό, στη δύση ενός ηλίου, καλοκαίρι του 2016, τους σκεφτόμουνα σεβαστικά- εκείνους τους Ηπειρώτες προπάτορες, να συσκέπτονται με τα βόρεια δωρικά τους για την στάση που θα κρατούσαν, βλέποντας από τα ίδια σπίτια τις ρωμαϊκές λεγεώνες να έρχονται.

Τετάρτη 22 Μαρτίου 2017

Οι διαφορές του οικονομικού πολέμου από το στρατιωτικό



69



Οι διαφορές μεταξύ ενός οικονομικού, καθώς επίσης ενός στρατιωτικού πολέμου, δεν είναι τόσο μεγάλες, όσο νομίζει κανείς. Σε γενικές γραμμές, κατά τη διάρκεια ενός στρατιωτικού πολέμου η ηττημένη χώρα έχει οικονομικές απώλειες, έμψυχες, καθώς επίσης υλικές – αφού το κόστος διεξαγωγής είναι μεγάλο, σκοτώνονται άνθρωποι, ενώ καταστρέφονται τα κτίρια και οι λοιπές υποδομές της. Στη συνέχεια εγκαθίστανται οι δυνάμεις κατοχής, ορίζεται μία κυβέρνηση δωσίλογων, λεηλατούνται οι πόροι της, φορολογείται από τους εισβολείς, βασανίζονται οι Πολίτες της, επικρατούν συνθήκες υπογεννητικότητας, μετανάστευσης κοκ.
Κατά τη διάρκεια ενός οικονομικού πολέμου τώρα, το κόστος είναι επίσης μεγάλο, οι άνθρωποι στην ηττημένη χώρα πεθαίνουν χωρίς να χρειαστεί να σκοτωθούν (μείωση του προσδόκιμου ζωής, ελλιπής ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, ανεργία, εξαθλίωση κλπ.), τα κτίρια ερημώνουν λόγω των μαζικών χρεοκοπιών, καθώς επίσης της οικονομικής αδυναμίας του πληθυσμού, ενώ οι υποδομές καταστρέφονται σταδιακά λόγω της μη συντήρησης τους. Επίσης, εγκαθίστανται οι δυνάμεις κατοχής στο εσωτερικό της, λιγότερες και με πολύ χαμηλότερο κόστος, η κυβέρνηση της «αναγκάζεται» να λειτουργεί ενδοτικά, λεηλατείται η ιδιωτική και η δημόσια περιουσία της, φορολογείται, βασανίζονται οικονομικά οι Πολίτες της, υπάρχει υπογεννητικότητα, κλιμακώνεται η μετανάστευση κοκ.
Σε αντίθεση όμως με την οικονομική ήττα και την κατοχή της, όταν η χώρα χάνει έναν στρατιωτικό πόλεμο, όλα συμβαίνουν χωρίς τη συμφωνία των Πολιτών της. Παράλληλα, δημιουργούνται ομάδες αντίστασης στο εσωτερικό της, με στόχο την ανάκτηση της ελευθερίας, καθώς επίσης της εθνικής τους κυριαρχίας.
Η οικονομικά ηττημένη χώρα όμως αναγκάζεται να συμφωνεί με την κατοχή της, ενώ όλα όσα υπογράφουν οι πολιτικοί της είναι δεσμευτικά και εντός των κανόνων του διεθνούς δικαίου – οπότε δεν θεωρείται κατακτημένη, αλλά ότι πληρώνει δίκαια τα λάθη και τις παραλείψεις της, αφού με δική της επιλογή χρεώθηκε.
Φυσικά ο δανειστής προστατεύεται από τους διεθνείς νόμους – ενώ τυπικά δεν λεηλατεί, αλλά είτε κατάσχει ότι είναι χρεωμένο για να εξοφληθεί, είτε εξαγοράζει άλλα περιουσιακά στοιχεία του ηττημένου, ελεύθερα χρεών, στις εξευτελιστικές τιμές βέβαια που έχει ως αποτέλεσμα ένας χαμένος πόλεμος.
Τα παραπάνω αποτελούν τις σημαντικότερες ίσως διαφορές μεταξύ των δύο διαφορετικών μορφών πολέμου – κυρίως το ότι, η συμπεριφορά του στρατιωτικού κατακτητή ευρίσκεται εκτός των κανόνων του διεθνούς Δικαίου. Όταν δε κάποια στιγμή χάνει τον πόλεμο από τις συμμαχικές δυνάμεις που δημιουργούνται και επιτίθενται εναντίον του, η ηττημένη χώρα ανακτά όλα όσα έχασε αυτόματα – απαιτώντας ταυτόχρονα αποζημιώσεις για τις ζημίες που της προκλήθηκαν (κάτι που προφανώς δεν συμβαίνει στην οικονομική μορφή του πολέμου).
Περαιτέρω, η Ελλάδα έχασε τον οικονομικό πόλεμο που κηρύχθηκε εναντίον της από το ΔΝΤ το 2009 (σενάριο), όχι επειδή είχε μεγάλα ελλείμματα και χρέη, αλλά λόγω του ότι αρνήθηκε να τα αντιμετωπίσει ρεαλιστικά και ως είχαν, με δικά της μέσα – με την έννοια πως οι Πολίτες της επέλεξαν μία ενδοτική κυβέρνηση που τους υποσχέθηκε ότι, υπήρχαν ακόμη χρήματα για σπατάλη.
Προφανώς δε οι Έλληνες δεν θα εξαπατούνταν, εάν δεν ήθελαν οι ίδιοι να εξαπατηθούν, αφού γνώριζαν τα προβλήματα της χώρας τους – όπως την πολιτική διαφθορά, το πελατειακό κράτος, την αχόρταγη διαπλοκή, τη σκόπιμη γραφειοκρατία, τις συνδικαλιστικές εκτροπές, την κατασπατάληση των ευρωπαϊκών κονδυλίων κοκ.
Περαιτέρω, ο οικονομικός πόλεμος εναντίον της Ελλάδας κηρύχθηκε μεν επίσημα από το ΔΝΤ, με τη συμμετοχή στη συνέχεια της Τρόικα, αλλά ξεκίνησε ουσιαστικά από τη Γερμανία το 2000, όταν δρομολογήθηκε το ευρώ, με την υιοθέτηση τότε της «ατζέντα 2010» – του μισθολογικού dumping δηλαδή, με στόχο την τεχνητή αύξηση της ανταγωνιστικότητας της, έτσι ώστε να καταφέρει να απομυζεί οικονομικά όλους τους εταίρους της.
Η συγκεκριμένη μορφή επεκτατισμού ονομάζεται «μερκαντιλισμός» – ενώ πρόκειται για μία πολεμική μέθοδο που την κατέχει πολύ καλά η Γερμανία, από πολλά χρόνια πριν. Στο θέμα αυτό έχουμε αναφερθεί αρκετές φορές στο παρελθόν (ανάλυση) – ενώ δεν είναι φυσικά μόνο η Ελλάδα στο στόχαστρο, αλλά ολόκληρη η Ευρώπη (η Πορτογαλία έχει ήδη μετατραπεί σε χώρα της Lidl).
Ήταν άλλωστε κάτι που το είχε επιχειρήσει ο Χίτλερ με στρατιωτικά όμως μέσα, επειδή τότε δεν υπήρχαν οι σημερινές συνθήκες – οι οποίες επιτρέπουν την ειρηνική διείσδυση ενός κράτους σε ένα άλλο, με τη βοήθεια της υπερχρέωσης, των δανειακών συμβάσεων και των μνημονίων, τα οποία τελικά το παραλύουν καθιστώντας το εύκολο θύμα.
Σε κάθε περίπτωση η Ελλάδα έχει σήμερα ηττηθεί κατά κράτος, ενώ είναι πια ασφυκτικά δεμένη με τα δεσμά του ευρώ, των δημοσίων και ιδιωτικών χρεών της, των μνημονίων, καθώς επίσης των δανειακών συμβάσεων. Αντίσταση δεν υπάρχει, η λεηλασία της έχει ήδη ξεκινήσει, η εδαφική της ακεραιότητα κινδυνεύει, η κοινωνική συνοχή επίσης, ενώ δεν απειλείται από μία μόνο συμμορία, αλλά από δύο – οι οποίες είναι εξίσου επικίνδυνες.
Εν τούτοις οι Έλληνες, αντί να ενωθούν απέναντι στον κοινό εχθρό, συγκρούονται μεταξύ τους. Προφανώς λοιπόν δεν κατανοούμε πως η χώρα μας είναι υπό κατοχή, ότι δεν υπάρχει καμία αντίσταση στο εσωτερικό της, καθώς επίσης πως κινδυνεύει να έχει την «τύχη» των Ινδιάνων της Αμερικής, εάν συνεχίσουμε να λειτουργούμε ατομικά. Επί πλέον ότι, οι όποιες λύσεις υπάρχουν δεν είναι καθόλου εύκολες – ενώ το εθνικό νόμισμα είναι μεν σημαντικό, αλλά σε καμία περίπτωση το μαγικό ραβδί που εξαφανίζει προβλήματα αυτού του μεγέθους.
Εάν ήταν άλλωστε τόσο απλό, δεν θα είχε καμία χώρα οικονομικά αδιέξοδα – αφού η συντριπτική πλειοψηφία των κρατών έχει το δικό της νόμισμα, ενώ η Αργεντινή, όπως πολλές άλλες χώρες, χρεοκόπησαν διαθέτοντας επίσης δικά τους νομίσματα.
Όσον αφορά τώρα το φυσικό πλούτο της πατρίδας μας, τον πολιτισμό, καθώς επίσης όλα τα υπόλοιπα με τα οποία προικίσθηκε από τη φύση, δυστυχώς δεν είναι ποτέ αρκετά για να καλύψουν πολιτικές, θεσμικές, επιχειρηματικές και κοινωνικές αδυναμίες – αφού διαφορετικά δεν θα κινδύνευε η πάμπλουτη σε πετρέλαιο Σαουδική Αραβία, η Βενεζουέλα κοκ., οι οποίες νόμιζαν πως έχουν αρκετό πλούτο, οπότε δεν χρειάζεται να δουλεύουν, να επενδύουν σε άλλα εγχειρήματα, να παράγουν δικά τους προϊόντα και να εξελίσσονται.
Αντίθετα χώρες με προβληματικό φυσικό περιβάλλον, όπως για παράδειγμα η Ολλανδία, η οποία βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας σε μία εντελώς άγονη περιοχή του πλανήτη, κατορθώνουν από μία έκταση ανάλογη της Πελοποννήσου να εξάγουν κατά πολύ περισσότερα γεωργικά προϊόντα από την Ελλάδα – καθώς επίσης να διαθέτουν ένα βιοτικό επίπεδο, σημαντικά πιο υψηλό από το δικό μας.
Κλείνοντας, το ζητούμενο είναι οι ρεαλιστικές λύσεις για την ανάκτηση της εθνικής μας κυριαρχίας, οι οποίες ασφαλώς υπάρχουν. Δεν θα πρέπει όμως να βρεθούν μόνο τα σωστά βήματα αλλά, κυρίως, ο τρόπος και αυτοί που θα έχουν πραγματικά τη δυνατότητα να τα εφαρμόσουν – στηριζόμενοι από το σύνολο της κοινωνίας. Όλα τα υπόλοιπα δεν είναι δυστυχώς λύσεις, αλλά όνειρα θερινής νύχτας ή/και ευχολόγια – τα οποία σχεδόν ποτέ δεν εκπληρώνονται.

πηγή:http://www.analyst.gr/2017/03/21/oi-diafores-tou-oikonomikou-polemou-apo-to-stratiotiko/