Του Γεωργίου Κ. Φίλη Ph.D.*
Η κρίση στις Ρωσοτουρκικές σχέσεις ακόμα και εάν η κατάσταση δεν κλιμακωθεί περεταίρω είναι σίγουρο πως ανοίγει ένα ολόκληρο κεφάλαιο δυνατοτήτων αλλά και προκλήσεων για την χώρα μας και τον ελληνισμό γενικότερα. Το να μπορέσει κάποιος να αναλύσει το πώς ακριβώς θα επηρεαστεί η Ελλάδα από μία τέτοια εξέλιξη είναι προφανές πως είναι πρόωρο αλλά και δύσκολο να το κάνει, αφού η κατάσταση είναι μεν κρίσιμη, αλλά τα πρώτα σημάδια -τουλάχιστον από την πλευρά της Δύσης- καταδεικνύουν πως υπάρχει η θέληση αποκλιμάκωσης και διαπραγμάτευσης.
Επιπροσθέτως η κατάσταση είναι ρευστή ενώ η πιθανότητα συνέχισης των προκλητικών ενεργειών όλων εκείνων οι οποίοι δεν εξέλαβαν θετικά το rapprochement ΗΠΑ και Γαλλίας με τη Ρωσία μετά την σφαγή των Παρισίων και προσπαθούν με κάθε τρόπο να αποτρέψουν μία τέτοια εξέλιξη είναι μεγάλη. Σε κάθε περίπτωση, μία αρχική αποτίμηση κάποιων παραμέτρων που θα επηρεαστούν από την πιθανότητα κλιμάκωσης μεταξύ της Μόσχας και της Άγκυρας καλό θα ήταν γίνει, έχοντας πάντα υπόψη πως η κατάσταση λόγο της φύσης του προβλήματος μπορεί να κινηθεί και προς τις δύο κατευθύνσεις.
Πριν προχωρήσει κάποιος σε κάποιες πρώτες παρατηρήσεις για το υπό εξέταση θέμα, θα ήταν χρήσιμο να υπογραμμίσει δύο βασικές παραμέτρους αναφορικά με την τριγωνική σχέση Ελλάδα/Κύπρος-Τουρκία-Ρωσία.
Η σύγκρουση ΔΕΝ είναι νομοτέλεια…
Η πρώτη παραδοχή είναι πως η συγκεκριμένη ανάλυση έχει περιεχόμενο εάν κάποιος προσεγγίσει τις Ρωσοτουρκικές σχέσεις υπό το πρίσμα πως ακόμα και εάν η κατάσταση κλιμακωθεί δεν θα οδηγηθούμε σε άμεση πολεμική σύγκρουση μεταξύ των δύο χωρών. Σε μία τέτοια περίπτωση η γεωπολιτική και η γεωστρατηγική χάνουν μεγάλο μέρος της αξίας τους αφού τα πράγματα για την χώρα μας θα είναι ξεκάθαρα.
Η Ελλάδα ως χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ κατά πάσα πιθανότητα θα κληθεί, ύστερα από την επίκληση του Άρθρου 5 της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας να συμμετάσχει στην υπεράσπιση της Τουρκίας από τον ρωσικό κίνδυνο. Άρα, σε μία τέτοια περίπτωση το υπαρξιακό δίλλημα της χώρας θα είναι τεράστιο. Η επιλογή της «ουδετερότητας» μπορεί να υπάρξει μόνο εάν η Δύση κονταροχτυπηθεί «ανεπίσημα» με την Μόσχα, δηλαδή εάν δεν υπάρξει κινητοποίηση του ΝΑΤΟ ως συμμαχία αλλά υπάρξει μία ανεπίσημη «συμμαχία των προθύμων» στη βάση των επεμβάσεων της Δύσης σε θέατρα επιχειρήσεων στην περιοχή της Ευρύτερης Μέσης Ανατολής και Βορείου Αφρικής. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η πιθανότητα η Ελλάδα να κρατήσει μία αυστηρή ουδετερότητα έχει βάση, χωρίς όμως κάτι τέτοιο να μην επισείσει την μήνη των «συμμάχων» και «εταίρων» μας, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει για την ασφάλεια της χώρας δεδομένου και της γεωγραφικής της θέσης σε σχέση με το δυνητικό θέατρο της σύγκρουσης.
Περιττό να ειπωθεί πως κάθε αναλυτικό σενάριο λαμβάνει ως δεδομένο την παραδοχή πως ακόμα και εάν οδηγηθούμε σε μία θερμή αντιπαράθεση μεταξύ Δύσης και Ρωσίας, η κατάσταση δεν θα οδηγήσει σε σκηνές αποκάλυψης μέσω της χρήσης μη συμβατικών οπλικών συστημάτων αφού σε μία τέτοια περίπτωση κάθε ανάλυση των εξελίξεων… περιττεύει για ευνόητους λόγους.
Τί σημαίνει άραγε η Ρωσία για την Ελλάδα;
Η δεύτερη παραδοχή που θα πρέπει κάποιος να κάνει αναφορικά με την τριγωνική σχέση Ελλάδα/Κύπρος-Τουρκία-Ρωσία, σχετίζεται με το να ξεκαθαριστεί τι ακριβώς θέλουμε από την σχέση μας με την Μόσχα σε γεωπολιτικό επίπεδο. Στο συγκεκριμένο σημείο ο καθένας πρέπει να είναι ξεκάθαρος. Η Ρωσία για την Ελλάδα πέραν του «συναισθηματικού» -λόγω των ιστορικών σχέσεων και των πολιτισμικών καταβολών από τον μεσαίωνα και την Βυζαντινή περίοδο- ψυχικού υποβάθρου έχει μία βασική χρησιμότητα: Αποτελεί τον δυνητικό εξισορροπητικό παράγοντα στην σχέση της Ελλάδας με την Τουρκία και το πρόβλημα ασφαλείας που αντιμετωπίζει από την Άγκυρα.
Με λίγα λόγια, επειδή γνωρίζουμε πως η Δύση για λόγους στρατηγικής αναγκαιότητας είναι υποχρεωμένη να κρατάει τις όποιες ισορροπίες μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, και επειδή στην συγκεκριμένη σχέση μία τέτοια στάση στην ουσία εξισώνει τον θύτη με το θύμα και τον σχετικά πιο αδύναμο με τον σχετικά πιο ισχυρό, η Αθήνα χρειάζεται μία ισχυρή Μόσχα στην περιοχή ώστε σε ειρηνική περίοδο να λειτουργεί ως «φόβητρο» για την Άγκυρα, σε περίπτωση κρίσης να αποτελέσει έναν πολύτιμο σύμμαχο, εάν και εφόσον βέβαια τα συμφέροντα των δύο πλευρών συμπίπτουν, το οποία θα πρέπει να τονιστεί πως κανείς δεν θα πρέπει να τα λαμβάνει a priori ως δεδομένο.
Με βάση τα παραπάνω τα οποία εκτιμάται πως αποτελούν μία λογική βάση συζήτησης θα μπορούσε να υποστηριχτεί πως η Ελλάδα πρόκειται να επηρεαστεί σε τρία επίπεδα από μία «ελεγχόμενη» κλιμάκωση των σχέσεων της Ρωσίας με την Τουρκία. (ι) Το πρώτο επίπεδο είναι το διμερές τόσο σε επίπεδο Ελληνοτουρκικό όσο και στο Ελληνορωσικό. (ιι) Το δεύτερο έχει να κάνει με τις περιφερειακές εξελίξεις σε σχέση με μία κλιμάκωση των σχέσεων των δύο κρατικών δρώντων και στο πως πρόκειται να επηρεάσουν την ασφάλεια της χώρας μας και το (ιιι) τρίτο αφορά την ίδια τη θέση της χώρας μας μέσα στο υπάρχον θεσμικό συμμαχικό και εταιρικό πλαίσιο στο οποίο λειτουργεί.
«Πολύφερνη νύφη» η Ελλάδα αν ξεφύγουμε…
Αναφορικά με το πρώτο ζήτημα είναι προφανές πως σε στην περίπτωση της κλιμάκωσης τόσο η Ρωσία όσο και η Τουρκία θα προσπαθήσουν να προσεγγίσουν και να προσεταιριστούν την Ελλάδα. Η πρώτη με σκοπό να επιτείνει την αντιπαλότητα της χώρας με την Άγκυρα, έτσι ώστε να αναγκάσει την Τουρκία να κρατάει δυνάμεις στα δυτικά και νότια σύνορά της, δηλαδή και στην Κύπρο. Η δεύτερη, και εδώ είναι το ενδιαφέρον σενάριο, είναι σίγουρο πως θα αναγκαστεί να «καλοπιάσει» την Αθήνα και την Λευκωσία άρα, μία τέτοια εξέλιξη ίσως και να υποχρεώσει την Τουρκία σε κάποιου είδους παραχωρήσεις προς τον Ελληνισμό, τουλάχιστον για όσο διάστημα η Άγκυρα θα έχει στραμμένη την προσοχή της προς την Μόσχα.
Το αρνητικό σενάριο στο θέμα της διμερούς σχέσης μας με την Τουρκία, είναι ότι η Άγκυρα σε μία στιγμή αδυναμίας να θελήσει να τινάξει την περιοχή στον αέρα και να μοιράσει την τράπουλα από την αρχή, ή να προσπαθήσει να προχωρήσει σε μία «διαχείριση ζημιών» στο Συριακό μέσω μίας «αναπλήρωσης» των απωλειών προς την Δύση. Φυσικά κάτι τέτοιο στην ουσία θα σήμαινε και το τέλος του ΝΑΤΟ αλλά και θα έδινε το απόλυτο πρόσχημα στην Ρωσία να επέμβει δυναμικά στην περιοχή.
Σε σχέση με πιο «βατά» διμερή ζητήματα είναι προφανές πως η ενεργειακή συνεργασία Ελλάδας-Ρωσίας-Τουρκίας στην ουσία δεν θα υφίσταται (δηλαδή ο Turkish Stream) ενώ υπάρχοντα σχέδια στα οποία η Μόσχα δεν θα συναινεί, λόγω της συμμετοχής της Τουρκίας, μπορεί να αντιμετωπίσουν προβλήματα (π.χ. ο αγωγός φυσικού αερίου ΤΑΡ) εάν και εφόσον η Ρωσία θα διαθέτει μοχλούς πίεσης. Επιπροσθέτως, περαιτέρω οικονομικές κυρώσεις από τη Δύση προς τη Μόσχα εάν οδηγηθούμε προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση θα επιδεινώσουν το κλίμα αναφορικά με το επενδυτικό πρόγραμμα της χώρας μας, δεδομένου του ότι διάφοροι ρωσικοί οργανισμοί έχουν εκφράσει την θέληση για συμμετοχή σε ελληνικά προγράμματα αποκρατικοποίησης και ιδιωτικοποίησης.
Η λογική του «μιας και βρήκαμε παπά…»
Το δεύτερο επίπεδο ανάλυσης το οποίο έχει να κάνει με τις περιφερειακές εξελίξεις και στο πως ακριβώς θα επηρεάσουν την χώρα μας περιλαμβάνει μία σειρά παραμέτρων πολυσύνθετων και με πολλαπλές διαστάσεις τα οποία αποτελούν από μόνα τους θέματα διατριβών. Για παράδειγμα, σε περίπτωση μίας κρίσης τέτοιου μεγέθους είναι πιθανόν τα κράτη της περιοχής να λειτουργήσουν με βάση το πώς αντιλαμβάνονται το στενό τους εθνικό συμφέρον, κατά συνέπεια να δημιουργήσουν ad hoc συσπειρώσεις και αντισυσπειρώσεις. Η Ελλάδα θα πρέπει να λάβει υπόψη της πως κράτη όπως η Αλβανία (συμπεριλαμβανομένου και του Κοσσυφοπεδίου), τα Σκόπια ή η Βοσνία και η Σερβία ίσως θεωρήσουν πως το συμφέρον τους θα είναι να ξεκαθαρίσουν «εκκρεμείς υποθέσεις» με τους γείτονες μία και καλή.
Με άλλα λόγια η κατάσταση που θα δημιουργηθεί μπορεί να οδηγήσει σε έναν νέο γενικό Βαλκανικό Πόλεμο με τους συνδυασμούς συμμαχιών να είναι αρκετοί και πολύπλοκοι (ο Α’ και Β’ Βαλκανικός Πόλεμος αποδεικνύει του λόγου το αληθές). Το θέμα του μεταναστευτικού και των διαφόρων «εγκλωβισμένων» σε διάφορες χώρες της περιοχής είναι επίσης ένα θέμα το οποίο επηρεάζεται άμεσα από τις εξελίξεις και βρίσκεται σε συνάρτηση με τους «υν υπνώσει» ισλαμιστικούς κύκλους σε διάφορες περιοχές. Επίσης, οι Κούρδοι, και ειδικά εκείνοι της Τουρκίας, τι στάση θα κρατήσουν σε περίπτωση που η Άγκυρα βρεθεί σε τροχιά σύγκρουσης με την Μόσχα;
Τέλος, η περίπτωση η Τουρκία να κλείσει τα Στενά στην ουσία θα οδηγήσει το επίκεντρο της αντιπαράθεσης από την «μακρινή» Συρία στο Αιγαίο και την Μαύρη Θάλασσα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ασφάλεια της χώρας μας αλλά και τον ρόλο που θα πιεστούμε να λάβουμε τόσο από την Δύση όσο και από την ίδια την Μόσχα. Όπως μπορεί να γίνει αντιληπτό σε περιφερειακό επίπεδο η χώρα μας δύναται να επηρεαστεί από πολλά ίσως και μη προβλέψιμα για την ώρα σενάρια, με μερικά από αυτά να αναφέρονται στη παρούσα ανάλυση μόνο ως παράδειγμα.
Τρίτον, η Ελλάδα είναι προφανές πως θα επηρεαστεί αναφορικά και με το «ειδικό βάρος» που θα λάβει μέσα στις υπάρχουσες συμμαχίες στις οποίες δραστηριοποιείται.
Η κρίσιμη παράμετρος του ΝΑΤΟ…
Η χώρα μας όσο περίεργο και να φαίνεται σε κάποιους διαθέτει από τις πλέον πολυάριθμες, επαρκώς εξοπλισμένες και εκπαιδευμένες ένοπλες δυνάμεις της Συμμαχίας, κάτι το οποίο αποδεικνύεται επανειλημμένα και εμφατικά σε διεθνές επίπεδο. Κατά συνέπεια η απαίτηση της συμμαχίας θα είναι να αξιοποιηθούν καταλλήλως, με ότι αυτό συνεπάγεται. Επιπροσθέτως, η γεωγραφική θέση της χώρας επί του υδάτινου άξονα Μαύρη Θάλασσα-Στενά-Αιγαίο-Ανατολική Μεσόγειος, την καθιστά την πλέον πολύτιμη σύμμαχο εάν κάποιος λάβει υπόψη του πως η Τουρκία θα βρίσκεται στην ζώνη του πυρός.
Και ολίγη από Ευρωπαϊκή Ένωση
Οι παραπάνω παρατηρήσεις αναφορικά με την σημασία της Ελλάδας για το ΝΑΤΟ ισχύουν στον υπερθετικό βαθμό για μία πλαδαρή και έως πρόσφατα καλοζωισμένη αλλά γεωπολιτικά ανύπαρκτη, φοβισμένη και με ένα τεράστιο υπαρξιακό πρόβλημα (οικονομικό και μεταναστευτικό) Ευρωπαϊκή Ένωση. Όπως μπορεί να γίνει άμεσα αντιληπτό σε μία τέτοια περίπτωση που οι προτεραιότητες κύριων γεωπολιτικών δρώντων αλλάζουν άρδην, η Ελλάδα θα μπορούσε να μεταβάλει πολλούς όρους και παραμέτρους στο οικονομικό πεδίο ως αντάλλαγμα για την βοήθειά της στην επίτευξη κάποιων στόχων των Βρυξελλών ή των πατρόνων τους, δηλαδή του Βερολίνου και των Παρισίων κυρίως.
Η Ελλάδα σε ρόλο έντιμου διαμεσολαβητή
Με βάση το γεγονός ότι τόσο η Μόσχα όσο και η Δύση θα χρειαστούν κάποιο πλαίσιο συνομιλιών για την εξεύρεση μίας αμοιβαίας αποδεκτής λύσης, αλλά και ενός ενδιάμεσου ο οποίος να είναι κοινά αποδεκτός από όλες τις πλευρές αλλά και να έχει την δυνατότητα να λειτουργήσει ως ένας «έντιμος διαμεσολαβητής» (honest broker) και ταυτοχρόνως όλες οι πλευρές να τον θεωρούν ως «δικό τους», η Ελλάδα αποτελεί την ιδανική περίπτωση για κάτι τέτοιο. Φυσικά δεν αρκεί να το θέλει αλλά θα πρέπει και να το μπορεί.
Κλείνουμε το παρών σημείωμα ανακεφαλαιώνοντας. Η Ελλάδα πρόκειται να επηρεαστεί πολυεπίπεδα σε μία περίπτωση κλιμάκωσης των σχέσεων Ρωσίας-Τουρκίας. Τόσο σε διμερές όσο και σε περιφερειακό αλλά και σε συμμαχικό επίπεδο, η Ελλάδα θα έχει να αντιμετωπίσει μία σειρά ιστορικών διαστάσεων προκλήσεων, όπως για παράδειγμα το κατά πόσο θα συμμετάσχει σε μία κίνηση κατά της Ρωσίας, αλλά και μεγάλων ευκαιριών, όπως για παράδειγμα να ωθήσει την Τουρκία σε γενναίες παραχωρήσεις αναφορικά με τις θέσεις που έχει σε διάφορα διμερή θέματα, αλλά και να πείσει τους δανειστές και εταίρους της να αλλάξουν τους όρους της οικονομικής διαπραγμάτευσης αφού η Αθήνα θα έχει γίνει ποιο απαραίτητη από ποτέ για λόγους στρατιωτικούς, γεωγραφικούς αλλά ακόμα και διαμεσολαβητικούς.
Τέλος, δεν θα πρέπει κάποιος να ξεχνάει πως ο βασικός λόγος για τον οποίο χρειαζόμαστε μία ισχυρή Ρωσία είναι η «αποτροπή» προς την Τουρκία, ενώ ο βασικός λόγος για τον οποίο βρισκόμαστε στο πλευρό των Αγγλοσαξονικών δυνάμεων είναι η «ευχή και κατάρα» της γεωγραφίας η οποία μας έχει ορίσει σε αυτή τη γωνία της Ευρασίας και μας έχει διορίσει ως θεματοφύλακες του πολιτισμού στις θάλασσες της Ανατολικής Μεσογείου, ψιθυρίζοντας στο αυτί μας πως ήμασταν, είμαστε και θα είμαστε ένας λαός και μία δύναμη της θάλασσας.
Αυτή είναι και η κρίσιμη ισορροπία που θα πρέπει να διαφυλάξουμε έχοντας πάντα το μυαλό μας πως στις διεθνείς σχέσεις δεν υπάρχουν ούτε «φίλοι» ούτε «εχθροί» υπάρχουν μόνο τα αιώνια «συμφέροντα» του έθνους μας, και αυτά πρέπει να διαφυλάξουμε πάση θυσία.
*Ο κ. Γεώργιος Φίλης είναι διδάκτωρ Γεωπολιτικής (Durham University, UK), Επισκέπτης καθηγητής Ευρωπαϊκών Υποθέσεων στο τμήμα Διεθνών Επιχειρήσεων του DEREE – The American College of Greece και μέλος του Institute of Diplomacy & Global Affairs (DEREE) καθώς και του Ινστιτούτου Αναλύσεων Ασφάλειας & Άμυνας (georgios.filis@hotmail.com)