Οι πολιτικές ηγεσίες Ελλάδος και Κύπρου δεν προβάλλουν καμία ουσιαστική αντίσταση,
αντιθέτως συγκαλύπτουν την απαράδεκτη αμερικανική πολιτική που λειτουργεί εις βάρος των ελληνικών εθνικών συμφερόντων και δικαίων
Γράφει ο Περικλής Νεάρχου
Πρέσβης ε.τ.
Η αμερικανική πολιτική επαναλαμβάνει, για μία ακόμη φορά, τις προσφορές προς τους Τούρκους, αναλώμασι της Ελλάδος και της Κύπρου, για να εξυπηρετήσει μία αμφίβολη στρατηγική στην περιοχή που εμποδίζει δήθεν την Τουρκία να αποστασιοποιηθεί από τη Δύση και ενισχύει τα μέτωπο κατά της Ρωσίας, την οποία υπολαμβάνουν πάντα οι ΗΠΑ ως τον κύριο γεωπολιτικό τους ανταγωνιστή.
Η αμερικανική πολιτική θεωρεί ότι έχει τώρα ένα «παράθυρο ευκαιρίας» στην Ελλάδα και την Κύπρο, προκειμένου να προωθήσει τέτοιου είδους πολιτικές, με τη συνεργασία, αν όχι και τη συγκατάθεση και την επιδοκιμασία των ηγεσιών της Ελλάδας και της Κύπρου.
Ελλάδα και Κύπρος βρίσκονται στο έλεος του μνημονίου και είναι ευάλωτες σε πιέσεις. Οι ηγεσίες επίσης προεξοφλούνται ως συνεργάσιμες και πρόθυμες ή αδύναμες να αντιδράσουν.
Προτεραιότητα δίνεται στην Κύπρο, γιατί η επιβολή εκεί μίας «λύσεως» τύπου «Σχεδίου Ανάν», που θα περιλαμβάνει τώρα και τα ενεργειακά κοιτάσματα της Κυπριακής Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ), θα δημιουργούσε προηγούμενο και θα ανέτρεπε εκ των πραγμάτων μία εναλλακτική στρατηγική μίας αμυντικής συγκλίσεως μεταξύ της Κύπρου, της Ελλάδας και του Ισραήλ. Μέσα στη νέα κατάσταση που θα δημιουργείτο, θα επιδιώκονταν «ρυθμίσεις» και στην Ελληνική ΑΟΖ, οι οποίες να ικανοποιούν την Άγκυρα.
Αυτή είναι η πολιτική της «συνεργασίας» που προωθεί η Αμερικανική πολιτική, η οποία επιδιώκει να καταστήσει την Τουρκία λεόντειο μέτοχο στα ενεργειακά κοιτάσματα της Κύπρου και της Ελλάδος. Με το μεγάλο αυτό «αντάλλαγμα» σε βάρος της Κύπρου και της Ελλάδος, θα ενισχύονταν η Ελληνοτουρκική «φιλία», οι δεσμοί της Τουρκίας με την Ευρώπη και τη Δύση και θα μειωνόταν η εξάρτησή της από το φυσικό αέριο και το πετρέλαιο της Ρωσίας. Θα καθίστατο επίσης αναπόφευκτη η αποκατάσταση των σχέσεων του Ισραήλ με την Τουρκία, εφόσον θα γινόταν ανέφικτη μία εναλλακτική ενεργειακή στρατηγική μεταξύ Ισραήλ, Ελλάδας και Κύπρου.
Πολιτική μαστιγίου και καρότου των ΗΠΑ έναντι της Τουρκίας
Η παραπάνω πολιτική των αμερικανικών «προσφορών» προς την Τουρκία προκαλεί σε ορισμένους έκπληξη, λόγω της ανοιχτής συγκρούσεως που υπάρχει στην Τουρκία μεταξύ του πρωθυπουργού Ταγίπ Ερντογάν και του κινήματος το Φετουλλάχ Γκιουλέν. Ορισμένοι βλέπουν πίσω από τη σύγκρουση αυτή σε δεύτερο επίπεδο αμερικανική αποδοκιμασία και αντίθεση προς τον Ερντογάν.
Πράγματι, υπάρχει έντονη αμερικανική δυσφορία, διαφωνία και ανησυχία για την όλη πολιτική Ερντογάν, η οποία προκαλεί υποψίες ότι επιδιώκει για την Τουρκία έναν ανεξάρτητο, περιφερειακό ρόλο, εμπνεόμενο από μία φιλόδοξη Νέο-Οθωμανική πολιτική.
Οι αμερικανικές διαφωνίες εστιάζονται κυρίως στη συνεργασία του καθεστώτος Ερντογάν με τους ακραίους ισλαμιστές της Συρίας, στη συνεργασία με το Ιράν, στη ρήξη των σχέσεων με το Ισραήλ και σε ορισμένες άλλες επιλογές, που, κατά την αμερικανική άποψη, δεν συμβιβάζονται με την ιδιότητα μίας χώρας – μέλους του ΝΑΤΟ.
Οι αμερικανικοί φόβοι ενισχύονται από την προοπτική να ανέλθει ο τούρκος πρωθυπουργός στον προεδρικό θώκο με διευρυμένες εξουσίες. Οι αμερικανοί ενδιαφέρονται, προφανώς, για την Τουρκία ως μία σημαντική κομβική χώρα στην αρχιτεκτονική της δικής τους στρατηγικής, με κύρια αναφορά τον γεωπολιτικό ανταγωνισμό με τη Ρωσία και την Ευρασία, με τα πλούσια ενεργειακά της αποθέματα.
Η σχετική όμως αποστασιοποίηση αυτή των ΗΠΑ από το καθεστώς Ερντογάν και οι ενδεχόμενες προειδοποιητικές βολές εναντίον του, δεν πρέπει να ερμηνεύονται ως αλλαγή του βασικού δόγματος των ΗΠΑ έναντι της γείτονος.
Οι τελευταίες, αντιθέτως, ανανέωσαν τις πιέσεις τους προς τους Ευρωπαίους για να εντατικοποιήσουν την ευρωπαϊκή προοπτική της γείτονος και να ενισχύσουν τις φυλο-δυτικές δυνάμεις στην Τουρκία, που αντιτίθενται σε μία εναλλακτική φιλο-ισλαμική, ανεξάρτητη πορεία.
Επανέφεραν, με άλλα λόγια, τον «κίνδυνο» να «χαθεί» η Τουρκία για την Δύση και την ανάγκη να της δοθούν κίνητρα και ανταλλάγματα για να παραμείνει σταθερά προσανατολισμένη προς τη Δύση.
Προς την κατεύθυνση αυτή, υπερακοντίζουν επίσης οι πλέον Ατλαντικοί Ευρωπαίοι σύμμαχοι, με επικεφαλής τη Μ. Βρετανία, την Πολωνία και τα Βαλτικά κράτη, αλλά και την υποτιθέμενη «ουδέτερη» Σουηδία. Η τελευταία, με πρόσχημα τη συμμετοχή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το γεγονός ότι τα περισσότερα μέλη της Ε.Ε. ανήκουν επίσης στο ΝΑΤΟ, συμπεριφέρεται ως να είναι ήδη και αυτή μέλος του ΝΑΤΟ και πρωταγωνιστεί στο αντι-Ρωσικό μέτωπο, όπως π.χ. στην περίπτωση της Ουκρανίας. Στο πλαίσιο αυτό πρωτοστατεί επίσης στις πιέσεις για την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και υπολαμβάνει τη χώρα αυτή ως το νότιο μέρος ενός αντι-ρωσικού μετώπου, στο βόρειο κέρας του οποίου βρίσκεται η ίδια.
Πιέσεις στην Ελλάδα να μην αναπτύξει τις σχέσεις της με τη Ρωσία, αλλά να προωθήσει την ελληνο-τουρκική «φιλία»
Στο πλαίσιο της γενικότερης αυτής πολιτικής και στρατηγικής, οι ΗΠΑ ασκούν ασφυκτικές πιέσεις στην Ελλάδα να μην αναπτύξει τις σχέσεις της με τη Ρωσία, η συνεργασία με την οποία έχει καταφανή οικονομικά και στρατηγικά συμφέροντα για την Ελλάδα, αλλά να προωθήσει την ελληνο-τουρκική «φιλία» και, στο όνομα του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ενώσεως να συνταχθεί ανεπιφύλακτα σε ένα αντι-ρωσικό μέτωπο.
Στο πνεύμα της πολιτικής αυτής, οι ΗΠΑ αντιτάχθηκαν με σφοδρότητα στα ανοίγματα του Κώστα Καραμανλή προς τη Ρωσία και ματαίωσαν τους αγωγούς πετρελαίου και φυσικού αερίου του Μπουργκάς – Αλεξανδρουπόλεως και του Νοτίου Αγωγού Φυσικού Αερίου (South Stream). Πάγωσαν επίσης τη συμφωνία για την αγορά από τη Ρωσία 460 τεθωρακισμένων οχημάτων μάχης (ΤΟΜΑ) τύπου BMP3, τα οποία έχει απόλυτη ανάγκη ο Στρατός για να πλαισιώσει το αρματικό δυναμικό του.
Αντιθέτως, επέβαλαν τον αγωγό ΤΑΡ στη θέση του South Stream, ο οποίος εξαρτά την Ελλάδα από έναν στενό σύμμαχο της Τουρκίας, το Αζερμπαϊτζάν, και από έναν αγωγό ο οποίος διέρχεται μέσα από την Τουρκία. Η αμερικανική πολιτική δεν θέλει εξάρτηση της Ελλάδος από τη Ρωσία, που είναι φίλη χώρα της Ελλάδος, αλλά θέλει εξάρτησή της από την Τουρκία. Ενώ επίσης γίνεται, ορθώς, πολύς λόγος γα το υψηλό κόστος αγοράς του ρωσικού φυσικού αερίου, δεν γίνεται κανένας λόγος για τα υποτιθέμενα οφέλη από τη διέλευση του αγωγού ΤΑΡ από την Ελλάδα. Η συμφωνία που υπεγράφη δεν προβλέπει την καταβολή οποιονδήποτε τελών από τη διέλευση του αγωγού. Για να δει κανείς πόσο ετεροβαρής είναι η συμφωνία αυτή, αρκεί να τη συγκρίνει με την αντίστοιχη για τη διέλευση του αγωγού μέσω Τουρκίας…
Το Αζερμπαϊτζάν θεωρεί επίσης απαραίτητη τη διαχείριση του φυσικού αερίου από κρατική εταιρεία, η οποία αγόρασε και το δίκτυο διανομής στην Ελλάδα και έχει σχέδια επεκτάσεως σε όλα τα Βαλκάνια. Η Ελλάδα δεν υπέγραψε μόνο μία ετεροβαρή συμφωνία για τον αγωγό. Εκποιεί επίσης, με πιέσεις της τρόικα, τις δημόσιες εταιρείες στον τομέα της ενέργειας, ώστε να μην μπορεί να έχει οποιαδήποτε ουσιαστική ενεργειακή πολιτική, εθνική ή περιφερειακή. Οι μεγάλες χώρες της Ευρώπης έχουν ιδιωτικές εταιρείες που είναι Ευρωπαϊκοί και διεθνείς πρωταγωνιστές. Μία μικρή όμως χώρα όπως η Ελλάδα, έχει ανάγκη από τις δημόσιες ενεργειακές εταιρείες της. Πολύ περισσότερο, όταν είναι μία χώρα που έχει προοπτική να καταστεί σημαντικός παραγωγός υδρογονανθράκων.
Διαπιστώνει κανείς με θλίψη ότι χώρες και μικρά σεϊχάτα, που ήταν άλλοτε αποικίες και πλήρως εξαρτημένα, κατόρθωσαν να θέσουν υπό εθνικό έλεγχο τους φυσικούς τους πόρους και να αποκτήσουν πλούτο και ισχύ. Η Ελλάδα φαίνεται, δυστυχώς, ανάξια να διαφυλάξει και να αξιοποιήσει για τα δικά της συμφέροντα τον εθνικό της πλούτο και διατρέχει τον κίνδυνο να πέσε θύμα υφαρπαγής του για να ικανοποιηθούν οι διεκδικήσεις της Άγκυρας, που δεν έχουν καμία βάση στο Δίκαιο της Θάλασσας και στο διεθνές δίκαιο εν γένει. Για να εξυπηρετηθούν επίσης οι αμερικανικοί στρατηγικοί σχεδιασμοί, αναλώμασι των συμφερόντων της Ελλάδος και της Κύπρου.
Η απουσία οποιασδήποτε ουσιαστικής αντιστάσεως δικευκολύνει τους αμερικανικούς σχεδιασμούς. Το πάγωμα στο οποίο έχουν οδηγηθεί εσκεμμένα οι ελληνο-ρωσικές σχέσεις, αφήνει το πεδίο ελεύθερο για εκβιαστικές πιέσεις από τις ΗΠΑ, σε συμπαιγνία με την Ευρωπαϊκή Ένωση και σε προκλήσεις της Άγκυρας, που έχει καταστήσει ρουτίνα την αποστολή πολεμικών σκαφών μέχρι τις ακτές της Αττικής. Επιχειρεί επίσης να «λύσει» de facto το θέμα της ΑΟΖ του Καστελλόριζου και της προεκτάσεώς της προς την ΑΟΖ της Αιγύπτου.
Η πλήρης συνεργασία της κυβερνήσεως για την επιβολή στην Κύπρο ενός νέου σχεδίου Ανάν, που θα περιλαμβάνει τώρα και το φυσικό αέριο, και η διολίσθησή της προς την αποδοχή της ιδέας τετραμερούς διασκέψεως για τη λεγόμενη εξωτερική πτυχή του Κυπριακού δείχνουν σαφώς ποια πολιτική ακολουθεί και την ανυπαρξία οποιασδήποτε ουσιαστικής αντιστάσεως.
Η κατακόρυφη επίσης μείωση από την τρόικα των αμυντικών δαπανών της χώρας και η ατολμία αναλήψεως ρηξικέλευθρων πρωτοβουλιών για την αντιμετώπιση του αμυντικού προβλήματος της Ελλάδος, δημιουργούν σκηνικό εκβιασμού για την αποδοχή απαράδεκτων υποχωρήσεων, υπό τον πομπώδη ευφημισμό της ελληνο-τουρκικής «φιλίας» και μίας δήθεν «συνεργατικής» πολιτικής.
Η Κύπρος είναι η πρώτη γραμμή άμυνας και πάνω σε αυτή θα κριθεί η πολιτική των κυβερνώντων αλλά και η αποφασιστικότητα και η αντίσταση του λαού στην Κύπρο και την Ελλάδα.
Πηγή περιοδικό «Επίκαιρα»
Πηγή